Την περίπτωση της Γιαγιάς Λαμπρινής, μιας σύγχρονης αγίας, δεν περιμένω να την καταλάβουν άνθρωποι "καθώς πρέπει" (το βάζω σε εισαγωγικά), δηλαδή κρυφο-εγωιστές. Αυτοί μάλλον θα τη θεωρήσουν παλαβή, θα την πουν "θεούσα", και τους ανθρώπους που την είχαν/την έχουν για πνευματική τους δασκάλα θα τους ειρωνευτούν ως θρησκόληπτους και χαζούς. Ας είναι ευλογημένοι αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί που δε θα καταλάβουν και θα κοροϊδέψουν.
Ανεβάζω όμως αυτό το post για εκείνους τους ταπεινούς ανθρώπους (ελπίζω μέσα σ' αυτούς να βρεθούν και έφηβοί και νέοι που διψάει η καρδιά τους), που θα νιώσουν πως μια μεγάλη αθλήτρια δε ζει κοινή ζωή - το ίδιο ισχύει στον αθλητικό στίβο, το ίδιο και στον πνευματικό στίβο, γιατί κι ο χριστιανός είναι αθλητής.Η αγία Γιαγιά Λαμπρινή δεν ήταν χλιαρή χριστιανή, μέτρια με ολίγη, σαν εμένα, σαν τους πιο πολλούς. Γι' αυτό ο κόσμος θα τη μισήσει, θα μισήσει τη μνήμη της κι εκείνους που την τιμούν, επειδή κάθε μεγάλος αθλητής ζει στον κόσμο του κι όχι όπως περιμένει ο κόσμος απ' αυτόν να ζήσει.
Ας έχετε την ευχή της. Καλή ανάγνωση.
Μέρος Α΄ (από εδώ)
Αυτή η ασήμαντη εξωτερικώς γιαγιά πού εδώ βλέπουμε, δέχθηκε χαρίσματα από τον Χριστό πού μόνο μεγάλοι Άγιοι είχαν. Κατέβαζε μέ τίς προσευχές της τόν ουρανό καί τούς Αγίους κάτω, συνομιλούσε μέ την Θεοτόκο, έβγαινε από το σώμα της καί με την ψυχή της ταξίδευε σέ Παράδεισο καί κόλαση, φθάνοντας σέ μέτρα απίστευτα για τήν εποχή μας. Γιαγιά Λαμπρινή πρέσβευε καί γιά εμάς…
Η Λαμπρινή γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Αγία Παρασκευή Άρτης.
Οι γονείς της Σπυρίδων Δρίβας και Θεοδώρα ήταν από τους πιο εύπορους του χωριού και είχαν αλλά τρία αγόρια. Η Λαμπρινή ήταν η μικρότερη, και τ’ αδέλφια της την υπεραγαπούσαν για τον χαρακτήρα της, το ήθος και την πολύ καλή συμπεριφορά της προς όλους.
Μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Από μικρή έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους και να ζει σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Τελείωσε μόνο το δημοτικό σχολείο και διάβαζε με πόθο την Αγία Γραφή και άλλα πνευματικά βιβλία.
Διηγήθηκε η ίδια:
Ήμουν οκτώ χρόνων και καθόμουν σ’ ένα καρεκλάκι στην αυλή του σπιτιού. Κρατούσα μια μικρή Αγία Γραφή, μπήκα στον ενθουσιασμό και μου άρεσε να την διαβάζω.
Είχα διαβάσει το χωρίο: «Πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». (Ματθ.. ιθ’-29).
Έτσι μπήκε μέσα στην καρδιά μου και αγάπησα πάρα πολύ τον Κύριο. Από εκείνη την στιγμή άναψε ο πόθος για να ακολουθήσω την μοναχική ζωή και σκέφθηκα: Δεν θέλω τίποτε, ούτε χωράφια, ούτε περιουσίες, θα πάω για Μοναχή.
Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος με ιερατικά άμφια και μου άρεσε πολύ η όψη του, ήταν πολύ όμορφη. Τον κοιτούσα με θαυμασμό. Μου είπε:
- Τι με θαυμάζεις; Και τα χεράκια σου Εγώ τα έπλασα και είσαι και συ όμορφη σαν εμένα.
- Εμένα με γέννησε η μάννα μου και είναι στην κουζίνα. Να την φωνάξω;
- Όχι, εγώ εσένα θέλω, και έπιασε τα μαλλάκια μου. Αυτά ποιος τα έπλασε;
- Ναι, μου είπε. Τώρα τι θα κάνεις, ποια ζωή θα ακολουθήσεις;
- Αυτό το βιβλίο μου άναψε τον πόθο για τον μεγάλο μου Θεό θέλω να τον απολαύσω. Αυτός να εργάζεται για μένα και εγώ γι’ αυτόν.
- Θα γίνεις μεγάλη, παιδί μου, και θα εργασθείς και συ για Μένα.
- Ποιος είσαι συ;
- Αυτός πού είπες εσύ, μου είπε. Αφού θέλεις έτσι, θα τρως Τετάρτη και Παρασκευή ψωμί και σκόρδο. Εσύ είσαι καλό παιδί, έχω όμως και άλλα καλά παιδιά. Θα έρθω μια μέρα να μαζέψω όλα αυτά τα καλά παιδιά.
Ύστερα έγινε άφαντος…
Άρχισε μετά απ’ αυτό να αγωνίζεται περισσότερο, να νηστεύει, να προσεύχεται και να ετοιμάζεται να αφιερωθεί στον Θεό. Πνευματικός της ήταν ο π. Μητροφάνης, ο Γέροντας της Ιεράς Μονής Ροβέλιστας Άρτης.
Διηγήθηκε η ίδια: «Από μικρή ήθελα να γίνω μοναχή. Όταν έγινα δεκαεπτά χρόνων πήγα στο Μοναστήρι και είπα στον Γέροντα ότι θέλω να γίνω μοναχή.
Μου είπε:
-Νάρθεις, παιδάκι μου. Την άλλη μέρα ήρθαν οι γονείς μου με φωνές να με πάρουν. Ο Ηγούμενος, όπως τους είδε έτσι αγριεμένους, με έδωσε λέγοντάς μου να μεγαλώσω λίγο και μετά ξαναπηγαίνω.
Αυτοί με πήραν και σε λίγες μέρες άρχισαν τα προξενιά. Εγώ ήμουν αρνητική και εύρισκα προφάσεις». Μετά με ρώτησαν τι θέλω και τους είπα: «Θα προσευχηθώ όλη τη νύχτα και ό,τι μου πει ο Θεός».
Ο ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΙΟΥ;
Προσευχήθηκα και είπα: «Θεέ μου, ένα πράγμα σου ζητώ. Να μου δώσεις άδεια να πάρω τον Ουράνιο (νυμφίο) και εγώ, όπως παίρνουν οι καλές ψυχές. Να μη συζευχτώ με επίγειον άνδρα».Άκουσα φωνή: «Σε έχουμε υπ’ όψιν. Μια ώρα δική μας θα γίνεις. Πρέπει όμως να συζευχθείς αυτού για να δυναμώσεις. Να βάλεις χαλινάρια στο στόμα, στα πόδια, στα χέρια, στη σάρκα».
- Στη σάρκα; Στην παντρειά με στέλνεις.
- Σε στέλνω Εγώ, και η σάρκα είναι ευλογημένη. Δοκιμασίες θα έχεις…
Εγώ συνέχισα να προσεύχομαι για το καλύτερο, να γίνω Μοναχή, όμως μου έλεγε ότι «το καλύτερο για σένα είναι να παντρευτείς, να δοκιμαστείς, να ψηθείς. Αν πας στο Μοναστήρι, δεν θα βασανισθείς τόσο. Στο Μοναστήρι ό,τι κάνουν οι άλλοι θα κάνεις και συ, είτε τρώνε, είτε προσεύχονται.
Στον κόσμο όμως θα συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Εμείς τελειώσαμε τώρα, πάρε την δύναμη και την φώτιση και εργάσου όσο μπορείς».
Εργάσθηκα σε όλη μου την ζωή. Αγωνίστηκα. Τα πεθερικά μου μετά δεν με ήθελαν, με έδιωχναν, με έβριζαν με άπρεπα λόγια. Όσα μου είπε η φωνή, το Πνεύμα, τα βρήκα όλα». Έτσι λοιπόν μετά τα 20 της την πάντρεψαν με τον Αριστείδη Βέτσιο από τα Κολομόδια Άρτης και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Σπύρο και την Σταθούλα.
Η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη στην οικογένεια του συζύγου της, γιατί ζούσαν δεκατρία άτομα μαζί στο ίδιο σπίτι και ο καθένας είχε τις δικές του Ιδιοτροπίες και τον δικό του τρόπο σκέψεως. Ιδιαίτερα ο πεθερός της φερόταν προς αυτήν με άσχημο τρόπο, με περιφρόνηση και σκληρότητα την πλήγωνε με τα λόγια του.
Η Λαμπρινή όμως κατάφερε με την υπομονή να τα ξεπεράσει όλα. Στις βρισιές του έλεγε: «Πες με ό,τι θέλεις. Εγώ είμαι μουγκή»… Και από τον σύζυγο της είχε δυσκολίες.
Κάποτε που βρισκόταν σε αγρυπνία στον άγιο Φανούριο στο γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, άκουσε φωνή που της είπε: «Αυτή τη στιγμή καίγεται το σπίτι σου…»
Όταν τέλειωσε η αγρυπνία και γύρισε μαζί με τις άλλες γυναίκες με τα πόδια, είδε τα βιβλία της καμένα και πεταμένα έξω από το σπίτι και τον σύζυγο της σε έξαλλη κατάσταση να της φωνάζει να φύγει από το σπίτι.
Η Λαμπρινή απάντησε: «Δεν φεύγω. Εσύ είσαι ό άντρας μου, εδώ είναι το σπίτι μου, σκότωσε με, κάνε με ό,τι θέλεις, εγώ δεν φεύγω».
Τη νύχτα την κλείδωσε έξω από το σπίτι. Υπέμεινε ήρεμα και έλεγε: «Ο πειρασμός τον βάζει, θα του περάσει. Αυτός είναι καλός, αλλά στο καφενείο τον “άναψε” ο τάδε και έκανε ό,τι έκανε, μέχρι να του περάσει ο θυμός».
Παρά τις τόσες δυσκολίες και τις κοπιαστικές αγροτικές εργασίες, δεν άφηνε δευτερόλεπτο της ημέρας χωρίς να προσεύχεται και να ευχαριστεί τον Θεό. Μαζί της στο χωράφι που πήγαινε να εργαστεί έπαιρνε και βιβλία πνευματικά για να διαβάζει και να προσεύχεται. Σ’ όλη την ζωή της χάλασε από την πολλή χρήση τέσσερα βιβλία Μεγάλα Ωρολόγια. Τα βιβλία της ήταν η περιουσία της, όπως έλεγε, και από την μελέτη τους έπαιρνε πολλή δύναμη.
Μετά πού απέκτησε τα δυο της παιδιά, με τον άνδρα της ζούσαν σαν αδέλφια. Αυτός τις νύχτες κοιμόταν και η Λαμπρινή διάβαζε τα βιβλία της με το φως ενός καντηλιού και ενός κεριού.
Μέρος Β΄ (από εδώ)
ΦΟΒΕΡΕΣ ΝΗΣΤΕΙΕΣ…
Σ’ όλη την ζωή της είχε μονοφαγία και ξηροφαγία. Έτρωγε συνήθως ψωμί και ελιές. Στο τριήμερο (τρεις πρώτεςς μέρες της σαρακοστής) δεν έτρωγε και δεν έπινε τίποτε. Κοινωνούσε την καθαρά Τετάρτη και μετά συνέχιζε την τελεία νηστεία…Τις ημέρες πού δεν έτρωγε τίποτε έπινε γύρω στις 3 μ.μ. ένα κουταλάκι ζεστό νερό. Το συνηθισμένο φαγητό της ήταν μια πατάτα βρασμένη με ξύδι. Τα παιδιά της την πίεζαν να φάει, αλλά αρνιόταν και απαντούσε: «Μη στενοχωριέστε, δεν θα πεθάνω από τη νηστεία, η προσευχή είναι η τροφή μου. Το σώμα θα το περιποιηθώ γιατί είναι η κατοικία της ψυχής μου. Όταν έρθει η ώρα θα φάω. Μην ανησυχείτε».
Της έκανε το πρωί η κόρη της καφέ και το απόγευμα πού πήγαινε να πάρει το φλυντζάνι ήταν απείραχτο…
Το Πάσχα πού κάθονταν όλοι μαζί να φάνε, η Λαμπρινή μιλούσε για τον Θεό και μετά από πίεση έτρωγε μια κουταλιά γιαούρτι ή μια πιρουνιά σαλάτα.. έλεγε:
«Σήμερα είναι η μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα αναστήθηκε ο Χριστός. Αν ερχόταν ένα πεθαμένο παιδί μου εγώ θα έτρωγα; Θα στόλιζα το σπίτι μου να το υποδεχθώ».
Την τελευταία εικοσαετία της ζωής της έτρωγε μόνο ψωμί, νερό και ξύδι.
Κάποτε θα πήγαινε στην Αθήνα για μια εβδομάδα, διότι θα έκανε εγχείρηση ο αδελφός της. Μια γνωστή της έψηνε ψωμί από καλαμπόκι και της έδωσε μια φέτα. Το δέχθηκε με μεγάλη χαρά γιατί ήξερε ότι η γυναίκα αυτή χάραξε τον σταυρό πάνω στο ψωμί. Όταν γύρισε από την Αθήνα ευχαρίστησε την γυναίκα πού της έδωσε το ψωμί, και της εκμυστηρεύτηκε ότι αυτό το ψωμάκι ήταν η τροφή της για όλη την εβδομάδα πού πέρασε στην Αθήνα. Έτρωγα λίγο κάθε μέρα και ερχόταν ο Κύριος και μου το αυγάταινε (αύξανε)”.
Πριν την κοίμηση της για ένα διάστημα αρκείτο μόνο σ’ ένα κουταλάκι αγίασμα, στο αντίδωρο και φυσικά στην θεία Κοινωνία. Σε κάποιον που την ρώτησε τι είχε φάει, απάντησε ότι έφαγε μόνο αντίδωρο πού είχε κρατήσει από την θεία Λειτουργία ότι μ’ αυτό ήταν χορτασμένη και θα την κρατήσει για κ’ ανά – δυό μέρες ακόμη.
Αφού πάντρεψε τα παιδιά της, από την ηλικία των 45 ετών σταμάτησε τις αγροτικές εργασίες και αφοσιώθηκε στην άσκηση και στην προσευχή. η ζωή της πλέον ήταν μια συνεχής προσευχή στο σπίτι και στην Εκκλησία, όπου τακτικά πήγαινε και κοινωνούσε συχνά…
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
Το καθημερινό τυπικό της ήταν περίπου το εξής: Κοιμόταν μέχρι δύο ώρες το ημερονύκτιο από τις 3 μέχρι τις 4.30 τη νύχτα. Έκανε κομποσχοίνι γονατιστή και μεγάλες μετάνοιες. Έκανε όλες τις ακολουθίες κάθε ήμερα. Το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο τα διάβαζε με το αμυδρό φως από το καντήλι και με ένα κεράκι. Μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή και πατερικά βιβλία. Την ημέρα, διάβαζε, έκανε την ακολουθία των Ωρών και προσευχή. Σε όσους την θαύμαζαν πού μπορούσε και αφιέρωνε την ήμερα της στο διάβασμα έλεγε πώς χρόνος υπάρχει για όλους.
Και μια σελίδα την ημέρα να διαβάζεις είναι αρκετό, αρκεί να γίνεται με πίστη.
Όλα αυτά τα έκανε με ευλογία από τον πνευματικό της π. Μητροφάνη, ο οποίος της είχε δώσει τον κανόνα της προσευχής. Την Μ. Σαρακοστή, έκανε το Μεγάλο Απόδειπνο και όταν κάποιος την διέκοπτε δεν το συνέχιζε, αλλά το άρχιζε πάλι από την αρχή…
Όταν γινόταν αγρυπνία σε κάποια Εκκλησία ήταν πάντα πρώτη. Συνήθως την ακολουθούσαν και γυναίκες από τα γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τις γυναίκες στο σπίτι της και έκαναν ομαδική προσευχή.
Από την ηλικία των 30 ετών έραψε ένα τρίχινο σάκκο και τον φορούσε κατάσαρκα σ’ όλη την ζωή της, για άσκηση και κακοπάθεια. Κανείς δεν το ήξερε. Για 54 χρόνια τον φορούσε και ποτέ δεν τον έπλυνε. Πριν από την κοίμηση της άφησε εντολή στην κόρη της να μην τον πλύνει ποτέ. Όσοι τον είδαν μαρτυρούν ότι φαίνεται σαν να βγήκε από πλυντήριο και μοσχοβολά (ευωδιάζει).
ΧΩΡΙΣ ΚΑΘΟΛΟΥ ΛΕΦΤΑ
Παρ’ όλο που ζούσε μέσα στον κόσμο, ο πόθος της για τον Μοναχισμό και την Εκκλησία την έκαναν να μετατρέψει το δωμάτιό της σ’ ένα μοναχικό κελλί. Ό,τι χαρτάκι εύρισκε πού είχε φωτογραφία κάποιου αγίου το κολλούσε στον τοίχο, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα.
Δεν αγαπούσε τα χρήματα, ήταν ανάργυρη. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να μπορεί να κάνει ελεημοσύνες και να βοηθά τον κόσμο. Όλη την σύνταξη της την μοίραζε σε ελεημοσύνες.
Όταν τα παιδιά της, επίσης της έδιναν χρήματα, τα διέθετε και αυτά για να βοηθά φτωχούς. Έλεγε στα παιδιά της: «Τα χρήματα αυτά που δίνω, δεν είναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σε σας, γιατί δικά σας είναι».
Απέφευγε μάλιστα να πιάνει με τα χέρια της τα χρήματα, αλλά με μια χαρτοπετσέτα ή με ένα κομμάτι ύφασμα. Και όταν πήγαινε να ψωνίσει άνοιγε το πορτοφόλι ή την χαρτοπετσέτα και έπαιρνε ο μπακάλης μόνος του. Από το σπίτι της έβγαινε τη νύχτα κρυφά, να μην την βλέπουν, και πήγαινε σε φτωχά σπίτια, άφηνε έξω από την πόρτα ό,τι είχε και έφευγε.
Στον φούρναρη είχε δώσει παραγγελία να εφοδιάζει με ψωμί μια φτωχή οικογένεια, χωρίς να
μάθει κανείς τίποτε. Το είπε στην κόρη της μόνο πριν κοιμηθεί, και της άφησε παρακαταθήκη να συνεχίσει την ελεημοσύνη. Η Λαμπρινή συμβούλευε:
«Μεγάλη ευλογία έχει ο άνθρωπος που κάνει ελεημοσύνη. Όταν κάνετε ελεημοσύνη δεν θα δίνετε αυτό που είναι για πέταμα, αλλά θα δίνετε για τον ξένο και τον φτωχό το καλύτερο. Οι γονείς να μην στενοχωρούνται που δεν έχουν ν’ αφήσουν περιουσία στα παιδιά τους, αλλά να φροντίζουν για την κατά Θεόν πρόοδό τους και τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσει ο Θεός».
Επισκεπτόταν αρρώστους χωρίς φόβο να κωλύσει κάτι, αφού πολλές φορές κοινωνούσε πρώτα ο άρρωστος (ετοιμοθάνατος) και αμέσως εκείνη, γιατί δεν φοβόταν τον θάνατο, αντίθετα θεωρούσε πώς θα την έφερνε πιο κοντά στον Θεό.
Κάποτε πήγε να προσκυνήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα με ένα παιδάκι που το είχε βαφτίσει, χωρίς να έχει μαζί της χρήματα. Όμως με την βοήθεια του Θεού πήγαν και γύρισαν, χωρίς να τους ζητήσουν χρήματα ούτε στο λεωφορείο ούτε στο καράβι.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ
Η γιαγιά Λαμπρινή αγαπούσε τον Χριστό, αγωνιζόταν περισσότερο από μοναχή, προσευχόταν συνέχεια και μετέδιδε την θεία Χάρη. Πολλοί πήγαιναν να την δουν, να την συμβουλευθούν και να ζητήσουν την προσευχή της.
Ολόκληρα λεωφορεία σταματούσαν στο φτωχικό της. Δεχόταν όλους τους ανθρώπους αδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς ούτε μια διακοπή στην διάρκεια της ημέρας.
Οι επισκέψεις στο σπίτι της ήταν καθημερινές. Δεν υπήρχε ωράριο. Ο καθένας ερχόταν οπότε ήθελε και έφευγε όταν ήθελε. Δεχόταν τους πάντες αγόγγυστα. Όταν ήταν μόνη της διάβαζε ή προσευχόταν. Για να ξεμουδιάσει έβγαινε και έκανε περίπατο, όχι στο χωριό, αλλά στον κήπο με τις πορτοκαλιές και έλεγε την ευχή (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με).
Ο λόγος της ήταν πάντα για την υπομονή. Έλεγε: «Εμείς Οι χριστιανοί θα περάσουμε εδώ μεγάλες δοκιμασίες, ακόμα και μέσα στην ίδια την οικογένεια μας. Θα πρέπει να δείχνουμε υπομονή, αγάπη, και να κάνουμε ελεημοσύνες». Σε όσους είχαν οικογενειακά προβλήματα τους παρακαλούσε να μη διαλύσουν την οικογένεια τους. «Ο πειρασμός σας βάζει», έλεγε.
Σε νέους πού την επισκέπτονταν συμβούλευε: «Αποφάσισες να παντρευτείς; Θα κάνεις υπομονή και όχι μία, αλλά πολλές. Να εκκλησιάζεστε τακτικά, να εξομολογείστε, να κοινωνάτε και να προσεύχεσθε. Όταν κάνετε αυτά, θα πάτε κοντά στον Χριστό να χαίρεστε για πάντα».
Αν και δεν είχε σπουδάσει, όμως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία, τα κατανοούσε και τα εξηγούσε.
Άνθρωποι εγγράμματοι – ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου – πήγαιναν να ακούσουν την γιαγιά Λαμπρινή. Την είχαν σε ιδιαίτερη ευλάβεια γιατί η ζωή της ήταν τελείως δοσμένη στον Χριστό, αλλά και γιατί έβλεπαν να ενεργεί η θεία Χάρη μέσω αυτής θαυμαστά έργα.
Αρπαζόταν πολλές φορές ο νους της και έβλεπε τα αθέατα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, η προσευχή της εισακούετο, γνώριζε τα κρύφια των ανθρώπων, και προέβλεπε γεγονότα του μέλλοντος.
ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΓΑΜΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ !
Διηγήθηκε η γιαγιά Λαμπρινή: «Η κόρη μου Σταθούλα είχε περάσει τα δεκαοχτώ της και ήταν καιρός για παντρειά. Άρχισαν τα προξενιά αλλά δεν μ’ ανέπαυαν οι γαμπροί. Ήταν ευκατάστατοι, καλοί άνθρωποι, αλλά με σαλεμένη καθαρότητα. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τόσο λόγο η νύφη για την επιλογή του γαμπρού, και επειδή είχα την μέριμνα του γαμπρού, ήθελα πρώτα απ’ όλα να είναι καθαρός, αγνός. Η Σταθούλα δεν είχε κλίση για καλογερική, όπως εγώ, και έπρεπε να βρεθεί γαμπρός».
Μια μέρα το βράδυ που πήγα στο κρεββάτι να κοιμηθώ, πήρα ως συνήθως να διαβάσω ένα βιβλίο, και ήμουν στενοχωρημένη γιατί δεν βρισκόταν ο γαμπρός. Ο άνδρας μου κοιμόταν χωριστά για να μην τον ενοχλώ.
Μόλις είχε πάρει ο ύπνος τον άνδρα μου, άνοιξε το παράθυρο μόνο του, και μπήκε ο φύλακας Άγγελός μου. Πήρε το πνεύμα μου. Στο κρεββάτι μου έμεινε το σώμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε – βαδίζαμε χωρίς να ξέρω που πάμε. Φθάσαμε στην Πρέβεζα. Μου λέει: «Μην σταματάς καθόλου. Θέλουμε να πάμε στην Λευκάδα». Εγώ δεν ήξερα που είναι η Λευκάδα.
Φθάσαμε στο νησί, πήγαμε σ’ ένα σπίτι στην εξώπορτα.
Μου λέγει ο Άγγελος:
Κάθησε εδώ και εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα. Να κοιτάς μέσα…
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και είδα ένα νέο όρθιο, με κουστούμι, με την πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε να κλείσει την πόρτα, γιατί του φάνηκε ότι άνοιξε μόνη της, και τον είδα και από μπροστά. Ο Άγγελος ήταν πνεύμα, και εγώ στην αυλή και δεν μας έβλεπε…
- Σου αρέσει για γαμπρός στην κόρη σου;
- Καλός είναι αλλά είμαστε μακρυά.
- Άγγελος είναι και αυτός, όπως και εγώ.
- Άγγελο θα πάρει η κόρη μου; Άνθρωπος είναι, πώς θα πάρει Άγγελο; ( αυτός όμως εννοούσε την καθαρότητα του).
- Από τώρα δεν θα κάνεις άλλο συνοικέσιο για την κόρη σου ό,τι και να σου λένε οι άλλοι, θα περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιών, αλλά θα σου τον φέρω τον γαμπρό μόνο του και θα βρει την κόρη σου…
Ξεκινήσαμε την επιστροφή με τον ίδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια και πήγε η κόρη μου με τον γιό μου σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί ήταν ο γαμπρός. Μόλις την είδε ήρθε και την ζήτησε σε γάμο. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός που ήθελε ο Θεός. Τον δεχτήκαμε και δόξασα τον Θεό για την μεγαλοσύνη Του.
ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Άλλη φορά, όπως διηγήθηκε, η Παναγία της έδειξε την κόλαση και τον παράδεισο: «Το 1982 ήμουν στην σπηλιά της Αγίας Παρασκευής στου Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στην σπηλιά με άλλες γυναίκες και σκέφτηκα: «Αχ, σπηλιά, που να σ’ εύρισκα, να ‘ναι δική μου αυτή η σπηλιά…»
-Όχι, όχι, μου είπε μια φωνή. Η σπηλιά η δική σου είναι της Παρθένου (της Παναγίας δηλαδή).
-Που είναι αυτή η σπηλιά;
-Θα σου την βρω εγώ, αλλά μετά από καιρό.
Πέρασαν πέντε χρόνια για νάρθει ο καιρός. Εγώ στο διάστημα αυτό έψαχνα. Άκουγα για σπηλιά και έπαιρνα καμμιά γυναίκα για παρέα και πήγαινα. Το βράδυ πού γύριζα στο σπίτι και έκανα προσευχή άκουγα φωνή: «Όχι αυτού, παιδί μου. Άδικα κουράστηκες».
Μία μέρα με κάλεσε η ξαδέλφη μου στην Άρτα για δουλειά. Εκεί μίλησε για μια σπηλιά που θα πήγαινε την άλλη μέρα με άλλες γυναίκες. Αποφάσισα να πάω. Ξεκινήσαμε το πρωί στις πέντε με τα πόδια.
Μόλις φθάσαμε η σπηλιά δεν φαινόταν εξωτερικά παρά μόνο δυο τρύπες πού χωρούσες σφηνωτά. Κοντά στην είσοδο της σπηλιάς είχε και εκκλησάκι. Είχα πάρει μαζί μου λαμπάδες και κεριά. Αναρωτήθηκα: «Είναι άραγε αυτή η σπηλιά»; Και άκουσα φωνή: «Εδώ μέσα είμαι. Κράτησε μια λαμπάδα για να μπεις στην σπηλιά».
Για να ξεφύγω τις γυναίκες είπα ότι είμαι κουρασμένη και θα καθίσω λίγο να ξεκουραστώ.
Μόλις αυτές μπήκαν στο Εκκλησάκι, άναψα την λαμπάδα και μπήκα μέσα στην σπηλιά.
Ήταν μεγάλη η σπηλιά. Μέσα είδα την Παναγία καθαρά, έσκυψα και την προσκύνησα. Τότε ξέχασα τα πάντα, ήθελα να μείνω για πάντα εκεί σ’ όλη μου την ζωή. Προσκυνούσα συνέχεια την Παναγία και μου είπε:
- Φθάνει. Θα δεις πολλά εδώ μέσα, θα δεις τον άλλο κόσμο. Αυτά που θα δεις εσύ, να τα ομολογήσεις σε πρόσωπα που τα αγαπάνε αυτά. Άμα βλέπεις αδιαφορία, δεν θα λες τίποτε. Και στις γυναίκες έξω αδιαφορία θα δείξεις άμα βγεις. Αν σε ρωτήσουν θα πεις πήγα να προσευχηθώ μέσα στην σπηλιά. Τώρα όμως βγες έξω αμέσως διότι σε ζητάνε. Μετά απόφευγε τις με τρόπο και ξαναμπές να συνεχίσουμε. Θα τις ετοιμάσω και εγώ εσωτερικά να δεχθούν ό,τι τους πεις.
Βγήκα έξω και τις καθησύχασα διότι με ψάχνανε και φωνάζανε. Είχε αλλοιωθεί το πρόσωπό μου από την συνάντηση με την Παναγία, το κατάλαβαν και μου έλεγαν: «Γιατί είσαι έτσι; Τι έπαθες»;
Εγώ δικαιολογήθηκα ότι φοβήθηκα λίγο στο σκοτάδι της σπηλιάς και χλώμιασα. Τους είπα ότι θα ξαναμπώ στην σπηλιά να προσευχηθώ και αυτές το δέχθηκαν. Άναψα την λαμπάδα και ξαναμπήκα. Η Παναγία με περίμενε και μου είπε: «Μη φοβάσαι τώρα. Οι γυναίκες θα σε περιμένουν, και μόλις σε δουν θα πουν: Δόξα σοι ο Θεός».
Αυτά που είδε η αγία Λαμπρινή στο όραμα του άλλου κόσμου περιγράφονται εδώ, μαζί με άλλες εμπειρίες της από τον κόσμο των ψυχών και των αγγέλων, που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Γενικά, η βιογραφία της υπάρχει -μαζί με άλλων σύγχρονων αγίων- στο βιβλίο Ασκητές μέσα στον κόσμο.
Το συγκεκριμένο όραμα έχει γνωστές περιγραφές της κόλασης, με πύρινο ποταμό κ.τ.λ. Το πυρ της κολάσεως ωστόσο ξέρουμε από τους Πατέρες της Εκκλησίας ότι είναι το Φως του Θεού, που το βιώνει ως πυρ εκείνος που το βλέπει μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμου. Εμπειρίες σαν της αγιασμένης Γιαγιάς, όσο κι αν είναι ανθρωπομορφικές, φανερώνουν πως το βίωμα αυτό δεν είναι καθόλου κάτι μικρό ή απλό, αλλά ό,τι πιο οδυνηρό γίνεται.
Φυσικά ο καθένας μπορεί να πει για το όραμά της ό,τι γουστάρει, ό,τι αναπαύει την καρδιά του. Ή ίσως ό,τι αποκοιμίζει τη συνείδησή του... Καλά θα κάνει, δε μπορώ να δικάσω κανένα, ούτε να διδάξω κανένα. Το θέμα είναι να αποφύγουμε την κόλαση (αν θέλουμε, φυσικά), όποια μορφή κι αν έχει. Καλή συνέχεια.
http://o-nekros.blogspot.gr/2010/11/blog-post_9043.html