Η Θεία Λατρεία στο Άγιον Όρος

Η Λατρεία του Θεού για τον Αγιορείτη μοναχό δεν είναι κάτι περιθωριακό ή επί μέρους, αλλά κατέχει την κεντρική θέσι στη ζωή του. Στην Θεία Λατρεία λατρεύει = υπηρετεί, προσφέρεται στον Θεό. Εκφράζει και αυξάνει... την αγάπη του πρός τον Θεό. Πραγματοποιεί τον μυστικό γάμο με τον Νυμφίο Χριστό, για τον οποίον άλλως τε και εξήλθε του κόσμου.
Στήν Θεία Λατρεία (μέ κέντρο την Θ. Ευχαριστία) όχι μόνο προσφέρεται στον Θεό, αλλά και αποκτά, οικειούται τον Θεό [η ρίζα -λα- (λατρεία) σημαίνει κτήσι].
Στήν Θεία Λατρεία αποκτά το ορθόδοξο ήθος, το ήθος του Χριστού, ήθος θυσιαστικό και αγαπητικό, ώστε να μη ζή για τον εαυτό του (ανθρωποκεντρικά), αλλά για τον Θεό (θεανθρωποκεντρικά) και τον αδελφό του, και όλη του η ζωή να γίνεται θυσία και προσφορά.
Στήν Θεία Λατρεία βλέπει τον Χριστό γεννώμενον εν Βηθλεέμ, διδάσκοντα, θαυματουργούντα, πάσχοντα, αναστάντα, αναληφθέντα, πέμποντα τον Παράκλητο, και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει ότι στον ορθόδοξο Ναό υπάρχουν όλα τα πανάγια προσκυνήματα της Αγίας Γής και ότι ο Ναός είναι επίγειος ουρανός.

Στήν Θεία Λατρεία διδάσκεται και βιώνει το ορθόδοξο δόγμα, όπως και το ορθόδοξο ήθος. Είναι γνωστό ότι η υμνολογία της ορθοδόξου Εκκλησίας μας δεν είναι συναισθηματική ούτε ηθικιστική. Είναι δογματική. Λατρεία, δόγμα και ήθος περιχωρούνται και συνδέονται οργανικά μεταξύ των. Άς θυμηθούμε τον λόγο του Μ. Βασιλείου: «δεί γάρ ημάς βαπτίζεσθαι μέν ως παρελάβομεν, πιστεύειν δε ως βαπτιζόμεθα, δοξάζειν δε ως πεπιστεύκαμεν».
Στήν Θεία Λατρεία ο μοναχός προσδοκά την μεταμόρφωσι του εαυτού του και του κόσμου σε καινό άνθρωπο και σε καινή κτίσι, αφού η καινή εν Χριστώ ζωή του προσφέρεται στην Θεία Λατρεία. Με αφετηρία την εν τώ Ναώ Λατρεία όλη του η ζωή πρέπει να γίνη λατρεία, δηλαδή προσφορά στον Θεό και κοινωνία με τον Θεό.
Έτσι, όλος ο αγώνας του μοναχού για την κάθαρσι από τα πάθη, την αδιάλειπτο προσευχή, την υπακοή, την παρθενία, την ακτημοσύνη, την φιλοξενία, γίνεται λατρεία στον Θεό.
Αυτό λοιπόν που ως κατηγορία εξετόξευσε ο Kattenbusch και άλλοι δυτικοί κατά της Ορθοδοξίας, ότι δηλαδή είναι μόνο «κοινωνία λατρείας», οφείλεται στο γεγονός ότι αγνοούσαν ότι για τους ορθοδόξους η λατρεία δεν είναι τελετουργία διακρινομένη από το δόγμα, την πίστι, το ήθος, την ποιμαντική, την ιεραποστολή, αλλά είναι η φανέρωσις, μετάδοσις και πραγμάτωσις της καινής ζωής του Χριστού (Βλέπε Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, νύν Μητροπολίτου Μαυροβουνίου, Η Λατρεία και η Παρθενία, «Γρηγόριος ο Παλαμάς», ΝΕ΄, 1972).
Δέν είναι παράδοξο λοιπόν ότι στο Άγιον Όρος όπου διασώζεταιη γνησία εκκλησιαστική μας παράδοσις μακρυά από τις επιδράσεις της εκκοσμικεύσεως, όλη η ζωή οργανώνεται με κέντρο, αφετηρία και άξονα το Καθολικό, που είναι στο πιό κεντρικό μέρος της Μονής και δεσπόζει σε όλα τα κτίσματα και τους χώρους της.
Η Τράπεζα συνήθως βρίσκεται απέναντι από το Καθολικό σε άξονα με την αγία Τράπεζα του Καθολικού. Ακόμη τα κελλιά και τα διακονήματα οργανώνονται γύρω από το Καθολικό. Η θέσις της Τραπέζης (τραπεζαρίας) και το Τυπικό των προσευχών και των αναγνώσεων κατά την ώρα του φαγητού δείχνουν ότι η Τράπεζα του φαγητού είναι συνέχεια και στο πνεύμα της ιεράς και πνευματικής Τραπέζης, και γίνεται στο ευχαριστιακό και λατρευτικό πνεύμα της θείας Λειτουργίας.
Μέ το «Δι’ ευχών» της Θείας Λειτουργίας όλη η ζωή του μοναχού και του χριστιανού πρέπει να συνεχίζεται ως λατρεία, προσφορά και ευχαριστία στον Θεό. Η εν τώ Ναώ Θεία Λειτουργία γίνεται αφετηρία, ώστε όλη η ζωή να γίνη Λειτουργία. Σ’ αυτό βοηθεί και η αδιάλειπτος προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν» ή η συχνή απαγγελία των Χαιρετισμών της Παναγίας, ώστε ο νούς να μη χωρίζεται από τον Θεό ακόμη και την ώρα του φαγητού, της εργασίας ή της αναπαύσεως.
Όχι μόνο η Τράπεζα αποτελεί συνέχεια της Θείας Λατρείας, αλλά και οι άλλες κοινές μοναστηριακές εκδηλώσεις. Έτσι, η παρασκευή του άρτου αρχίζει με δέησι και ευλογία της ζύμης από τον ιερέα-εφημέριο. Κατά τις διάφορες επίσης παγκοινιές (κοινές εργασίες), όπως μάζεμα ελαιών, ζύμωμα, καθάρισμα λαχανικών, κ.λπ., οι μοναχοί απαγγέλουν τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, τους οποίους όλοι γνωρίζουν από στήθους.
Επειδή ο μοναχός προσδοκά την μεταμόρφωσι της ζωής του και όλου του κόσμου από την Θεία Λατρεία, αποδίδει σ’ αυτήν την δέουσα σημασία. Δεν την θεωρεί ως «κάτι» μέσα στην ζωή του, ως «λατρευτική ευκαιρία», όπως συνήθως λέγεται, ούτε ως πάρεργο, αλλά ως το κύριο έργο και αποστολή του. Πολλές ώρες της ημέρας περνά στον Ναό λατρεύοντας τον Θεό. Τις καθημερινές περί τις 6-7 ώρες, ενώ τις Κυριακές και Εορτές περί τις 7-11 ώρες. Όλες τις ώρες προσφέρεται στον Θεό και ο Θεός προσφέρεται σ’ αυτόν.
Έτσι ωριμάζει και αυξάνει εν Χριστώ. Σε κάποιον ξένο που απορούσε τι κάνουν οι μοναχοί τόσες ώρες στην Εκκλησία – πράγμα ακατανόητο για ένα δυτικό χριστιανό –, αγιορείτης Καθηγούμενος (ο π. Βασίλειος Ιβηρίτης) απήντησε: «Κάνουμε ό,τι κάνει το έμβρυο στην μήτρα της μητέρας του. Τρεφόμαστε».
Ο μοναχός λατρεύοντας τον Θεό στον Ναό δεν χρειάζεται να κοιτάζει την ώρα, πότε θα τελειώση η Ακολουθία. Δεν βιάζεται, διότι δεν έχει να κάνη κάτι ανώτερο και σπουδαιότερο από αυτήν.

Η Θεία Λατρεία γίνεται μετ’ επιστήμης
Επειδή τόσο μεγάλη σημασία έχει η Θεία Λατρεία για την Εκκλησία και τον Αγιορείτη Μοναχό, δεν γίνεται πρόχειρα αλλά μετ’ επιστήμης, με ακρίβεια, προσοχή, οργάνωσι και σύμφωνα με τις οδηγίες των Τυπικών. Εκτός από το Τυπικό των ύμνων και αναγνωσμάτων που ορίζει τι θα ψαλή και αναγνωσθή και με ποία διάταξι, υπάρχουν άλλα Τυπικά που ρυθμίζουν τα του διακονήματος του Εκκλησιαστικού (κανδηλανάπτου), όπως και τα του τελετουργικού.
Προκειμένου να διεξαχθή ευσχημόνως και κατά τάξιν η Θεία Λατρεία, ο αρμόδιος διακονητής, ο λεγόμενος Τυπικάρης, μελετά τα Τυπικά ώστε να είναι ενημερωμένος, ιδίως σε δύσκολες περιπτώσεις, όπως η περίπτωσις που αντιμετωπίσαμε με την σύμπτωσι της Εορτής του Ευαγγελισμού με την Μ. Πέμπτη.
Σέ περιπτώσεις ασαφειών ερωτά τον Καθηγούμενο. Ο Εκκλησιαστικός επίσης μελετά το ιδικόν του Τυπικό και οι ιερείς το ιδικόν τους, όταν χρειασθή. Έτσι αποφεύγονται αυτοσχεδιασμοί, χασμωδίες, συγχύσεις. Η Θεία Λατρεία ρέει ομαλά όπως το νερό στο αυλάκι, ποτίζοντας και ξεκουράζοντας τις ψυχές. Είναι άραγε η προσήλωσις στα Τυπικά δείγμα τυπολατρείας; Για όσους γνωρίζουν το πνεύμα του Αγίου Όρους, η εκδοχή αυτή δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή. Ο μοναχός που θέλει να προσφερθή ολοκληρωτικά στον Θεό δεν μπορεί να αδιαφορή ή να μη δίδη σημασία στον τρόπο της κοινής Λατρείας.
Εκτός τούτου η προσήλωσις στα Τυπικά εξυπηρετεί και άλλους πνευματικούς σκοπούς. Εκφράζει και καλλιεργεί την υπακοή των μοναχών στις παραδόσεις και τους θεσμούς της Εκκλησίας. Έτσι τους βοηθεί να θέσουν τους εαυτούς των υπό την Εκκλησίαν και εν τη Εκκλησία και όχι υπεράνω της Εκκλησίας. Εξασφαλίζει επίσης την εν τώ Ναώ ευταξία, ομόνοια και ενότητα της λατρευούσης Αδελφότητος.
Είναι ακόμη αξιοσημείωτο ότι για να τελεσθούν οι ιερές Ακολουθίες εν Αγίω Όρει κατά την παραδοθείσαν τάξιν, πρέπει να συνεργήσουν τουλάχιστον οκτώ πρόσωπα, ήτοι: ο Καθηγούμενος, ο εφημέριος, οι δύο ψάλται, ο κανονάρχης ή διαβαστής, ο β΄ διαβαστής, ο τυπικάρης και ο εκκλησιαστικός. Είναι και αυτό δείγμα της σημασίας που αποδίδεται στην Λατρεία του Θεού.

Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ι. Μ. Γρηγορίου Αγ. Όρους, Ορθόδοξος Μοναχισμός και Άγιον Όρος, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους, 1998πηγή

Πηγή: http://inpantanassis.blogspot.com/2017/12/blog-post_64.html
Πηγή: https://synaxipalaiochoriou.blogspot.gr/

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology