Διδακτική ιστορία: Ιωσηφίνα Τσορμπαντζίδου

Η Ιωσηφίνα γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1980, ημέρα που η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του οσίου Νικολάου Πλανά, του οποίου πολύ αγαπούσε να διαβάζει τον βίο.
Κατά την βάπτισή της πήρε το όνομα του μνήστορος Ιωσήφ.Από την ηλικία των τρεισήμισι ετών άρχισαν να εκδηλώνονται τα συμπτώματα της ασθενείας «Μυοδυστροφία»: έπεφτε πολύ εύκολα κάτω, δεν μπορούσε να ανέβει σκάλες, ένα πετραδάκι που βρίσκονταν κάτω από τα πόδια της ήταν ικανό να την ρίξει κάτω.
Κι όμως, ποτέ δεν έκλαιγε όταν έπεφτε, παρόλο που κάθε φορά σχεδόν που έπεφτε χτυπούσε πρώτα τα γόνατα κι αμέσως μετά το κεφάλι της, γιατί ήταν βαρύ και δεν μπορούσε να το συγκρατήσει.
Από την ηλικία των πεντέμισι ετών σταμάτησε και να περπατάει.
Έτσι σαν παιδί, δεν έτρεξε, δεν έπαιξε μ' άλλα παιδιά, κι όμως από μικρή είχε μία πηγαία καλοσύνη κι ένα αυθόρμητο, χαμόγελο.
Στο Δημοτικό σχολείο, την πήγαινε η μητέρα της σχεδόν αγκαλιά στις πρώτες τάξεις.
Μετά συνέχισε Γυμνάσιο στο ΕΛΕΠΑΑΠ (Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων) και συνέχισε σε Νυκτερινό Λύκειο. Αναπηρικό καρότσι χρησιμοποιούσε από την ηλικία των 12 ετών. Όταν διάβαζε, γυρνούσε τις σελίδες των βιβλίων μ' ένα μολύβι. Όταν καθόταν στο καρότσι ακουμπούσε το κεφάλι της σε μία προέκταση που υπήρχε πίσω από την πλάτη της, επειδή το κεφάλι της ήταν βαρύ και επειδή είχε μία κλίση πρός τα πίσω. Όταν της έφερναν το σώμα της μπροστά για να ξεκουράζεται, αυτό στηριζόταν σε μία ζώνη.
Νά πως την θυμάται μία καθηγήτρια από το Λύκειο:
«Συνάντησα την Ιωσηφίνα στην Α' Λυκείου το 1994. Πάντα ήταν με ένα καλό λόγο για όλους, με απέραντη καλοσύνη και ένα γλυκό χαμόγελο. Μπορούσε να γράφει μόλις μετά βίας σέρνοντας το χεράκι της. Ποτέ όμως δεν επικαλέστηκε την φυσική της αδυναμία, για να αποφύγει τις σχολικές της υποχρεώσεις. Πάντα διαβασμένη, πρώτη μαθήτρια, χωρίς να της χαρίζεται τίποτα. Οι συμμαθητές της την λάτρευαν, το ίδιο και οι καθηγητές της. Όταν την ρωτούσες, τι κάνεις; η απάντηση ήταν, «Δόξα τώ Θεώ, πολύ καλά!».
Τήν ίδια απάντηση μου έδωσε και μία μέρα πρίν από το τέλος, στο Νοσοκομείο».
Μετά συνέχισε στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. από όπου πήρε πτυχίο με άριστα και λόγω μεγαλυτέρου βαθμού είπε αυτή τον όρκο στις 12.12. 2003.
Τό περιοδικό ΛΥΔΙΑ (Ιανουάριος 2004) έγραψε:
«Τής Ιωσηφίνας το αναπηρικό καρότσι είναι άμβωνας, που μας λέει πως η ζωή με τον Θεό δεν μπορεί να είναι μεμψίμοιρη. Η ζωή με τον Θεό γίνεται δημιουργική, δυναμική, έχει στόχους, γίνεται στίβος αρετών. Με τον Θεό δεν μπορεί η γκρίνια, το παράπονο, η μιζέρια να γίνει τρόπος ζωής.
Συγκινήθηκα όταν έσφιξα το χέρι της, για να την συγχαρώ για το άριστα... μα και ντράπηκα. Γιατί εγώ κλαίω σε ασήμαντα εμπόδια, κατσουφιάζω, όταν για λίγες μέρες μένω ακίνητη στο κρεβάτι, χάνω τον έλεγχό μου όταν δεν γίνεται όπως το προγραμματίζω».
Πώς έβλεπε η ίδια την ασθένειά της.
Έγραφε σ' ένα γράμμα στον πατέρα Αυγουστίνο Καντιώτη (τό 2002): «Ο Θεός επέτρεψε εδώ και μερικά χρόνια, δέκα και πλέον, να είμαι ακινητοποιημένη σε καρότσι.
Τό πρόβλημα εξελίσσεται συνεχώς. Ανθρωπίνως δεν θεραπεύεται. Με την βοήθεια του Θεού δεν θλίβομαι πρός το παρόν για την κατάστασή μου, αφού ούτε και προσεύχομαι για να γίνω καλά. Αυτό που με φοβίζει είναι η έλλειψη υπομονής σε πιό δυσμενείς συνθήκες, όπως η υγεία της μητέρας μου, η επιδείνωση της ασθένειάς μου. Γι' αυτό εύχεσθε να μας επισκιάζει η χάρις του Θεού, ώστε να υπομείνουμε εις τέλος...».
Σ' ένα άλλο γράμμα της σε ένα γέροντα γράφει:
«Κατάλαβα με τη χάρι του Θεού και την βοήθεια ενός βιβλίου ότι, όλοι έχουμε μέσα μας ένα οχυρό που λέγεται εγωισμός και όταν επιτίθεται σ' αυτό ο πόνος, όσο αρνείται να παραδοθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση που δέχεται. Πόσο μάλλον σε μένα που έχω το οχυρό Ρούπελ!...Ευχηθείτε, γέροντα, να προσθέτει ο Θεός πίστη και χάρη για να υπομείνουμε εις τέλος...».
Από απάντηση που της έστειλε ο Γέροντας Εφραίμ από πολύ μακριά, 2 μέρες αμέσως μετά από το φάξ που του είχε στείλει: «Παιδί μου Ιωσηφίνα... Αγωνίζου πολύ στην προσευχή. Μίλα με τον Θεό συνεχώς και θα νοιώσεις όμορφα και δυναμικά. Χωρίς προσευχή παραλύει ο άνθρωπος και παθαίνει ψυχική αναιμία και τότε τον σφίγγουν τα ψυχικά άσχημα αισθήματα. Την ευχή του Ιησού να μην την σταματάς καθόλου και θα έχεις την καλύτερη και άγια συντροφιά. Την μελέτη του Ευαγγελίου και άλλων πνευματικών βιβλίων να την έχεις κάθε μέρα· έστω και λίγη, αρκεί να παίρνεις κάτι μέσα σου αγιογραφικό.
Εύχομαι να σου δίνει συνέχεια ο Κύριος υπομονή και προσευχή για να τα βγάλεις πέρα. Να έχεις τις ελπίδες στην Παναγία μας. Γονάτιζε και προσεύχου παιδί μου. Η προσευχή κάνει θαύματα. Στηρίξου στον Χριστό μας με πίστη...».
Η ίδια, θέλοντας να παρηγορήσει μία μητέρα που έχασε το παιδί της μεταξύ άλλων έγραφε:
«Ο γιός σας φέρει το στεφάνι της νίκης και του μαρτυρίου, όπως τόσα εκατομμύρια αγίων... Ο θάνατός του εκφράζεται ως αγάπη του Θεού πρός εσάς, διότι έτσι εργάζεται την σωτηρία της ψυχής σας. Πιστεύω ότι και η δική μου αναπηρία όσο κι αν φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων αδικία ή καταδίκη, είναι το αποκορύφωμα της αγάπης Σου, διότι έτσι μ' έχει ασφαλίσει κατά ένα τρόπο. Κι εσείς μόνο με τα μάτια του Θεού κι όχι των ανθρώπων, αν δείτε την απουσία του παιδιού σας, θα νικήσετε τον πόνο σας και θα ειρηνεύσει η καρδιά σας. Μην επιτρέψετε στην ψυχή σας να εναντιωθεί στον Θεό, αλλά εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία να τον προσεγγίσετε περισσότερο και σίγουρα θα αναπαυθείτε».
Αυτά τα έγραψε περίπου τρείς μήνες πρίν πεθάνει.
Η Ιωσηφίνα συνδύαζε στην ζωή της την βίωση του Ευαγγελίου του Χριστού με την μετάδοση της αγάπης πρός τους άλλους, μέσω της προσευχής της. Της έλεγαν: κάνε προσευχή κι εκείνη έγραφε ονόματα... πολλά ονόματα....Μόνο αυτή γνωρίζει τι προσευχές έκανε, γιατί δεν έλεγε τίποτα γι' αυτό το έργο της.
Όμως τα αποτελέσματα φαίνονταν από τον τρόπο που ακτινοβολούσε τη Χάρι του Θεού στους άλλους και από την παρηγοριά και ανακούφιση που ένοιωθε όποιος είχε συνάντηση μαζί της.
Μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί ζητούσαν την προσευχή της. Ένας γέροντας της είχε πεί: «Ένα κόμπο από το κομποσχοίνι σου και για μένα....»
Καί εκείνη χωρίς να έχει καμιά ιδέα μεγάλη για τον εαυτό της, από υπακοή, και την λίγη κίνηση που είχε στα χέρια της την αξιοποιούσε, και όταν άκουγε ότι κάποιος έχει ανάγκη, έκανε την ευχούλα έστω αργά - αργά.
Κήρυττε τον Χριστό με την χάρη που εξέπεμπε το πρόσωπό της, τα διακριτικά της λόγια. Το χαμόγελο, που δεν έλειπε από το πρόσωπό της που έλαμπε, δεν ανταποκρίνονταν στην φυσική της κατάσταση. Γιατί τις πιό πολλές μέρες, και πονούσε και είχε δυσκολίες πολλές.
Τί αναφέρουν όσοι την γνώρισαν.
Μία εθελόντρια: «Στήν αρχή είχα την ψευδαίσθηση, ότι την βοηθούσε η συντροφιά μου, όταν την επισκεπτόμουν. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι εκείνη με βοηθούσε. Βρισκόμασταν κάθε εβδομάδα. Την αγαπούσα πολύ, γιατί σου μετέδιδε χαρά. Ήταν πανέξυπνη και δεν σ' άφηνε να την λυπηθείς. Μπροστά της ένοιωθες εσύ, σαν άτομο με ειδικές ανάγκες. Ήταν δυναμική, με χιούμορ. Εγώ είχα απορίες, διαβάζοντας διάφορα βιβλία κι εκείνη μου τις έλυνε.
Τό τελευταίο διάστημα της ζωής της ήταν δύσκολα, υπήρξαν στιγμές που σαν άνθρωπος λύγισε, όμως και στο νοσοκομείο έδειχνε καρτερία.
Όταν πήγα μου είπε να της πιέσω λίγο την κοιλιακή χώρα, για να μπορεί να αναπνέει.
Έχει χαραχτεί στη μνήμη μου αυτή η στιγμή. Το ένοιωσα σαν ευλογία. Φεύγοντας μέ
αποχαιρέτησε μ' ένα χαμόγελο, που γλύκανε ιδιαίτερα την ψυχή μου. Ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Ήταν το τελευταίο! Εγώ την αισθάνομαι δίπλα μου. Ελπίζω να με θυμάται και εκείνη, εκεί που βρίσκεται».
Μία άλλη φίλη, που της συμπαραστάθηκε στα κινητικά προβλήματα, αλλά δέχτηκε την συμπαράσταση της Ιωσηφίνας στα πνευματικά, μας αναφέρει:
«Δέν είχε τίποτα κατά κόσμον κι όμως είχε τα πάντα. Είχε ακέραιο πνεύμα. Μετέδιδε Χριστό σε όσους την συναντούσαν, ήταν σαν πνευματικός καθοδηγητής. Μου έδιδε και δεν έπαιρνε τίποτα.
Ώρες ολόκληρες κουβεντιάζοντας μαζί της, δεν βαριόσουν. Δεν φοβόταν τον θάνατο,
ήθελε να αντέχει. Δεν έβγαζε αρνητική διάθεση σε άλλους. Ζούσε για την αγάπη. Μερικοί όταν την έβλεπαν στο δρόμο, έκαναν τον σταυρό τους, για να ξορκίσουν (;) δήθεν το «κακό» (;) ή για ό,τι άλλο, κι όμως αυτή σημασία δεν έδινε, γελούσε. Σε καθοδηγούσε και με την σιωπή της.
Ένιωθες αν και ήταν μικρότερη σε ηλικία, πολύ σεβασμό απέναντί της.
Δέν έκανε συγκρίσεις, δεν γκρινίαζε, ήταν πρόσχαρη και προσιτή. Την ασθένειά της την αντιμετώπιζε με υπομονή και πρωτόγνωρο δυναμισμό.
Τά πρώτα χρόνια έκανε και χειροτεχνήματα, σελιδοδείκτες, συνθήματα, με χαντρούλες και πλαστικό σπάγγο».
Ένας εθελοντής έγραψε:
«Η Ιωσηφίνα μας, περισσότερο έδινε, παρά έπαιρνε. Περισσότερο ωφελούσε παρά ωφελούνταν, κι ενώ θα περίμενε κανείς να ζητεί παρηγοριά, γινόταν η ίδια παραμυθία και παρηγοριά για τους άλλους, απλόχερα, χωρίς όρους και χωρίς όρια.
Όταν ήσουν κοντά της αναλογιζόσουν πόσο αχάριστοι είμαστε όλοι εμείς, που έχουμε όλα τα καλά του Θεού και παρόλα αυτά πάντα κάτι μας φταίει... γιατί πάντα κάτι μας λείπει... κάτι που δεν έλειπε από την Ιωσηφίνα, δηλαδή η πίστη στον Θεό και η εκούσια παράδοση της ανθρώπινης ζωής στα χέρια Του».
Η γειτόνισσα και φαρμακοποιός Ευαγγελία Τ., γράφει τα εξής:
«Ιωσηφίνα... Ένας επίγειος άγγελος απ' αυτή την ζωή. Το μαρτύριο της αναπηρίας την ανέβασε σε πνευματικά ύψη.
Ήταν υπάκουη στους γονείς της και δεχόταν υπομονετικά ό,τι θα της προσφερόταν. Δεν παραπονιόταν, ήταν χαρούμενη. Ήταν υπομονετική στους πόνους, καθηλωμένη στην αναπηρική καρέκλα, μία άμορφη μάζα σάρκας που κρατιόταν μ' έναν ιμάντα στην αναπηρική καρέκλα, αλλά αυτό το κάθισμά της είχε τόση αρχοντιά. Η ματιά της σε δίδασκε την υπομονή, η σιωπή της την σοφία. Το κάθισμά της την υπομονή, και η
όλη στάση της δίδασκε την ταπείνωση.
Δέν αγάπησε αυτό τον μάταιο κόσμο, αλλά τις ουράνιες μονές της βασιλείας του Θεού.
Δέν την ενδιέφερε να γίνει καλά, γιατί δεν είχε θέλημα, αλλά την ενδιέφερε να κάνει το θέλημα του Θεού. Κι ο Θεός οικονομούσε, η Ιωσηφίνα να προχωρεί ταπεινά πρός την αγιότητα. Το πνεύμα της στηλωμένο στον Κύριο, στις εντολές Του.
Ο Κύριος της χάρισε να Τον γνωρίσει καλύτερα, με το να σπουδάσει Θεολογία. Αλλά η Ιωσηφίνα βίωνε όλα τα άγια πράγματα. Είχε κοινωνία με τον Κύριο, γιατί ζούσε στην ταπείνωση κι ο Κύριος την πήρε κοντά του και την ανάπαυσε την ημέρα του Λαζάρου, για να αναστηθεί στην κοινή ανάσταση το ταλαιπωρημένο σώμα της μαζί με την γενναία ψυχή της.
Μέ την Ιωσηφίνα κάναμε το απόδειπνο, διαβάζαμε την Αγία Γραφή, συζητούσαμε, συμπροσευχόμασταν, πηγαίναμε μαζί σ' αγρυπνίες, την ζούσα καθημερινά στο σπίτι της - καθόσον είμαι γειτόνισσά της - στην ίδια πολυκατοικία. Την αγαπούσα και την αγαπώ.
Ήμουν η φαρμακοποιός της. Αφέθηκε στον Κύριο κι έφυγε από την γή ταπεινά, για να λάμψει στους ουρανούς. Η Ιωσηφίνα μας δίδαξε την υπομονή, την ταπείνωση, ήταν τύπος Χριστού, ας εύχεται στον Θεό γι' εμάς, για να ζούμε εν αληθεία, με ταπείνωση, με πίστη και αγάπη για τον Κύριο...».
Τώρα που με αφήνουν οι σωματικές μου δυνάμεις, σύ Κύριε, μη με εγκαταλείψεις. (Ψάλμ. 70)
Από το Σεπτέμβριο του 2005, 7 μήνες σχεδόν πρίν από την κοίμησή της, παρουσιάστηκαν δυσκολίες κατά την κατάποση της τροφής. Ειδικοί γιατροί έκαναν λόγο για ασυνέργεια μυών κατάποσης, άλλοι το απέδωσαν σε νευρομυϊκή εξασθένιση.... άλλοι σε άλλα αίτια.
Δέν μπορούσε να κατεβάσει παρά λίγο ζεστό νερό μερικές μέρες και τις τροφές τις πολτοποιούσε η μητέρα της.
Περνούσε η Ιωσηφίνα το μαρτύριο της πείνας και δίψας. Επειδή δεν μπορούσε να μείνει καθισμένη σε ορθή γωνία, το κεφάλι έφευγε πρός τα πίσω και δεν μπορούσε ούτε το σάλιο της να καταπιεί. Αισθανόταν ότι έχει ένα κόμπο στο λαιμό. Είχε αδυνατίσει τόσο πολύ, που είχε μείνει πετσί και κόκκαλο. Άρχισε πλέον να μην μπορεί να κάθεται στο καρότσι, διότι πονούσαν τα κόκκαλα και είχε δυσκολία στην αναπνοή. Ή θελε να μένει ξαπλωμένη και πότε - πότε να την πιέζουν στην κοιλιά, για να αναπνέει καλύτερα.
Είχαν αλλοιωθεί οι μύς των ζωτικών οργάνων. Η μητέρα της μας μεταφέρει στις τελευταίες ώρες της: «Λίγες μέρες πρίν την κοίμησή της είχε έντονη δυσφορία, ταχυσφυγμία, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ.
Από τις εξετάσεις βρέθηκε ότι υπολειτουργούσαν όλα τα συστήματα. Την 2η ημέρα έπεσε σε κώμα. Όταν την έβαλαν σε οξυγόνο, χαμογέλασε με βαθειές αναπνοές. Φωτίστηκε το δωμάτιο από το χαμόγελό της. Για λίγο ανένηψε - καλά είμαι, είπε. Σε λίγο, σαν να είδε κάποιον, προσήλωσε το βλέμμα της και χαμογελούσε. Ανοιγόκλεινε το στόμα της, όμως μιλούσε την άλλη γλώσσα, δεν ακουγόταν αυτά που έλεγε... Καταλάβαινα ότι ζεί, απ' την φλέβα που χτυπούσε στο λαιμό της. Άρχισε να μιλάει πνευματικά, να μιλάει με κάποιον που έβλεπε...
Χαμογελαστά έσβησε».
Μόλις μία γνωστή, τοποθέτησε στο χέρι της ένα Σταυρό, ενώ η Ιωσηφίνα είχε τόση αδυναμία, έσφιγγε τον σταυρό.
Όλη την νύκτα δεν κινήθηκε. Την άλλη μέρα, στις 11 η ώρα το πρωί πέρασε στην άλλη ζωή.
Ήταν του Λαζάρου (15 Απριλίου 2006).
Ήταν 26 ετών.
Η κηδεία της έγινε μέσα στην στολισμένη με βάγια εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
Ήταν άσπρο το φέρετρο και τα πολλά άσπρα λουλούδια με τα βάγια έδιναν μία παραδείσια ομορφιά. Όσοι την έβλεπαν μέσα στο φέρετρο, ήταν σαν να κοιμόταν, κι ακόμη διεπίστωναν ότι ήταν μαλακή, σαν κερί, σαν να ήταν μοναχή.
Ήταν σαν να έλεγε:
«σύ εί η υπομονή μου, Κύριε· Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητός μου... εν σοί η ύμνησίς μου διαπαντός».

Πηγή: Από το βιβλίο «Γίνονται θαύματα σήμερα; Φωτεινά υποδείγματα αρετής» Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» siatistaagiosnikolaos


Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology