Πριν λίγες δεκαετίες μόλις στο κελί του Αγίου Σπυρίδωνος που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την Μονή του Κουτλουμουσίου οι Κερκυραίοι, όπως είναι γνωστοί οι 2 μοναχοί που εγκαταβιώνουν μέχρι και σήμερα στο κελί αυτό λόγω της καταγωγής τους από την Κέρκυρα, ετοιμάζονταν για την πανήγυρη του Αγίου Σπυρίδωνος στις 12 του Δεκέμβρη.
Όπως συνηθίζεται στις πανηγύρεις των κελιών αλλά και των μοναστηριών του Αγίου Όρους μετά το πέρας της ολονύχτιας αγρυπνίας ετοιμάζεται τράπεζα επίσημη για όλους όσους παρευρέθηκαν στην αγρυπνία και το ''επίσημο'' φαγητό της τραπέζης αυτής είναι το ψάρι.
Οι Κερκυραίοι όμως εκείνο το διάστημα δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο και ήτο στεναχωρημένοι.
Αποφάσισαν δε να κάνουν μια πιο λιτή πανήγυρη χωρίς να παραθέσουν τράπεζα παρά μόνο ένα μικρό κέρασμα.
Κανά δυό μέρες πριν την πανήγυρη εμφανίζεται ένας ψηλός αδύνατος με πολύ ασκητική μορφή γέροντας ρασοφόρος σε λιμάνι του Αγίου Όρους, βρήκε έναν ψαρά και του έδωσε χρήματα λέγοντας του να φέρει στο κελί του τα ψάρια που αντιστοιχούν στα χρήματα που του έδωσε.
Σε ποιο κελί τον ρώτησε ο ψαράς και του απάντησε ο γέροντας υποδεικνύοντας τον ακριβή τόπο του κελιού.
Σε ποιόν να τα δώσω γέροντα τον ξαναρώτησε παίρνοντας την απάντηση στον γέροντα του κελιού.
Εσείς ποιος είστε ρωτά ο ψαράς, ο γέροντας του κελιού του απάντησε και έφυγε βιαστικά λέγοντάς του πως θα τον περιμένει σύντομα και πως πάει για τις ετοιμασίες της πανήγυρης διότι δεν έχει πολύ χρόνο.
Έτσι και έκανε ο ψαράς, ανοίχτηκε στην θάλασσα και άπλωσε τα δίχτυα του μάζεψε τα ψάρια και ανηφόρισε προς το κελί που του είχε υποδειχθεί.
Φτάνει, χτυπάει την πόρτα του ανοίγει ένας ρασοφόρος μοναχός
- τι θέλετε του λέει.
- Σας έφερα τα ψάρια που παραγγείλατε του απαντά ο ψαράς.
-Μα δεν ζητήσαμε ψάρια.
- μα πώς; Ήρθε ο γέροντα σας κάτω στον αρσανά και μου έδωσε χρήματα για να πάω να ψαρέψω και να σας τα φέρω το συντομότερο.
- Μα αδελφέ μου εγώ είμαι ο γέροντας του κελιού
- Εδώ δεν είναι το κελί (και του έδωσε την πλήρη περιγραφή που του είχε υποδειχθεί)
- Ναι του απαντά ο γέροντας και πλέον είχε καταλάβει τι μπορεί να είχε συμβεί.
Πηγαίνει με τον ψαρά μέσα στο κελί, τον πηγαίνει στην εκκλησία και του λέει αυτός μήπως ήταν ο γέροντας που σου έδωσε τα χρήματα;
- ΝΑΙ, ναι αυτός ήταν.
- Κύλισαν δάκρυα από τα μάτια του γέροντα, ευχαρίστησε τον ψαρά και τον ξεπροβόδισε καλώντας στον στην πανήγυρη.
Στην πανήγυρη την ώρα της τραπέζης ανέφερε το γεγονός στους πατέρες με πολύ συγκίνηση και μέχρι και σήμερα όταν αναφέρεται σε αυτό, δάκρυα κυλούν από τα μάτια του.
Ποιος ξέρει άραγε πόσα ακόμη θαυμαστά γεγονότα έχουν ζήσει από τον γέροντα του κελιού, τον Άγιο Σπυρίδωνα!!!!!
Άγιε Σπυρίδων πρέσβευε υπέρ ημών
Πηγή :Romfea. gr