Οργή Θεού οι επιδημίες στα 1642 στην περιοχή. Ναι, οργή Θεού. Οι θάνατοι ο ένας πίσω από τον άλλον. Πέρασε φθινόπωρο, χειμώνας, καλοκαίρι... κι η φοβερή επιδημία δεν άφησε σπίτι χωρίς τη θανατερή παρουσία της. Κανένας Σερραίος από τους πιο γέρους δεν θυμάται τέτοια καταστροφή. Τούρκοι, Χριστιανοί, Εβραίοι, Γύφτοι, πέθαιναν χιλιάδες από τη φοβερή επιδημία, την πανούκλα!
Μα δεν ήτανε μονάχα αυτή. Σύμμαχοί της ήρθαν στις Σέρρες η ευλογιά, η ψώρα και ο πονόματος. Στέναζε η «ωραία νύμφη του Στρυμόνος» από το φοβερό κακό.
Όμως από την ώρα που οι Χριστιανοί αρχίσανε τα ικετευτικά γονατίσματα στον Θεό και στις λιτανείες… από την ώρα που τα δακρυσμένα μάτια τους υψώθηκαν στον ουρανό και με συντριβή ομολόγησαν τις αμαρτίες τους… από την ώρα εκείνη το κακό κόπασε. Το μέγα θαύμα έγινε! Οι θάνατοι στους Σερραίους, τους Χριστιανούς, λιγόστεψαν, ενώ οι άλλοι πέθαιναν χιλιάδες.
- Οι Χριστιανοί μας κάνανε μάγια! Γι’ αυτό πεθαίνουμε εμείς! λέγαν οι Τούρκοι.
Κι έφθασε κι η ευλογιά! Αχ, τι κακό που ήτανε τούτο! Να βλέπεις πρόσωπα φθαρμένα… Σπίτια κλεισμένα… Κι οι πλατείες κι οι δρόμοι γεμάτοι με πτώματα. Με νεκρούς άταφους… Θεέ μου! Τι κόλαση που ήτανε στις Σέρρες!... Κι ακολουθούσαν και τα άλλα κακά... Ούτε έπαυαν κάθε τόσο οι φοβερές επιδημίες… χρόνια και χρόνια.
Και θα πει ο καθένας: – Το κράτος της Τουρκίας δεν λάβαινε καμιά μέριμνα; Φροντίδα καμιά για τους υπόδουλους, μα και γι’ αυτούς τους Τούρκους; Μα τι φροντίδα, αλήθεια, θα ήθελε κανείς από ανθρώπους, που δεν ήξεραν τι θα πει αγάπη προς το συνάνθρωπο;
Οι Χριστιανοί όμως! Ένα πέλαγος δίχως όρια και μια χαράδρα τρίσβαθη χωρίζει θαρρείς Χριστιανούς, Έλληνες βαφτισμένους και Τούρκους αβάφτιστους.
[…]
Πηγή: (Από το βιβλίο της Αρτέμιδος Μενάγια "Ακριβοπληρωμένη λευτεριά")
ΠΗΓΗ:
Μα δεν ήτανε μονάχα αυτή. Σύμμαχοί της ήρθαν στις Σέρρες η ευλογιά, η ψώρα και ο πονόματος. Στέναζε η «ωραία νύμφη του Στρυμόνος» από το φοβερό κακό.
Όμως από την ώρα που οι Χριστιανοί αρχίσανε τα ικετευτικά γονατίσματα στον Θεό και στις λιτανείες… από την ώρα που τα δακρυσμένα μάτια τους υψώθηκαν στον ουρανό και με συντριβή ομολόγησαν τις αμαρτίες τους… από την ώρα εκείνη το κακό κόπασε. Το μέγα θαύμα έγινε! Οι θάνατοι στους Σερραίους, τους Χριστιανούς, λιγόστεψαν, ενώ οι άλλοι πέθαιναν χιλιάδες.
- Οι Χριστιανοί μας κάνανε μάγια! Γι’ αυτό πεθαίνουμε εμείς! λέγαν οι Τούρκοι.
Κι έφθασε κι η ευλογιά! Αχ, τι κακό που ήτανε τούτο! Να βλέπεις πρόσωπα φθαρμένα… Σπίτια κλεισμένα… Κι οι πλατείες κι οι δρόμοι γεμάτοι με πτώματα. Με νεκρούς άταφους… Θεέ μου! Τι κόλαση που ήτανε στις Σέρρες!... Κι ακολουθούσαν και τα άλλα κακά... Ούτε έπαυαν κάθε τόσο οι φοβερές επιδημίες… χρόνια και χρόνια.
Και θα πει ο καθένας: – Το κράτος της Τουρκίας δεν λάβαινε καμιά μέριμνα; Φροντίδα καμιά για τους υπόδουλους, μα και γι’ αυτούς τους Τούρκους; Μα τι φροντίδα, αλήθεια, θα ήθελε κανείς από ανθρώπους, που δεν ήξεραν τι θα πει αγάπη προς το συνάνθρωπο;
Οι Χριστιανοί όμως! Ένα πέλαγος δίχως όρια και μια χαράδρα τρίσβαθη χωρίζει θαρρείς Χριστιανούς, Έλληνες βαφτισμένους και Τούρκους αβάφτιστους.
[…]
Πηγή: (Από το βιβλίο της Αρτέμιδος Μενάγια "Ακριβοπληρωμένη λευτεριά")