Σέ πολλές παραβολές ὁ Κύριος µιλᾶ γιά τήν Σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σέ µερικές τονίζει τήν ἀνύστακτη µέριµνά Του γιά µᾶς, χωρίς συγχρόνως νά µνηµονεύῃ τήν δική µας συµµετοχή στή διαδικασία τῆς Σωτηρίας, διά τῆς µετανοίας..
Γιά παράδειγµα, στήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Ποιµένος, τό χαµένο πρόβατο δέν βοηθᾶ ἐνεργῶς στήν διάσωσή του. Ἀντιθέτως, στήν Παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, τονίζεται τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παρά τήν ἀβυσαλέα πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου, συνάµα ὅµως ἐκεῖ καταγράφεται καί ἡ µετοχή στό δῶρο τῆς σωτηρίας, διά τῆς εἰλικρινοῦς µετανοίας τοῦ Ἀσώτου. Καί ἐδῶ ὅµως, ἀπουσιάζει ἕνα βασικό στοιχεῖο.
Ἡ ὑπενθύµησις τῆς αἰωνίου τιµωρίας γιά ἐκείνους πού θά ἀρνηθοῦν τό δῶρο τῆς σωτηρίας. Αὐτό συµπληρώνεται στήν σηµερινή Βασιλική πρόσκλησι σέ ∆εῖπνο. Ὑπενθυµίζουµε, ὅτι ὑπάρχει καί δευτέρα διατύπωσις τῆς Παραβολῆς, στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ (ιδ’ 15-24), ἡ ὁποία εἶναι πιό ἐπιεικής, διότι, ἐξεφωνήθη πρός ἁπλούς ἀνθρώπους στήν ἐπαρχία τῆς Γαλλιλαίας καί στό σπίτι ἑνός Φαρισαίου.
Ἀντιθέτως, ἡ σηµερινή παραβολή, εἶναι πολύ αὐστηρή, ἐπειδή ἐλέχθη στόν Ναό τοῦ Σολοµῶντος καί ἀπευθύνετο πρός τούς ἀµετανοήτους Ἀρχιερεῖς καί πρός τούς Πρεσβυτέρους. Ἄς τό ἀντιληφθοῦµε καλῶς. Ὁ Κύριος, ὁ καλῶν εἰς τό ∆εῖπνον, µᾶς ἀπευθύνει ἀνοικτή πρόσκλησι σέ θεία εὐωχία, σέ διαρκές Πνευµατικό Τραπέζι, καί ἐπί τῆς γῆς µέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἐν τῷ Οὐρανῷ, µέσα στόν Παράδεισο. Προετοίµασε γιά µᾶς «τά δεδωρηµένα ἀγαθά, ἁµαρτιῶν ἀπόθεσιν, Πνεύµατος Ἁγίου µέθεξιν, υἱοθεσίας λαµπρότητα, βασιλεία οὐρανῶν». ∆ηλ. ἐτοίµασε γιά µᾶς «τά δωρηθέντα ἀγαθά, τήν ἀπαλλαγή ἀπό τάς ἁµαρτίας µας, τήν πρόσληψι τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, τήν λαµπρότητα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καί τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Καί ὅµως, ὑπάρχουν προσκεκληµένοι πού δέν συγκινοῦνται, οὔτε ἀπό τήν γλυκύτητα τοῦ Βασιλέως, οὔτε ἀπό τά ἀθάνατα δῶρα. Ἀντίθετα µάλιστα, ἀτιµάζουν καί τόν Προσκαλοῦντα καί τούς ἀπεσταµένους Του. Καί τότε, ἀκολουθεῖ ἡ φοβερή τιµωρία, γιά τούς µή ἀνταποκρινοµένους. Προστίθεται δέ καί ἡ ἀποποµπή, γιά τούς ἀναξίως εἰσελθόντας στό ∆εῖπνο.
Γιά νά κατανοήσουµε τό ζήτηµα τῆς τιµωρίας ἀνα- φέρουµε ὅτι, µία ξένη βασίλισσα προσευχήθη, ζητώντας ἀπό τό Θεό, νά βασιλεύση πενήντα χρόνια στή γῆ, θυσιάζοντας τόν Παράδεισο. Πράγµατι, ἐβασίλευσε πενήντα τέσσερα ἔτη. Ὅµως, ὅταν ἀπέθνησκε, µετά ἀπό ζωή δόξης καί ἀσωτείας, τρέµοντας ἐκραύγαζε: «Ἀλλοίµονό µου! Τώρα µέ περιµένει ἡ αἰώνιος Κόλασις!!!».
Εἶναι ἑποµένως τραγικό νά ἀγνοήσουµε τήν Βασιλική πρόσκλησι. Ὁ Κύριος µιλᾶ ἀνθρωποµορφικῶς λέγοντας ὅτι, «ὠργίσθη» ὁ Βασιλεύς γιά τίς πράξεις τῶν προσκεκληµένων καί ἔστειλε τά στρατεύµατά Του καί «ἀπώλεσε τούς φονεῖς» καί «κατέκαψε τήν πόλι» τους. Καί ἐπί πλέον σέ αὐστηρό ὕφος συνεχίζει, ὅτι ἔδωσε ἐντολή νά ἐκβάλλουν ἔξω ἀπό τό βασιλικό τραπέζι κάποιον, πού δέν διέθετε ἔνδυµα γάµου. Κατά συνέπειαν, καί ἐµεῖς ἀκούγοντας αὐτά τά αὐστηρότατα λόγια, δέν θά πρέπει νά ἐφησυχάζουµε γιά τό ζήτηµα τῆς σωτηρίας µας. Ὅπως µᾶς ὑπενθυµίζῃ ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος: «ἀπό τούς δύο ληστές τοῦ Γολγοθᾶ, ὁ ἕνας σώθηκε. Μή ἀπογοητεύεσαι. Ὁ ἄλλος ὅµως χάθηκε. Μήν ἐφησυχάζεις».
Ἀποτελεῖ κοινό µυστικό, ὅτι οἱ διδαχές τοῦ Γλυκυτάτου Ἰησοῦ, εἶναι µεστές ἐλέους καί χάριτος καί ἀγάπης. Καί αὐτό ἀρέσει ἀκόµη καί στούς ἀθέους. Ὅµως γι’ αὐτούς, ὑπάρχει κάτι πού φαίνεται νά προεξέχη σάν αἰχµηρό ἀγκάθι ἀνάµεσα στά ὑπέροχα λόγια τοῦ Κυρίου. Καί αὐτό εἶναι ἡ λέξις «Κόλασις» (Ματθ. κε’ 46). Θά πρέπει λοιπόν νά κατανοήσουµε ὅτι, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο θεοπνεύστως, µετά ἀπό τήν συγχωρητικότητα καί τήν ἐπιείκεια µνηµονεύει τήν τιµωρία καί τήν κόλασι. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει «Ἔγκληµα» ἀκολουθεῖ καί ἡ «Τιµωρία». Εἶναι ἀπολύτως φυσικό γι’ αὐτόν πού ἀρνεῖται τό φῶς, νά γευθῆ τό φοβερό σκοτάδι. Καί ἑποµένως, θά πρέπει νά ἐννοήσουµε πλήρως ὅτι, «τό νά γίνης σωστός χριστιανός, βεβαίως θά σοῦ στοιχίση. Περισσότερο ὅµως θά σοῦ στοιχίση τό νά µή γίνης σωστός χριστιανός». ∆ιότι, τότε θά καταλήξης στήν κόλασι καί σ’ αὐτή, ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή.».
Γνωρίζουµε ὅτι, πολλοί θνητοί παρανοοῦν τήν µακροθυµία καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἰσχυρίζονται, ὅτι τό ἄσβεστο πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως ἀποτελεῖ ἐφεύρηµα τῶν παπάδων. Κάποιοι µάλιστα, ψευδοφιλοσοφοῦν χωρίς φόβο λέγοντας, ὅτι ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλασις. Καί βέβαια οἱ διεφθαρµένοι ἀπό ἐδῶ βιώνουν τήν κόλασί τους. Ὁ ποιητής σηµειώνει τό τραγικό τοῦ πράγµατος: «Οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν µας νά µᾶς πνίγουν/ἀναθυµιάσεις κολασµένες νυκτός/ καί τό αἷµα µολυσµένο/ και τό αἷµα νεκρό/ ἐλάλησε Κύριος ἐφ’ ἡµᾶς/ κι ἐµεῖς καρφωµένοι σέ σχισµές βράχων/ νά θερίζουµε θύελλες καί ἀνέµους/ ὁ θρῆνος γιά τό ξηραµένο ὅραµα νά µᾶς τυλίγη/ ἄς γίνει ἐπιτέλους, Κύριε, τό Θέληµά Σου» (Ν. Ὀρφανίδης). Ἄς προσθέσουµε δέ, ὅτι οἱ διεφθαρµένοι «δέν φοβοῦνται τήν κόλασι, ἐπειδή ἀπό τώρα ἤδη ζοῦν µέσα σ’ αὐτή». Αὐτό ἀκριβῶς διακηρύσσει ἕνας διδακτικός ἀρχαιοελληνικός διάλογος: «-Εἶναι κακή ἡ ζωή ἐδῶ», εἶπαν κάποτε στόν ∆ιογένη τόν Κυνικό. «-Ναί, εἶναι κακή, … ἡ κακή ζωή», συµφώνησε ἔξυπνα ἐκεῖνος.
Είναι ἀπολύτως κατανοητό ὅτι, ὁ παράδεισος καί ἡ κόλασις ἤδη ξεκινοῦν ἀπό τίς καρδιές µας. Αὐτό ἀκριβῶς φανερώνει ἕνα περιστατικό µέ δύο ποιητές πού ἀνέβηκαν στίς πανέµορφες Ἄλπεις. Ὁ πρῶτος, θαυµάζοντας τό ὑπέροχο τοπίο ἀνεφώνησε: «-Ἐδῶ εἶναι Παράδεισος! Οἱ κοιλάδες µέ τά δένδρα εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ἐδέµ. Τό κελάρυσµα τῶν ρυακιῶν εἶναι οἱ µελωδίες τῶν Ἀγγέλων. Τά κελαϊδίσµατα τῶν ἀηδονιῶν, εἶναι οἱ ὑµνωδίες τῶν Ἁγίων». Ἀντιθέτως ὁ ἄλλος ποιητής, στό ἴδιο εἰδυλλιακό τοπίο, ψιθύρισε: «-Ἐδῶ εἶναι κόλασις! Τό ἀγριότατο τοπίο εἶναι ὁ Ἅδης. Ὁ θόρυβος τῶν ὑδάτων µοιάζει µέ τόν θρῆνο τῶν κολασμένων!».
Εποµένως, Παράδεισος καί Κόλασις ξεκινοῦν ἀπό τή γῆ, µά στήν ἄλλη ζωή συνεχίζονται αἰωνίως. Καί ἐάν φαντασθοῦµε ὅτι ἕνας κατάδικος χύνει ἕνα δάκρυ κάθε 1.000 χρόνια, τότε ὅταν θά σχηµατισθῆ ἕνα µεγάλο ποτάµι, πού θά κατακλύση ὁλόκληρη τή γῆ, δέν θά ἔχη περάση οὔτε µία µέρα τῆς ἀτελευτήτου Αἰωνιότητος.
Ἀδελφέ µου,
Ἐν πνευµατικῆ συνειδήσει, θά πρέπει νά φοβούµεθα τήν κόλασι, ἔστω καί ἐάν αὐτό δέν ἀκούγεται σύγχρονο στήν ἐποχή µας. Περισσότερο ὅµως, ὀφείλουµε νά ἐπιθυµοῦµε νά µετέχουµε στό Τραπέζι τοῦ Οὐρανοῦ. Νά προσευχώµεθα: «Ὁ ἐµός ἔρως ἐσταύρωται καί οὐκ ἔστιν ἐν ἐµοί πῦρ φιλόϋλον· ὕδωρ δέ ζῶν καί λαλοῦν ἐν ἐµοί, ἔσωθέν µοι λέγον· -∆εῦρο πρός τόν Πατέρα. Οὐχ ἥδοµαι τροφῆς φθορᾶς, οὐδέ ἡδοναῖς τοῦ βίου τούτου. Ἄρτον Θεοῦ θέλω, ὅ ἐστι σάρξ Χριστοῦ». ∆ηλ. «Τό δικό µου κοσµικό φρόνηµα σταυρώθηκε καί δέν ὑπάρχει σέ µένα φωτιά ἐπιθυµίας πρός τήν ὕλη. Ζωντανή φωνή µιλᾶ µέσα µου καί µέ προσκαλεῖ: -Ἔλα πρός τόν Πατέρα. Ἐγώ δέν εὐχαριστιέµαι µέ τροφή φθαρτή, οὔτε µέ τίς ἡδονές τοῦ βίου τούτου. Ἀλλά ἐπιθυµῶ νά γευθῶ τόν Ἄρτον τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Σάρκα τοῦ Χριστοῦ». ΓΕΝΟΙΤΟ.-
Α.Ι.Α.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας (2/9/2007)το βρρήκαμε εδώ
Tags:
Ευαγγέλιο