Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 27-10-2019 (Ζ' Λουκά)

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Προς Κορινθίους Β΄ (ια΄ 31 – ιβ΄ 9)Αδελφοί, ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οίδεν, ο ών ευλογητός εις τους αιώνας, ότι ου ψεύδομαι. Εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων, και διά θυρίδος εν σαργάνη εχαλάσθην διά του τείχους και εξέφυγον τάς χείρας αυτού.
Καυχάσθαι δή ου συμφέρει μοι· ελεύσομαι γάρ εις οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου. Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ πρό ετών δεκατεσσάρων· είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν· αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού. Και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον· είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν· ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι.Υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι, υπέρ δε εμαυτού ου καυχήσομαι ει μη εν ταίς ασθενείαις μου. Εάν γάρ θελήσω καυχήσασθαι, ουκ έσομαι άφρων· αλήθειαν γάρ ερώ· φείδομαι δε μη τις εις εμέ λογίσηται υπέρ ό βλέπει με ή ακούει τι εξ εμού. Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι.Υπέρ τούτου τρίς τον Κύριον παρεκάλεσα ίνα αποστή απ᾿ εμού· και είρηκέ μοι· αρκεί σοι η χάρις μου· η γάρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται.
Ήδιστα ούν μάλλον καυχήσομαι εν ταίς ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ᾿ εμέ η δύναμις του Χριστού.


Απόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογητός αιωνίως, ξέρει ότι δεν ψεύδομαι.Εις την Δαμασκόν ο εθνάρχης του βασιλέως Αρέτα εφρουρούσε την πόλιν της Δαμασκού, επειδή ήθελε να με πιάση, αλλά με κατέβασαν από ένα παράθυρο μέσα σε καλάθι, από το τείχος, και ξέφυγα από τα χέρια του.Τό να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου, αλλά θα έλθω εις οπτασίας και αποκαλύψεις του Κυρίου. Ξέρω ένα άνθρωπον χριστιανόν ο οποίος πρό δεκατεσσάρων ετών – είτε με το σώμα, δεν ξέρω, είτε εκτός του σώματος, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει – αρπάχθηκε έως τον τρίτον ουρανόν. Και ξέρω ότι ο άνθρωπος εκείνος – είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει – αρπάχθηκε εις τον παράδεισον και άκουσε ανέκφραστα λόγια τα οποία δεν επιτρέπεται να επαναλάβη άνθρωπος.5 Δι’ ένα τέτοιον άνθρωπον θα καυχηθώ, διά τον εαυτόν μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνον διά τάς αδυναμίας μου. Αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα πώ την αλήθειαν, το αποφεύγω όμως μήπως με θεωρήση κανείς ανώτερον από ό,τι βλέπει σ’ εμέ ή ακούει από εμέ. Και διά να μη υπερηφανεύομαι διά τάς πολλάς αποκαλύψεις, μου εδόθηκε ένα αγκάθι εις το σώμα, ένας άγγελος του Σατανά, διά να με ραπίζη, διά να μη υπερηφανεύομαι.Τρείς φορές παρεκάλεσα τον Κύριον γι’ αυτό, διά να φύγη από εμέ. Και μου είπε, «Σού είναι αρκετή η χάρις μου, διότι η δύναμίς μου φανερώνεται τελεία εκεί που υπάρχει αδυναμία».
Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ μάλλον διά τάς αδυναμίας μου, διά να κατασκηνώση εις εμέ η δύναμις του Χριστού.



ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Κατά Λουκάν (η΄ 41-56)
Τώ καιρώ εκείνω, ήλθεν προς τον Ιησούν ανήρ ώ όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δε τώ υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν.
Καί γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ᾿ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Και είπεν ο Ιησούς· τις ο αψάμενός μου; αρνουμένων δε πάντων είπεν ο Πέτρος και οι σύν αυτώ· επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου; Ο δε Ιησούς είπεν· ήψατό μου τις· εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ᾿ εμού.
Ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτώ δι᾿ ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα.
Ο δε είπεν αυτή· θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην.
Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου· μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων· μη φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται.
Ελθών δε εις την οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μη Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν. Ο δε είπε· μη κλαίετε· ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν.
Αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων· η παίς, εγείρου. Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και εξέστησαν οι γονείς αυτοίς. Ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός.

Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ήλθε προς τον Ιησού κάποιος, ονομαζόμενος Ιάειρος, ο οποίος ήτο αρχισυνάγωγος, και έπεσε εις τα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να έλθη εις το σπίτι του, διότι είχε μιά μοναχοκόρη, ηλικίας περίπου δώδεκα ετών, που ήτο ετοιμοθάνατη. Ενώ δε ο Ιησούς επήγαινε, ο κόσμος τον συνέθλιβε.
Κάποια γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα χρόνια και είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθή από κανένα, ήλθε κοντά του από πίσω, άγγιξε την άκρη του ενδύματός του και αμέσως εσταμάτησε η αιμορραγία της. Και ο Ιησούς είπε, «Ποιός με άγγιξε;». Επειδή δε όλοι το ηρνούντο, είπε ο Πέτρος και όσοι ήσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ο κόσμος σε έχει περικυκλωμένον και σε συνθλίβει και σύ λές, «Ποιός με άγγιξε;». Ο Ιησούς όμως είπε, «Κάποιος με άγγιξε, διότι αισθάνθηκα ότι εβγήκε δύναμις από εμένα».
Όταν είδε η γυναίκα ότι δεν διέφυγε την προσοχήν, ήλθε με τρόμον, έπεσε στα πόδια του, και του είπε μπροστά σ’ όλον τον κόσμο την αιτίαν, διά την οποίαν τον άγγιξε και πως αμέσως εθεραπεύθηκε.
Αυτός δε της είπε, «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έσωσε, πήγαινε εις ειρήνην».
Ενώ ακόμη μιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του λέγει, «Η θυγατέρα σου πέθανε, μην ενοχλής πλέον τον διδάσκαλον». Ο δε Ιησούς, όταν το άκουσε, του είπε, «Μή φοβάσαι· μόνον πίστευε και θα γίνη καλά».
Όταν έφθασε εις το σπίτι, δεν επέτρεψε σε κανένα να μπή μαζί του, παρά εις τον Πέτρον, τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και εις τον πατέρα του κοριτσιού και εις την μητέρα.
Έκλαιγαν δε όλοι και την θρηνολογούσαν. Αυτός δε είπε, «Μήν κλαίτε· δεν επέθανε αλλά κοιμάται». Και τον ειρωνεύοντο, διότι ήξεραν ότι είχε πεθάνει.

Αλλ’ αυτός αφού έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και εφώναξε, «Κορίτσι, σήκω επάνω». Και επέστρεψε το πνεύμα της, εσηκώθηκε αμέσως, και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη. Οι γονείς της εξεπλάγησαν, αυτός δε τους παρήγγειλε να μη πούν σε κανένα τι συνέβη.

Πηγή: https://theomitoros.blogspot.com/2019/10/27-10-2019.html
Πηγή:synaxipalaiochoriou

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology