Μπροστά σέ μιά ὀμορφοκτισμένη μάντρα

Μερόπη Ν. Σπυροπούλου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἦταν ἕνα ὑπέροχο Σαββατιάτικο πρωινό τοῦ Μαῒου.
Ὁ παππούς κάθισε στόν παλιό ψάθινο.. καναπέ, στήν σκιερή γωνιά τῆς ἰσόγειας βεράντας καί ρούφηξε μιά γουλιά ἀπό τόν ἀχνιστό καϊμακλίδικο καφέ. Τόν εἶχε, μόλις, ἀκουμπήσει στό τραπεζάκι δίπλα του ἡ χαμογελαστή γριά του, λέγοντας:

-Κουράστηκες πάλι σήμερα παλεύοντας ἀπό τό πρωί μέ τά λουλούδια. Ἀλλά, τί νά πῶ; Ἔχεις δίκιο ὅταν λές πώς ἀξίζει τόν κόπο. Κοίτα ὀμορφιές τριγύρω ὁ κῆπος, κοίτα! Τό γιασεμί μας θέριεψε, τά γεράνια μας γιγαντώθηκαν κι οἱ τριανταφυλλιές μας ποτέ δέν ἦταν τόσο φορτωμένες. Ἔ, λοιπόν, γειά στά… κουρασμένα χέρια σου!

Πῆγε ν’ ἀκουμπήσει τό χέρι της στά μαλλιά του, ὅταν, ἀπό τόν ἐπάνω ὄροφο τῆς μικρῆς διπλοκατοικίας, ἀκούστηκαν φωνές. Μιά δυνατή ἀνδρική φωνή ἔλεγε κάτι πολύ αὐστηρά, μιά γυναικεία φωνή κάτι συμπλήρωνε, ἐνῶ μιά παιδική φωνή, λίγο κλαψιάρικη, προσπαθοῦσε κάτι νά πεῖ.

-Ὤχ! Πάλι τόν μαλλώνουνε γιατί, σίγουρα, θά σταμάτησε νά διαβάζει ὁ μικρός καί θά χαζεύει μ’ ἐκεῖνο τό ἠλεκτρονικό παιχνίδι… ψιθύρισε ὁ παππούς σκεφτικός.

Καί, σάν νά μονολογοῦσε, συνέχισε. Θαρρῶ πώς πρέπει κάτι νά τοῦ δείξω, ὅταν θά θελήσει νά πᾶμε βόλτα… Κάτι πού εἶδα χθές καί μπορεῖ νά βοηθήσει...

-Σάν τί; ρώτησε ἡ γυναίκα του, μά δέν πρόλαβε νά τῆς ἀπαντήσει.

Ἀπό τήν πέτρινη ἐξωτερική σκάλα κατέβαινε ἡ νύφη τους μέ τόν δεκάχρονο ἐγγονό τους. Ἔμοιαζε κλαμένος.

-Μπορεῖτε, σᾶς παρακαλῶ, νά τόν πᾶτε μιά βολτίτσα, ἐδῶ γύρω, γιά νά ἠρεμήσει λίγο; Νά… ἠρεμήσουμε ὅλοι μας, συμπλήρωσε, μ’ ἕνα χαμόγελο πού ἔλεγε πολλά..

.Ὁ Πετράκης ὑποσχέθηκε στόν μπαμπά του ὅτι θά γυρίσει μέ διάθεση νά ἀποτελειώσει τό διάβασμά του.

-Ἐν τάξει. Μή νοιάζεσαι, εἶπε ἀμέσως ὁ παππούς. Σέ μισή ὡρίτσα θά εἴμαστε πίσω. Ἔτσι, Πετρῆ;

Ὁ μικρός κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί ἡ μαμά του, μ’ ἕνα εὐχαριστῶ, ξανανέβηκε τήν σκάλα.

Χέρι-χέρι τώρα, παππούς καί ἐγγονός, ἄρχισαν τήν βόλτα τους στά δρομάκια τῆς γειτονιᾶς τους.

Σιωπηλός ὁ παππούς, μέ ἕνα σχέδιο στόν νοῦ του, περίμενε ν’ ἀρχίσει πρῶτος τήν κουβέντα ὁ Πετράκης. Ἄν ἤθελε, θά τοῦ μιλοῦσε γιά ὅσα προηγήθηκαν. Ἄν ὄχι, τό θέμα τους σήμερα θά ἦταν ἄλλο…

-Ποῦ πᾶμε ἀπό δῶ παπποῦ; ρώτησε, σέ λίγο, ὁ μικρός κοιτάζοντας γύρω καί βλέποντας ὅτι εἶχε λίγο ἀλλάξει ὁ συνηθισμένος τους περίπατος.

-Θά δεῖς, ἀγόρι μου, θέλω κάτι νά σοῦ δείξω. Νά… θαρρῶ πώς φτάσαμε.

Ἔστριψαν στήν γωνιά καί βρέθηκαν μπροστά σέ μιά ὄμορφη, καινούργια μονοκατοικία. Ἕνας μάστορας, μεσόκοπος, ἀποτελείωνε τό χτίσιμο τῆς μάντρας, σιγοτραγουδώντας.

-Ἄς σταθοῦμε λίγο ἐδῶ νά παρακολουθήσουμε πῶς δουλεύει, ψιθύρισε ὁ παππούς. Κι ὁ Πετράκης, πού δέν εἶχε τύχει νά ξαναδεῖ κάτι τέτοιο, συμφώνησε.

Κι ἐνῶ στήν ἀρχή κοιτοῦσε λίγο ἀδιάφορα καί, μᾶλλον, πιό πολύ τοῦ ἄρεσε τό τραγούδι, σέ λίγο, ἡ τέχνη τοῦ καλοῦ μάστορα τόν συνεπῆρε.

Κοίταζε τό πῶς διάλεγε τήν κάθε πέτρα, πῶς τήν ζύγιζε στήν παλάμη του, πῶς τήν πελέκαγε γιά νά τῆς δώσει τό κατάλληλο σχῆμα ὥστε νά ταιριάξει ἁρμονικά στήν θέση της, τό πῶς τήν τοποθετοῦσε σάν νά τήν χάϊδευε, τό πῶς ἔστρωνε τά ξεφτίδια καί μέ τί χαμόγελο ἱκανοποίησης, συνεχίζοντας τό τραγούδι του, στεκόταν λίγο πιό κεῖ, γιά νά ἐλέγξει ὅτι ὅλα ἦταν ἐντάξει καί ὅτι ἡ μάντρα ἔπαιρνε τό σχῆμα πού αὐτός ἤθελε.

Ὁ παππούς παρατηροῦσε τόν Πέτρο καί χαιρόταν. Χαιρόταν γιά τήν προσοχή τοῦ παιδιοῦ, γιατί αὐτό ἀκριβῶς εἶχε σχεδιάσει.

Ἤθελε νά δεῖ καί νά καταλάβει ὁ μικρός τήν ὀμορφιά τῆς δημιουργίας καί τήν ἱκανοποίηση πού δίνει αὐτό πού φτιάχνει ὁ ἄνθρωπος μέ τά χέρια του, ὅπως καί μέ τήν τέχνη του καί μέ τό μυαλό του, γιά νά τό χαροῦν καί νά ὠφεληθοῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.

Ὁ μάστορας, κάποια στιγμή, ἀντιλήφθηκε τήν παρουσία τους. Τούς καλοχαιρέτησε διαπιστώνοντας ὅτι παρακολουθοῦσαν τήν δουλειά του.

-Πῶς σέ λένε λεβέντη μου; ρώτησε.

-Πέτρο, εἶπε ἐκεῖνος κάπως ἀμήχανος.

Κοντοστάθηκε καί σέ λίγο… εἶναι πολύ ὡραία ἡ μάντρα πού φτιάχνετε κύριε.

-Νἆσαι καλά, παλικάρι μου. Νά ξέρεις ὅτι κάθε τι πού φτιάχνεις μέ ἀγάπη γίνεται ὡραῖο.

Χρειάζεται, ὅμως, καί κόπο γιά νά μάθεις νά τό φτιάχνεις ὡραῖο. Θέλει κόπο, ἐπιμονή καί πολλή ὑπομονή.

Νά μοῦ τό θυμᾶσαι αὐτό καί θά τό βρεῖς μπροστά σου παιδί μου, ἐπιμονή καί ὑπομονή, εἶπε ἥσυχα ὁ καλός μάστορας καί γύρισε νά συνεχίσει τήν δουλειά του.

Ὁ παππούς σιωποῦσε. Ὅ,τι εἶχε κατά νοῦ νά πεῖ στόν Πέτρο, τό εἶχε ἤδη ἀκούσει. Τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί ρώτησε:

-Τί λές Πετρῆ μου, πᾶμε σιγά-σιγά;

-Ναί, πᾶμε, παππού. Ὥρα νά γυρίσουμε, γιατί ἔχω νά τελειώσω τό διάβασμά μου… Μέ… ἐπιμονή καί ὑπομονή, πρόσθεσε, γελώντας μέ νόημα.

Χαμογέλασε – κάτω ἀπ’ τά μουστάκια του – κι ὁ παππούς καί σκέφτηκε: «Εὐλογημένο τό ζωντανό παράδειγμα. Εὐλογημένη, Θεέ μου, ἡ ἀντίληψη καί ἡ παρατηρητικότητα τῶν παιδιῶν».


ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
Μηνιαῖο περιοδικό Ἑλληνορθόδοξης Μαρτυρίας
ἔτος 50ο – Μάϊος 2016 – τεῦχος 509

πηγή:
τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology