Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον,
καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
1. ΠΙΣΤΙ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς Ἀναστάσεως ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ καθαιρέτης τοῦ ἅδου Κύριος ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Κι ἐνῶ αὐτοὶ ἦσαν τρομοκρατημένοι «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», εἰσέρχεται «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων». Καὶ ἐμφανίζεται περίλαμπρος μὲ τὴν θεοπρεπῆ του δύναμι καὶ λάμψι. Δείχνει τὰ χέρια του καὶ τὴν πλευρά του, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος, Αὐτὸς ποὺ θυσιάσθηκε ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ ἀναστήθηκε.
«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον». Μετὰ ἀπὸ τὸν ἀβάσταχτο πόνο τοῦ θανάτου του, στὸ πρόσωπό τους ἀκτινοβολεῖ ἡ ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ μεγαλύτερη χαρὰ ποὺ ἔνιωσαν ποτὲ στὴ ζωή τους.
Ὁ Θωμᾶς ὅμως δὲν γεύτηκε αὐτὴν τὴν χαρά. Διότι ἀπουσίαζε καὶ διότι εἶχε ἕναν ἰδιαίτερο συναισθηματικὸ κόσμο. Ἦταν χαρακτήρας εὐαίσθητος, μελαγχολικός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θάνατος τοῦ διδασκάλου του τὸν βύθισε σὲ θλῖψι καὶ ἀπογοήτευσι. Ξέχασε τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν Ἀνάστασί του καὶ δὲν ἔδωσε σημασία στὶς διαβεβαιώσεις τῶν μαθητῶν. Ἔπρεπε νὰ πεισθῇ. Βέβαια καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι εἶχαν ἀπιστήσει στὶς Μυροφόρες. Ἀλλὰ ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἦταν περισσότερο ἀδικαιολόγητη, ἀφοῦ εἶχε τώρα τὴν πρόσθετη μαρτυρία τῶν δέκα Ἀποστόλων. Αὐτὸς ζητεῖ νὰ ψηλαφήσῃ τὶς οὐλὲς τῶν πληγῶν τοῦ παναχράντου σώματος τοῦ Κυρίου. Αὐτή του ὅμως ἡ ἀξίωσι δὲν εἶναι σωστή. Ἐὰν κάθε Χριστιανὸς μέσα στοὺς αἰῶνες ἀπαιτῇ νὰ πληροφορηθῇ μὲ τὶς αἰσθήσεις του γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου ἢ μὲ κάποιο θαῦμα, τότε ἡ πίστι θὰ ἔχανε τὴν ἀξία της.
Μὴ ζητοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς μὲ δυσπιστία θαύματα γιὰ νὰ πιστεύσουμε. Ἄλλωστε ὁ Κύριος μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν ἀποδείξεις: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Εἴμαστε λοιπὸν εὐτυχέστεροι ὅλοι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅταν αἰσθανώμαστε τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος μὲ τὰ πνευματικά μας μάτια καὶ τὴν ἀγγίζουμε μὲ τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς μας. Ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε μάτια πνευματικὰ νὰ βλέπουμε καὶ αἰσθητήρια καθαρά. «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Ἂς καθαρίσουμε λοιπὸν τὶς πνευματικές μας αἰσθήσεις καὶ θὰ δοῦμε κι ἐμεῖς τὸ ἀπλησίαστο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Θὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς μεταδίδῃ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
2. ΟΚΤΩ ΜΕΡΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΚΕΣ
Ὀκτὼ μέρες ὁ Θωμᾶς πάλευε μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἀπιστία του. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τὸν συμβούλευαν. Τὸν διαβεβαίωναν «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (Ἰω. κ΄ 25). Αὐτοὶ πανηγύριζαν, ζοῦσαν σὲ πελάγη εὐτυχίας, κι ὁ Θωμᾶς θλιβόταν. Βρισκόταν σὲ κρίσιμη θέσι, ἀνάμεσα στοὺς δύο δρόμους, τῆς τελείας πίστεως καὶ τῆς τελείας ἀπιστίας. Καὶ ὁ πόνος του ἀλλὰ καὶ ὁ πόθος του κάθε ἡμέρα μεγάλωνε. Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ὁ Κύριος ἐμφανίζεται καὶ πάλι στούς μαθητάς παρόντος τοῦ Θωμᾶ. Πόση συγκατάβασι δείχνει ὁ Κύριος! Ὁ θριαμβευτὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἐμφανίζεται καὶ ταπεινώνεται καὶ ἐκπληρώνει ὅλους τοὺς ὅρους ποὺ ἔθεσε ὁ Θωμᾶς. Δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσῃ περισσότερο στὴν θλῖψι του καὶ στὸ μαρτύριο τῆς ἀμφιβολίας. Ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ τρυφερότητα τοῦ Κυρίου εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀσύγκριτη. Ἔλα λοιπόν, τοῦ λέγει, νὰ δῇς, νὰ ψηλαφήσῃς. Καὶ ἀποκαλύπτει τὶς σκέψεις του καὶ τὰ λόγια του, γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ «ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ψαλ. ζ΄ 10), γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ αἰσθανθῇ ντροπὴ καὶ ἔλεγχο καὶ νὰ μετανοήσῃ.
Ὁ ἀναστὰς Κύριος συγκαταβαίνει στὴν δυσπιστία ὄχι μόνο τοῦ Θωμᾶ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν παιδιῶν του. Ὅταν δείχνουμε ἀπιστία καὶ ἀπογοητευώμαστε καὶ ταλαιπωρούμαστε ἀπὸ σκέψεις ἐφιαλτικές, ποὺ μᾶς βυθίζουν στὸ ἀπαίσιο σκοτάδι τῆς ἀμφιβολίας, ὁ Κύριος ταπεινώνεται κι ἔρχεται στὴν ταραγμένη καρδιά μας. Ἔρχεται νὰ θέσῃ τέλος στὶς ἀμφιβολίες μας, νὰ μᾶς γεμίσῃ μὲ θάρρος κι ἐλπίδα. Νὰ μᾶς ἐπαναφέρῃ στὸν δρόμο τῆς πίστεως. Ἔρχεται νὰ θεραπεύσῃ τὴν καρδιά μας καὶ νὰ μᾶς διορθώσῃ λέγοντας: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».