Όπως έγινε γνωστό πριν από μερικές ημέρες από την τουρκική αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Sozcu, οι εγκαταστάσεις του εγκαταλελειμμένου εδώ και χρόνια νοσοκομείου νοσημάτων θώρακος της Χάλκης, το παλιό σανατόριο, μεταβιβάστηκαν στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, προκειμένου να λειτουργήσει εκεί Θεολογικό Κέντρο Ισλαμικών Σπουδών.
Τα συγκεκριμένα σχέδια της τουρκικής ηγεσίας είχαν δημοσιοποιηθεί το καλοκαίρι του 2018. Τότε, με επίσημη ανακοίνωση του επικεφαλής της Διεύθυνσης, Χαϊντάρ Μπεκίρογλου, γνωστοποιήθηκε ότι ένα μεγαλοπρεπές Κέντρο Ισλαμικών Σπουδών επρόκειτο να δημιουργηθεί στη Χάλκη, με την τοπική κοινωνία να αντιδρά εντόνως.
Τα σχέδια «πάγωσαν», όμως το θέμα ήρθε ξανά στην επικαιρότητα μετά από συνεχή αιτήματα του Δήμου οι εγκαταστάσεις να επαναλειτουργήσουν ως νοσοκομείο κοροναϊού, και ερώτηση της αντιπολίτευσης όπου κατέστη σαφές ότι ο συγκεκριμένος χώρος έχει διατεθεί προς εκμετάλλευση στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων.
Παρελκυστική τακτική
Η τελευταία, θέλοντας να υποβαθμίσει τις αντιδράσεις και αρνούμενη να
τοποθετηθεί αν προτίθεται να προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων περί
ίδρυσης Κέντρου Ισλαμικών Σπουδών που είχαν προαναγγελθεί, αρκέστηκε να
δηλώσει ότι θα παράσχει κάθε είδους υγειονομική στήριξη στους κατοίκους
της Χάλκης, αναφέροντας μεταξύ άλλων πως «αν αποφασιστεί η δημιουργία
νοσοκομείου για την πανδημία, είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε τις
εγκαταστάσεις (σ.σ. στο υπουργείο Υγείας)».
Σε περίπτωση που τα προαναγγελθέντα σχέδια των τουρκικών αρχών λάβουν «σάρκα και οστά» -παρά το γεγονός ότι αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους- γεννώνται ερωτήματα για την επιλογή της συγκεκριμένης τοποθεσίας, καθώς και για τη χρονική στιγμή που εφαρμόζεται μια τέτοια απόφαση. Σημειώνεται πως μέσα σε διάστημα δύο μηνών έχουν μετατραπεί σε τεμένη η Αγία Σοφία και η Μονή της Χώρας, κινήσεις που έρχονται σε συνέχεια χρόνιων αδικιών και πολιτικών κατά του ελληνισμού της Πόλης που εφάρμοσαν τουρκικά καθεστώτα (κατά κύριο λόγο το 1920-2002) με αποτέλεσμα την αισθητή μείωση του πληθυσμού του.
Παράλληλα, έρχεται εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, για την επαναλειτουργία της οποίας καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια δυναμικές προσπάθειες. Οδηγούνται όμως συνεχώς σε αδιέξοδο, καθώς η τουρκική πλευρά επιδιώκει λύση στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ζητεί ανταλλάγματα υπέρ της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
«Η επαναλειτουργία του κορυφαίου πνευματικού ιδρύματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα σηματοδοτήσει την επιθυμία της Τουρκίας να αναγνωρίζεται σαν μία σύγχρονη χώρα, της οποίας η κυβέρνηση θα αντιπροσωπεύει όλους τους πολίτες της, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις» είναι το μήνυμα που στέλνει μέσω του in.gr ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και πρώην ηγούμενος της Μονής Αγίας Τριάδος της Χάλκης, Ελπιδοφόρος, επί των ημερών του οποίου η Σχολή απέκτησε νέα πνοή και προοπτική.
«Να μην διαταραχθούν οι ισορροπίες…»
«Με την πανδημία του κοροναϊού γίνεται αντιληπτό ότι οι πιο σημαντικές
υπηρεσίες είναι αυτές της υγείας. Είναι δεδομένο ότι χρειαζόμαστε
περισσότερα για την αντιμετώπιση του ιού». Σε τη φράση αυτή ο Cengiz
Gokcek, κάτοικος της Χάλκης, συνοψίζει στο in.gr τη στάση των ντόπιων
για την παραχώρηση του σανατορίου και της έκτασης 200 στρεμμάτων του
νοσοκομείου στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας.
Η τοπική κοινωνία αντιτίθεται στα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης, ζητώντας τη μετατροπή του σανατορίου σε κέντρο υγειονομικής περίθαλψης, δεδομένων των αναγκών που υπάρχουν. «Δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες εκτός από το ότι το ιστορικό νοσοκομείο θα γίνει Κέντρο Ισλαμικών Σπουδών. Για πολλά χρόνια, οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά στο νησί. Δεν θέλουν να διαταράξει κανείς τις ισορροπίες με «όχημα» τις θρησκευτικές πεποιθήσεις» λέει δηκτικά ο Cengiz Gokcek.
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνει ο ίδιος, η οικονομία των νησιών είναι πολύ σημαντική. Για το λόγο αυτό, κάτοικοι της Χάλκης προκρίνουν τη μετατροπή του ιστορικού νοσοκομείου είτε σε ιατρική σχολή είτε σε ερευνητικό κέντρο. «Τα πανεπιστήμια διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας και συμβάλλουν στην ανάπτυξη της περιοχής. Επιπλέον, θεωρείται πολύ λογική ιδέα να εκπαιδευτούν περισσότεροι γιατροί, κάτι που αποτελεί πραγματική ανάγκη» υποστηρίζει ο ίδιος, με το Ιατρικό Επιμελητήριο της Κωνσταντινούπολης να συντάσσεται στο πλευρό των κατοίκων, οι οποίοι πλέον πρέπει να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη για την κάλυψη των ιατρικών τους αναγκών.
«Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις «χωρίζουν» τους ανθρώπους, όμως οι ασθένειες και η πανδημία αποτελούν κοινή απειλή για όλους» επισημαίνει ο Cengiz Gokcek, τονίζοντας πως η τοπική κοινωνία της Χάλκης θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μην εφαρμοστούν τα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης.
Η ιστορία του σανατορίου
Το πρώτο και μοναδικό σανατόριο στην Τουρκία θεωρείται ιστορικό, καθώς
ιδρύθηκε με εντολή του Κεμάλ Ατατούρκ το 1924 και χρησιμοποιήθηκε λόγω
του καλού κλίματος για τη θεραπεία όσων έπασχαν από φυματίωση.
Βρίσκεται, δε, σε προνομιακή τοποθεσία στην άλλη άκρη του νησιού που
φιλοξενεί την ομώνυμη ορθόδοξη Θεολογική Σχολή.
Στην αρχή, το νοσοκομείο διέθετε 16 κλίνες, ενώ στη συνέχεια -στα μέσα της δεκαετίας του 1940- κατασκευάστηκε ένα ακόμη οίκημα. Ακολούθησε η κατασκευή διοικητικών κτιρίων και το σανατόριο επεκτάθηκε περαιτέρω.
Το νοσοκομείο προσπάθησε να επιβιώσει με τους διαθέσιμους πόρους μέχρι το 1999, όταν και υπέστη σοβαρές ζημιές στον σεισμό του Μαρμαρά στις 17 Αυγούστου του ίδιου έτους.
Με διάταγμα που εκδόθηκε από το υπουργείο Υγείας την 1η Αυγούστου 2005, αποφασίστηκε η μεταφορά του προσωπικού και του ιατρικού εξοπλισμού, βάζοντας «ταφόπλακα» στη λειτουργία του. Ο επικεφαλής της Υγείας της Κωνσταντινούπολης, Δρ. Mehmet Bakar, ανακοίνωσε ότι το νοσοκομείο θα κλείσει και θα μεταφερθεί στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, επικαλούμενος τη δυσκολία πρόσβασης σε αυτό και την έλλειψη επαρκών ασθενών.
Με 250 άτομα προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων 100 γιατρών και νοσοκόμων, και χωρητικότητα 660 κλινών, το νοσοκομείο έκλεισε στις 30 Σεπτεμβρίου 2005 για να μην ξανανοίξει. Έκτοτε -και κυρίως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας- ο τοπικός δήμος διεκδικούσε επί σειρά ετών να του παραχωρηθεί το πρώην σανατόριο, χωρίς όμως αντίκρισμα.
Όταν η Σχολή της Χάλκης «σίγησε»
Η ενδεχόμενη λειτουργία του Κέντρου Ισλαμικών Σπουδών στο νησί της
Χάλκης, η οποία δεν παύει να αποτελεί συμβολική κίνηση, φέρνει ξανά στην
επιφάνεια το πάγιο και δίκαιο αίτημα επαναλειτουργίας της Θεολογικής
Σχολής της Χάλκης, στους τοίχους της οποίας είναι γραμμένα εκατοντάδες
χρόνια ιστορίας και αναμνήσεων που καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία του
Ελληνισμού.
Στη Χάλκη κατοικούν πλέον ελάχιστες οικογένειες Ρωμιών και Τούρκων που έχουν επιλέξει να παραμείνουν εκεί, μακριά από την πολύβουη ζωή της Κωνσταντινούπολης.
Πλησιάζοντας το νησί, διακρίνει κανείς στην κορυφή του πευκόφυτου λόφου «Ελπίδα» το μεγαλοπρεπές κτίριο της Θεολογικής Σχολής, που υπήρξε η κύρια θεολογική σχολή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως από το 1844 έως το 1971, όταν και έκλεισε ύστερα από νόμο του τουρκικού κράτους ο οποίος προέβλεπε «λουκέτο» σε ανώτερες και ανώτατες θεολογικές σχολές στη χώρα.
Η Σχολή είναι χτισμένη γύρω από τον Ναό της Αγίας Τριάδος, που σήμερα λειτουργεί ως μοναστήρι, με τις εγκαταστάσεις της ανοιχτές στο κοινό για επίσκεψη, πολιτιστικές εκδηλώσεις και επιστημονικά συνέδρια.
Ελπιδοφόρος: Ακατανόητη και αδικαιολόγητη απόφαση
Παρά την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου που έδωσε νέα
ώθηση στο θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής, καθώς και τις
διεθνείς πιέσεις από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες ανά τον κόσμο,
η Σχολή παραμένει ερμητικά κλειστή έπειτα από 17 και πλέον χρόνια
διακυβέρνησης Ερντογάν, με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής και πρώην Ηγούμενο
της Μονής της Αγίας Τριάδος να κάνει λόγο για ακατανόητη και
αδικαιολόγητη άρνηση των τουρκικών Αρχών που παραβιάζει, μεταξύ άλλων,
το στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην εκπαίδευση.
«Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης παραμένει κλειστή εδώ και 49 χρόνια με πρόφαση μια άδικη απόφαση περί ανώτατης ιδιωτικής εκπαίδευσης. Στη σημερινή Τουρκία, η συνεχιζόμενη άρνηση της κυβέρνησης να επιτρέψει την λειτουργία της, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις εντός και εκτός της χώρας, αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ακατανόητη και αδικαιολόγητη και παραβιάζει το στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην εκπαίδευση και τη θρησκευτική ελευθερία της κατάρτισης κληρικών και στελεχών για ένα παγκόσμιας εμβελείας εκκλησιαστικό ίδρυμα όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο» δηλώνει χαρακτηριστικά στο in.gr ο κ. Ελπιδοφόρος ο οποίος ουσιαστικά είναι ο άνθρωπος που «άνοιξε» ξανά στο κοινό τη Θεολογική Σχολή.
«Η απαγόρευση λειτουργίας της αποτελεί παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης αλλά και πλήθους άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει υπογράψει η Τουρκία από το 1953. Η αλήθεια είναι ότι, ενώ υποτίθεται μεσουρανούσε η «ελληνοτουρκική φιλία», είχε εκδοθεί εντολή από τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1935 για την απαλλοτρίωση των κιτριών των δύο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας στην Χάλκη, που είναι η Θεολογική Σχολή και η Ελληνική Εμπορική Σχολή της Χάλκης» αναφέρει από την πλευρά του στο in.gr ο πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, Νικόλαος Ουζούνογλου, κάνοντας λόγο για μια από τις πολλές αδικίες και παραβιάσεις που έχει διαπράξει το κράτος της Τουρκίας.
Επισημαίνει, πάντως, πως ενδεχόμενη ίδρυση ενός Ισλαμικού Κέντρου Σπουδών στη Χάλκη δεν έχει καμία σχέση με την μείζονα αδικία της απαγόρευσης της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής. «Αν και το τεταμένο κλίμα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας εκ των πραγμάτων επηρεάζει τη γενική ατμόσφαιρα, δεν έχω διαπιστώσει -εξ’ όσων γνωρίζω- κάποια αρνητική συνέπεια προς τους Ρωμιούς».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών, Γεώργιος Λεύκαρος, εκφράζει μέσω του in.gr την πικρία και την απογοήτευσή του μπροστά σε ένα τέτοιο σενάριο. «Στην Τουρκία υπάρχουν πάρα πολλές αντίστοιχες σχολές, επομένως δεν χρειάζεται άλλο ένα τέτοιο κέντρο και μάλιστα λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Θεολογική Σχολή».
Ο ίδιος, σχολιάζοντας το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής, μιλά για φίμωση του Πατριαρχείου και της Ορθοδοξίας. «Η Χάλκη έκλεισε με πολύ σαθρές δικαιολογίες, νομικά αβάσιμες» εξηγεί, κάνοντας λόγο για πολύ μεθοδικές κινήσεις από την πλευρά της γείτονος. «Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης και το Πατριαρχείο από την πρώτη στιγμή ήταν ανεπιθύμητοι στην Τουρκία».
Όπως υπογραμμίζει «η Θεολογική Σχολή είναι το φυτώριο που τροφοδοτεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο με στελέχη. Τα χρόνια που λειτούργησε έχει βγάλει κορυφαίους και αξιόλογους κληρικούς. Η Τουρκία ήθελε να τη φιμώσει και να σφίξει ακόμη περισσότερο τον κλοιό γύρω από το Πατριαρχείο».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Ουζούνογλου επισημαίνει πως «η αιτία της απαγόρευσης της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής από το κράτος της Τουρκίας έγινε για να στερηθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το φυτώριό του να μορφώνει ιεράρχες με την αιώνια παράδοση της Ρωμιοσύνης και του Φαναρίου». Εξηγεί, δε, πως οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της παραβίασης είναι σοβαρές και δημιουργούν δυσκολίες σε ένα παγκόσμιας εμβέλειας ίδρυμα της Χριστιανοσύνης που είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Αναμένοντας τη «μεγάλη μέρα»
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αδιαλείπτως διατυμπανίζει την καταπάτηση του
δικαιώματος στη θρησκευτική εκπαίδευση των ορθοδόξων χριστιανών στην
Τουρκία, με την προσδοκία να γίνει αντιληπτό στην Αγκυρα ότι με την
αρνητική στάση που τηρεί στην υπόθεση της Χάλκης εκτίθεται διεθνώς.
Μάλιστα, ειδική αναφορά έκανε προ δύο μηνών κατά την τελετή εγκαθίδρυσης
του Επισκόπου Αραβισσού κ. Κασσιανού ως νέου Ηγουμένου της Ιεράς
Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης, εκφράζοντας
για πολλοστή φορά την ελπίδα σύντομα να επαναλειτουργήσει η Σχολή.
«Ημείς εξακολουθούμεν να ελπίζωμεν και να αγωνιζώμεθα. Εδώ εις τον Λόφον
της Ελπίδος δεν εκλείπει ποτέ η ελπίς».
«Προσευχόμαστε οι ελπίδες μας να μην διαψευσθούν» δηλώνει στο ίδιο μήκος κύματος ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος μέσω του in.gr. Όπως επισημαίνει «η επαναλειτουργία του κορυφαίου πνευματικού ιδρύματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα σηματοδοτήσει την επιθυμία της Τουρκίας να αναγνωρίζεται σαν μία σύγχρονη χώρα, της οποίας η κυβέρνηση θα αντιπροσωπεύει όλους τους πολίτες της, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».
«Εκτός του ότι θα σημαίνει την άρση μιας μακρόχρονης αδικίας, παρ’ όλη τη ζημιά που έχει προκαλέσει η Τουρκία, (σ.σ. η επαναλειτουργία της Σχολής) θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα και για την υποστήριξη συνολικά της Ομογένειας» τονίζει από την πλευρά του ο κ. Ουζούνογλου, με τον κ. Λεύκαρο να μιλά για ηθική ικανοποίηση, εκφράζοντας ωστόσο την απαισιοδοξία του για ευτυχή κατάληξη όσο η Άγκυρα ακολουθεί τη σημερινή πρακτική.
Στο σημείο αυτό δε, κι ενώ η τουρκική διπλωματία χρησιμοποιεί το ζήτημα της Χάλκης στο πλαίσιο μιας κακώς νοούμενης αμοιβαιότητας μεταξύ της ελληνορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, Ιμβρου και Τενέδου και της μουσουλμανικής της Θράκης, ο κ. Ουζούνογλου -καταγγέλλοντας την παραπάνω στάση- βάζει στο τραπέζι ακόμη και εξέταση δυνατότητας δικαστικής προσφυγής κατά της Τουρκίας.
in.gr, Κωνσταντίνος Χασανδρινός