Ένας γέροντας διηγήθηκε, ότι στα χρόνια του μεγάλου Ισιδώρου, του
πρεσβυτέρου της Σκήτης, ήταν εκεί κάποιος διάκονος (Παφνούτιος). Αυτόν,
για τη μεγάλη του αρετή, (ο άββάς Ισίδωρος) θέλησε να τον κάνει ιερέα,
σκοπεύοντας να τον αφήσει διάδοχο του μετά την κοίμηση του.
Εκείνος όμως, από ευλάβεια, δεν δέχθηκε τη χειροτονία και παρέμεινε διάκονος.
Κάποιος λοιπόν από τους γέροντες, παρακινημένος από τον εχθρό
(διάβολο), τον φθόνησε. και καθώς όλοι ήταν στην εκκλησία για την
ακολουθία, πήγε κι έκρυψε το βιβλίο του στο κελί του διακόνου.
Ύστερα ήρθε στον άββά Ισίδωρο και του είπε:
Κάποιος άπ’ τους αδελφούς μου έκλεψε το βιβλίο.
Κατάπληκτος ο άββάς Ισίδωρος αποκρίθηκε:
Ποτέ δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα στη Σκήτη!
Ποτέ δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα στη Σκήτη!
Τότε ο γέροντας εκείνος, πού είχε κρύψει το βιβλίο, λέει στον πρεσβύτερο:
Δώσε μου δυο πατέρες, για να κάνουμε έρευνα στα κελιά.
Αφού λοιπόν πήγαν κι έψαξαν πρώτα στα κελιά των άλλων, ήρθαν υστέρα
και στο κελί του διακόνου. και μόλις βρήκαν εκεί το βιβλίο, το έφεραν
στον πρεσβύτερο, στην εκκλησία, και του ανακοίνωσαν που το βρήκαν.
Ό διάκονος ήταν εκεί και το άκουσε. Βάζει αμέσως μετάνοια στον αββά Ισίδωρο, μπροστά σ’ όλο το εκκλησίασμα, και του λέει:
Αμάρτησα! Βάλε μου επιτίμιο.
Του έβαλε πράγματι κανόνα να μην κοινωνήσει για τρεις εβδομάδες.
Κάθε φορά λοιπόν πού ο αδελφός ερχόταν στη (λατρευτική) σύναξη,
στεκόταν μπροστά στην εκκλησία κι έβαζε μετάνοια σε όλους τους
ανθρώπους, λέγοντας: Συγχωρέστε με, γιατί αμάρτησα.
Μετά από τρεις εβδομάδες έγινε δεκτός στη θεία κοινωνία. Αμέσως όμως δαιμονίστηκε ο γέροντας πού τον συκοφάντησε!
Άρχισε τότε να κραυγάζει και να ομολογεί (την αμαρτία του), λέγοντας: Συκοφάντησα το δούλο του Θεού!
Όλο το εκκλησίασμα έκανε προσευχή γι’ αυτόν, αλλά δεν θεραπευόταν.
Τότε ο μέγας Ισίδωρος (γυρίζοντας προς το διάκονο) του λέει, μπροστά σ’
όλους τους αδελφούς:
Προσευχήσου γι’ αυτόν.
Προσευχήσου γι’ αυτόν.
Αφού εσύ συκοφαντήθηκες, δεν θα θεραπευθεί παρά μόνο με τη δική σου μεσολάβηση.
Πράγματι, μόλις προσευχήθηκε, αμέσως ο γέροντας έγινε καλά.
Στο ορός Σινά ζούσε, ανάμεσα στους άλλους πατέρες, και κάποιος πού
λεγόταν Νίκων. «Όχι πολύ μακριά του κατοικούσε κάποιος Φαρανίτης, πού
είχε μια κόρη.
Ένας άνθρωπος λοιπόν, πού πήγε στο σπίτι του Φαρανίτη και βρήκε την
κόρη του μονάχη, γιατί ο ίδιος έλειπε, τη διέφθειρε. Με τα τη συμβούλεψε
να πει στον πατέρα της, ότι ο άββάς Νίκων της έκανε το κακό.
Όταν γύρισε ο Φαρανίτης κι έμαθε τι είχε γίνει, άναψε άπ’ την οργή
και τη στενοχώρια. Άρπαξε το ξίφος του κι έτρεξε στο γέροντα. Στάθηκε
έξω (από το κελί του) και χτύπησε (την πόρτα).
Μόλις πρόβαλε ο γέροντας, ο Φαρανίτης άπλωσε το χέρι για να τον χτυπήσει με το ξίφος.
Μα παρευθύς το χέρι του ξεράθηκε!
Έτσι, μην μπορώντας πια να σκοτώσει το γέροντα, πήγε και τον
κατήγγειλε στους πρεσβυτέρους, πού αμέσως έστειλαν και κάλεσαν το
γέροντα.
Όταν ήρθε, του επέβαλαν πολλές σωματικές τιμωρίες, και μετά αποφάσισαν να τον διώξουν.
Μα εκείνος τους παρακαλούσε: Αφήστε με εδώ, για το θεό, να μετανοήσω!
και τότε τον απομάκρυναν για τρία χρόνια από την εκκλησία και τη μετάληψη των θείων Δώρων, δίνοντας εντολή να μην τον πλησιάσει κανείς (σ’ όλο αυτό το διάστημα). ,
και τότε τον απομάκρυναν για τρία χρόνια από την εκκλησία και τη μετάληψη των θείων Δώρων, δίνοντας εντολή να μην τον πλησιάσει κανείς (σ’ όλο αυτό το διάστημα). ,
Έτσι πέρασε τρία χρόνια, μένοντας κάθε Κυριακή γονατιστός στην είσοδο
της εκκλησίας και παρακαλώντας όλους: Κάντε προσευχή για μένα!
Ύστερα όμως (άπ’ αυτόν τον κανόνα του άββά Νίκωνα), δαιμονίστηκε
εκείνος πού έκανε την αμαρτία και συκοφάντησε το γέροντα. και καθώς τον
τυραννούσε ο δαίμονας, ομολόγησε στην εκκλησία (την αλήθεια).
Τίποτα δεν ξέρει ο δούλος του Θεού, είπε. Εγώ έκανα την αμαρτία, και έβαλα (την κόρη) να συκοφαντήσει αυτόν!
Το εκκλησίασμα, μόλις το άκουσε, κίνησε σύσσωμο για το γέροντα, πού
ησύχαζε στο κελί του. Του έβαλαν μετάνοια και του είπαν: Συγχώρεσέ μας,
αββά.
Κι εκείνος τους αποκρίθηκε:
Ό Θεός να σας συγχωρέσει! Εγώ όμως δεν μένω πια μαζί σας, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας (ανάμεσα σας) με διάκριση, για να μου δείξει κάποια συμπάθεια.
Ό Θεός να σας συγχωρέσει! Εγώ όμως δεν μένω πια μαζί σας, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας (ανάμεσα σας) με διάκριση, για να μου δείξει κάποια συμπάθεια.
και αμέσως ο γέροντας αναχώρησε από κει. Νομίζω πάντως ότι ο γέροντας
δεν έφυγε μόνο γι’ αυτό πού τους είπε, καυτηριάζοντας τη σκληρότητα και
την αδιακρισία τους και παρακινώντας τους έτσι σε διόρθωση, αλλά και
για ν’ αποφύγει την τιμή και τον έπαινο τους.
Γιατί θα τον τιμούσαν βέβαια από τότε κι έπειτα, γνωρίζοντας πια τη
μεγάλη του αρετή και την πνευματική ανδρεία και γενναιοφροσύνη του.