Κάποια μέρα ένας άνδρας είδε μια γριά γυναίκα που καθόταν στην άκρη του δρόμου, αλλά ακόμη και στο λιγοστό φως της ημέρας, μπορούσε να διακρίνει ότι χρειαζόταν βοήθεια… Έτσι παρκάρισε το παλιό του αυτοκίνητο μπροστά στην Μερσεντές της και βγήκε από το αμάξι.
Εδώ και αρκετές ώρες κανείς δεν είχε σταματήσει να την βοηθήσει. Θα της έκανε κακό; Δεν φαινόταν από τους καλούς τύπους, φαινόταν πεινασμένος και φτωχός. Εκείνος διέκρινε ότι ήταν φοβισμένη, καθώς καθόταν εκεί έξω μέσα στο κρύο.
Κατάλαβε αμέσως πως αισθανόταν η γυναίκα. Εκείνος είπε: «Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Γιατί δεν κάθεσαι να περιμένεις μέσα στο αυτοκίνητο που είναι πιο ζεστά;. Ονομάζομαι Κώστας Ιωάννου.»
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι είχε ένα σκασμένο λάστιχο, αλλά για την ηλικιωμένη, αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Κώστας έσκυψε κάτω από το αμάξι και έβαλε τον γρύλο τραυματίζοντας τους αγκώνες του. Σύντομα άλλαξε το λάστιχο. Αλλά είχε λερωθεί και τραυματιστεί.
Καθώς έσφιγγε τα μπουλόνια, η γυναίκα κατέβασε το παράθυρο και άρχισε να του μιλά.
Του είπε ότι είναι από τον Άγιο Στέφανο και απλά περνούσε από την περιοχή. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει για την βοήθεια του. Ο Γιάννης απλά χαμογέλασε κλείνοντας το πόρτ μπαγκάζ. Η γυναίκα τον ρώτησε τι του οφείλει. «Δώστε μου ότι θέλετε», απάντησε ο Κώστας.
Η γυναίκα είχε σκεφθεί τι θα μπορούσε να της είχε συμβεί αν δεν σταματούσε ο περαστικός. Ο Κώστας το ξανασκέφτηκε για το αν θα έπρεπε να πληρωθεί. Αυτή δεν ήταν η δουλειά του.
Αυτή ήταν μια βοήθεια σε κάποιον που είχε ανάγκη και θυμήθηκε πόσοι τον είχαν βοηθήσει κατά το παρελθόν. Είχε περάσει όλα του τα χρόνια έτσι και του φαινόταν παράξενο να κάνει κάτι διαφορετικό.
Της είπε ότι αν ήθελε να τον ξεπληρώσει, την επόμενη φορά που θα έβλεπε κάποιον που χρειαζόταν βοήθεια θα μπορούσε να τον βοηθήσει σε ότι χρειαζόταν συμπληρώνοντας, «Να θυμάστε εμένα.»
Περίμενε μέχρι να βάλει μπρος την μηχανή και να φύγει. Ήταν μια κρύα και καταθλιπτική μέρα, αλλά αισθανόταν πολύ καλά καθώς οδηγούσε προς το σπίτι.
Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω η γυναίκα είδε μια μικρή καφετέρια. Σταμάτησε για να πάρει κάτι να φάει αλλά και να ξεμουδιάσει τα πόδια της. Ήταν ένα πολύ φιλόξενο στέκι. Εξωτερικά υπήρχαν δύο παλιές αντλίες βενζίνης. Το όλο σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό.
Η γκαρσόνα την πλησίασε με μια καθαρή πετσέτα για να σκουπίσει τα βρεγμένα της μαλλιά. Είχε ένα πολύ γλυκό χαμόγελο, παρά την κούραση που είχε από την ολοήμερη εργασία.
Η γυναίκα διαπίστωσε ότι η γκαρσόνα ήταν οκτώ μηνών έγκυος αλλά δεν επέτρεπε να φανούν οι δυσκολίες της κατάστασής της. Η γριά γυναίκα αναρωτήθηκε πως κάποιος που έχει τόσο λίγα δίνει τόσο πολλά σε ένα άγνωστο. Τότε θυμήθηκε τον Κώστα.
Μόλις ολοκλήρωσε το γεύμα πλήρωσε με εκατό Ευρώ. Η γκαρσόνα πήγε να φέρει τα ρέστα, αλλά η ηλικιωμένη είχε ήδη βγει από την πόρτα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά. Η γκαρσόνα αναρωτήθηκε που μπορεί να έχει πάει.
Μετά είδε κάτι γραμμένο επάνω σε μια χαρτοπετσέτα: «Δεν μου οφείλεις τίποτα. Έχω βρεθεί και εγώ σε αυτή την κατάσταση. Κάποιος κάποτε με βοήθησε, με τον τρόπο που σε βοηθώ τώρα και εγώ.
Αν πραγματικά θέλεις να μου επιστρέψεις τα ρέστα, να τι θα κάνεις, μην επιτρέψεις την αλυσίδα της αγάπης να κλείσει.» Κάτω από την χαρτοπετσέτα βρήκε άλλα 500 Ευρώ.
Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της καθώς το διάβασε.
Υπάρχει μια παλιά φράση που λέει: «Ό,τι κάνεις, γυρίζει».
Υπήρχαν τραπέζια που ήθελαν καθάρισμα, βαζάκια ζάχαρης να γεμίσει και άλλοι πελάτες να εξυπηρετήσει, αλλά η γκαρσόνα τα κατάφερε μια χαρά μέχρι το τέλος της ημέρας. Το βράδυ που έπεσε να ξαπλώσει, σκεφτόταν τα χρήματα που της είχε δώσει η γυναίκα αλλά και αυτά που της είχε γράψει.
Πώς να γνώριζε άραγε η ηλικιωμένη γυναίκα πόσο πολύ αυτή και ο άνδρας της χρειαζόταν τόσο πολύ τα χρήματα; Με το μωρό να έρχεται τον επόμενο μήνα, θα ήταν δύσκολα… Ήξερε πόσο προβληματισμένος ήταν ο άντρας της, καθώς κοιμόταν δίπλα της.
Έσκυψε και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί και του ψιθύρισε… «Όλα θα πάνε καλά. Σ’αγαπώ Κώστα Ιωάννου»
Μετάφραση – επεξεργασία: Πάνος Τσινόπουλος
Εδώ και αρκετές ώρες κανείς δεν είχε σταματήσει να την βοηθήσει. Θα της έκανε κακό; Δεν φαινόταν από τους καλούς τύπους, φαινόταν πεινασμένος και φτωχός. Εκείνος διέκρινε ότι ήταν φοβισμένη, καθώς καθόταν εκεί έξω μέσα στο κρύο.
Κατάλαβε αμέσως πως αισθανόταν η γυναίκα. Εκείνος είπε: «Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Γιατί δεν κάθεσαι να περιμένεις μέσα στο αυτοκίνητο που είναι πιο ζεστά;. Ονομάζομαι Κώστας Ιωάννου.»
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι είχε ένα σκασμένο λάστιχο, αλλά για την ηλικιωμένη, αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Κώστας έσκυψε κάτω από το αμάξι και έβαλε τον γρύλο τραυματίζοντας τους αγκώνες του. Σύντομα άλλαξε το λάστιχο. Αλλά είχε λερωθεί και τραυματιστεί.
Καθώς έσφιγγε τα μπουλόνια, η γυναίκα κατέβασε το παράθυρο και άρχισε να του μιλά.
Του είπε ότι είναι από τον Άγιο Στέφανο και απλά περνούσε από την περιοχή. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει για την βοήθεια του. Ο Γιάννης απλά χαμογέλασε κλείνοντας το πόρτ μπαγκάζ. Η γυναίκα τον ρώτησε τι του οφείλει. «Δώστε μου ότι θέλετε», απάντησε ο Κώστας.
Η γυναίκα είχε σκεφθεί τι θα μπορούσε να της είχε συμβεί αν δεν σταματούσε ο περαστικός. Ο Κώστας το ξανασκέφτηκε για το αν θα έπρεπε να πληρωθεί. Αυτή δεν ήταν η δουλειά του.
Αυτή ήταν μια βοήθεια σε κάποιον που είχε ανάγκη και θυμήθηκε πόσοι τον είχαν βοηθήσει κατά το παρελθόν. Είχε περάσει όλα του τα χρόνια έτσι και του φαινόταν παράξενο να κάνει κάτι διαφορετικό.
Της είπε ότι αν ήθελε να τον ξεπληρώσει, την επόμενη φορά που θα έβλεπε κάποιον που χρειαζόταν βοήθεια θα μπορούσε να τον βοηθήσει σε ότι χρειαζόταν συμπληρώνοντας, «Να θυμάστε εμένα.»
Περίμενε μέχρι να βάλει μπρος την μηχανή και να φύγει. Ήταν μια κρύα και καταθλιπτική μέρα, αλλά αισθανόταν πολύ καλά καθώς οδηγούσε προς το σπίτι.
Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω η γυναίκα είδε μια μικρή καφετέρια. Σταμάτησε για να πάρει κάτι να φάει αλλά και να ξεμουδιάσει τα πόδια της. Ήταν ένα πολύ φιλόξενο στέκι. Εξωτερικά υπήρχαν δύο παλιές αντλίες βενζίνης. Το όλο σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό.
Η γκαρσόνα την πλησίασε με μια καθαρή πετσέτα για να σκουπίσει τα βρεγμένα της μαλλιά. Είχε ένα πολύ γλυκό χαμόγελο, παρά την κούραση που είχε από την ολοήμερη εργασία.
Η γυναίκα διαπίστωσε ότι η γκαρσόνα ήταν οκτώ μηνών έγκυος αλλά δεν επέτρεπε να φανούν οι δυσκολίες της κατάστασής της. Η γριά γυναίκα αναρωτήθηκε πως κάποιος που έχει τόσο λίγα δίνει τόσο πολλά σε ένα άγνωστο. Τότε θυμήθηκε τον Κώστα.
Μόλις ολοκλήρωσε το γεύμα πλήρωσε με εκατό Ευρώ. Η γκαρσόνα πήγε να φέρει τα ρέστα, αλλά η ηλικιωμένη είχε ήδη βγει από την πόρτα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά. Η γκαρσόνα αναρωτήθηκε που μπορεί να έχει πάει.
Μετά είδε κάτι γραμμένο επάνω σε μια χαρτοπετσέτα: «Δεν μου οφείλεις τίποτα. Έχω βρεθεί και εγώ σε αυτή την κατάσταση. Κάποιος κάποτε με βοήθησε, με τον τρόπο που σε βοηθώ τώρα και εγώ.
Αν πραγματικά θέλεις να μου επιστρέψεις τα ρέστα, να τι θα κάνεις, μην επιτρέψεις την αλυσίδα της αγάπης να κλείσει.» Κάτω από την χαρτοπετσέτα βρήκε άλλα 500 Ευρώ.
Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της καθώς το διάβασε.
Υπάρχει μια παλιά φράση που λέει: «Ό,τι κάνεις, γυρίζει».
Υπήρχαν τραπέζια που ήθελαν καθάρισμα, βαζάκια ζάχαρης να γεμίσει και άλλοι πελάτες να εξυπηρετήσει, αλλά η γκαρσόνα τα κατάφερε μια χαρά μέχρι το τέλος της ημέρας. Το βράδυ που έπεσε να ξαπλώσει, σκεφτόταν τα χρήματα που της είχε δώσει η γυναίκα αλλά και αυτά που της είχε γράψει.
Πώς να γνώριζε άραγε η ηλικιωμένη γυναίκα πόσο πολύ αυτή και ο άνδρας της χρειαζόταν τόσο πολύ τα χρήματα; Με το μωρό να έρχεται τον επόμενο μήνα, θα ήταν δύσκολα… Ήξερε πόσο προβληματισμένος ήταν ο άντρας της, καθώς κοιμόταν δίπλα της.
Έσκυψε και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί και του ψιθύρισε… «Όλα θα πάνε καλά. Σ’αγαπώ Κώστα Ιωάννου»
Μετάφραση – επεξεργασία: Πάνος Τσινόπουλος
Από Askitikon
Tags:
διδακτικές ιστορίες