Γεννήθηκε στη Χίο, στη συνοικία Παλαιόκαστρο, στα τέλη του 18ου αιώνα, περί το 1780, από γονείς φτωχούς και απλοϊκούς, αλλά όμως με στερεή ευσέβεια και πίστη στο Θεό.
Όταν μεγάλωσε μετέβη με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ζαννή στην Κωνσταντινούπολη προς αναζήτηση εργασίας, διότι η ζωή στο άγονο νησί ήταν δύσκολη.
Προσλήφτηκαν σε κάποια επιχείρηση ως κλητήρες. Μετά από καιρό ο αδελφός του παντρεύτηκε και αργότερα αρραβωνιάστηκε και ο Δημήτριος μια νέα από το Σταυροδρόμι της Πόλης. Επειδή όμως δεν πήρε τη συγκατάθεση του αδελφού του και του αφεντικού του, εκδιώχτηκε από το σπίτι και την εργασία του.
Το γεγονός αυτό λύπησε ιδιαίτερα το Δημήτριο και τον έριξε σε απελπισία, διότι δεν είχε καθόλου χρήματα να ζήσει. Αλλά μέσα στη λύπη και την απόγνωσή του θυμήθηκε ότι κάποιος επιφανής και πλούσιος τούρκος του όφειλε κάποια χρήματα, από παλιά δούλεψή του σ’ αυτόν.
Πήγε λοιπόν να του τα ζητήσει, μη γνωρίζοντας την τραγωδία που τον περίμενε. Την καλοστημένη παγίδα που του είχε στήσει ο διάβολος.
Όταν έφτασε στο αρχοντικό του τούρκου, ο ίδιος έλειπε και του άνοιξε η κόρη του, μια έκφυλη νέα. Μόλις αντίκρισε το Δημήτριο, ο οποίος ήταν τότε είκοσι δύο ετών και ασυνήθιστα όμορφος, κυριεύτηκε από σφοδρό ερωτικό πόθο γι’ αυτόν. Τον καλοδέχτηκε, τον οδήγησε στο σαλόνι του σπιτιού, τον φίλεψε καφέ, γλυκίσματα και καπνό.
Του είπε να περιμένει τον πατέρα της, προκειμένου να του δώσει τα χρωστούμενα. Μετά από λίγο δεν έχασε καιρό και του επιτέθηκε με ανήθικες προθέσεις.
Εκείνος σάστισε και την απώθησε. Τότε εκείνη τον προειδοποίησε πως αν δεν ενέδιδε στις πορνικές ορέξεις της θα τον κατηγορούσε ότι της επιτέθηκε εκείνος και τότε το μόνο που θα τον έσωζε ήταν ο εξισλαμισμός, διαφορετικά θα τον περίμενε ο θάνατος.
Ο Δημήτριος δυστυχώς ενέδωσε και διέπραξε την αμαρτία, χωρίς να το θέλει ουσιαστικά ο ίδιος, αλλά για να γλυτώσει τη ζωή του, όπως έγραψε αργότερα στους δικούς του.
Όμως και δεύτερη δυστυχία τον βρήκε, η τουρκοπούλα δεν του επέτρεπε πια να φύγει από το σπίτι και έβαλε φρουρούς να τον φυλάγουν, για να συνηθίσει στη νέα του ζωή.
Πόνος και θλίψη κυρίευσαν την ψυχή του. Κάθε μέρα όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσε το μεγάλο κρίμα που έβαλε στο κεφάλι του. Προσπάθησε αρκετές φορές να το σκάσει αλλά δεν τα κατάφερε.
Πέρασαν δύο εφιαλτικοί μήνες στο τούρκικο αρχοντικό. Προσευχόταν μυστικά και παρακαλούσε το Θεό να τον απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο.
Κάποιο βράδυ, στην περίοδο του ραμαζανίου και ενώ όλοι στο σπίτι κοιμούνταν βαθιά, από το πολύ φαγητό και ποτό, έκαμε το σημείο του σταυρού και κατόρθωσε να ξεφύγει.
Έτρεξε στη συνοικία του Σταυροδρομίου στο σπίτι ενός φίλου του Χριστιανού, τον οποίο παρακάλεσε να τον κρύψει. Εκείνος τον δέχτηκε και τον έκρυψε.
Ο Δημήτριος κλεισμένος στο απόμερο δωμάτιό του έκλαιγε απαρηγόρητα μέρα και νύχτα. Θρήνοι και κοπετοί ακουγόταν σε όλο το σπίτι. Ξερίζωνε τα μαλλιά του και ξέσχιζε τα μάγουλά του από τους θρήνους του από το κακό που τον βρήκε, Κάκιωνε τον εαυτό του, που δεν αντιστάθηκε στην έκφυλη τουρκοπούλα.
Παρακάλεσε το φίλο του να έρθει πνευματικός στο σπίτι για να εξομολογηθεί το μεγάλο κρίμα του. Εξομολογήθηκε με αστείρευτα δάκρια, μετανιώνοντας πικρά για την διπλή αμαρτία του, την πορνεία και την αποστασία.
Η εξομολόγηση απάλυνε τον πόνο του και γαλήνεψε την ψυχή του. Είχε πάρει την απόφαση να μαρτυρήσει, προκειμένου να ξεπλύνει το ανόμημά του.
Έστειλε μήνυμα στον αδελφό του να συμφιλιωθεί μαζί του και έστειλε γράμμα στους γονείς του, στο οποίο τους εξηγούσε την πρόθεσή του να ομολογήσει το Χριστό, κάτι που δεν έκαμε όταν έπρεπε.
Τους ζητούσε να τον συγχωρήσουν για τις ανάρμοστες πράξεις του και να μη λυπηθούν, αλλά να χαρούν για την απόφασή του να μαρτυρήσει για το Χριστό.
Να του δώσουν την ευχή τους να μη δειλιάσει στα βασανιστήρια που τον περίμεναν. Το γράμμα το έδωσε στον πνευματικό του να το στείλει εκείνος στους γονείς του, συμπληρώνοντας το μαρτυρικό του τέλος.
Κατόπιν άρχισε μια σκληρή προετοιμασία, με αδιάκοπη προσευχή, νηστεία με ελάχιστο ψωμί και νερό, αμέτρητε μετάνοιες, αγρυπνία και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων.
Δεν άργησε να αξιωθεί θείων οπτασιών και αποκαλύψεων, τις οποίες διηγούνταν στον πνευματικό του. Εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει από το μαρτύριο, λέγοντάς του πως υπήρξε κίνδυνος να δειλιάσει από τους αφόρητους πόνους και πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι σωτηρίας. Τον συμβούλεψε να φύγει μακριά και να ζήσει εν μετανοία.
Αλλά ο Δημήτριος παρέμεινε αμετάπειστος. Τότε ο ιερέας του διάβασε τις κανονισμένες ευχές, τον έχρισε με άγιο Μύρο, τον κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και του έδωσε την ευχή του.
Την άλλη ημέρα βγήκε από την κρυψώνα του και κατευθύνθηκε στον Καϊμακάμη (αστυνομικό διευθυντή) της Πόλης. Παρουσιάστηκε μπροστά του και με θάρρος του είπε: «Άρχοντά μου, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός αλλά με πίεσαν και με ανάγκασαν να δεχθώ την μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ ήμουν και είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Γι’ αυτό ήρθα εδώ για να ομολογήσω μπροστά σου πως έκανα λάθος και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας πίστεώς μου. Έκανα λοιπόν μεγάλο λάθος, το ομολογώ. Μία είναι η αληθινή πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών».
Την ίδια στιγμή πέταξε το κάλυμμα της κεφαλής του, το οποίο φορούσαν οι μουσουλμάνοι. Όποιος το έβγαζε δημόσια σήμαινε την άρνηση του Ισλάμ.
Ο Καϊμακάμης συγκράτησε το θυμό του, πήρε το φέσι και του το έδωσε, τάζοντας αξιώματα και χρήματα, αν το φορούσε ξανά και γινόταν μουσουλμάνος.
Αλλά ο Δημήτριος δεν του έδινε σημασία. Μετά από αυτό έδωσε διαταγή να τον κλείσουν στην πιο σκοτεινή και υγρή φυλακή, δένοντάς του τα πόδια με αλυσίδες και το λαιμό με το βασανιστικό ξύλο.
Όμως ο άγιος και πάλι δεν δείλιασε, αλλά χαιρόταν και περίμενε με ανυπομονησία το μαρτύριο. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν ξανά στον Καϊμακάμη για μια ύστερη προσπάθεια να πεισθεί για να αλλαξοπιστήσει. Όμως εκείνος έμεινε απαθής μπροστά στις δελεαστικές προτάσεις και τις φοβέρες τους.
Εκείνη την ημέρα πέθανε αιφνιδίως ο Καϊμακάμης και τη θέση του πήρε άλλος πιο αυστηρός και φανατικός Καϊμακάμης, ο οποίος πίεζε ασφυκτικά το Δημήτριο να αλλάξει γνώμη.
Επειδή όμως είδε την αδιαλλαξία του, τον παρέδωσε στους ανελέητους αστυνομικούς του να τον βασανίσουν. Του έδωσαν πάνω από επτακόσιους ραβδισμούς.
Κατόπιν τον γύμνωσαν και τον ξάπλωσαν σε βασανιστική σανίδα, δένοντάς τον σφικτά και ρίχνοντάς του παγωμένο νερό στο σώμα (ήταν χειμώνας και έκανε δριμύ ψύχος).
Μετά έκαιγαν κεραμίδια και τούβλα τα οποία έβαζαν στο πρόσωπο και τις μασχάλες του. Ο Μάρτυς τα υπόμενε χωρίς να βγάλει την παραμικρή κραυγή, παρά μόνο δοξολογούσε το Θεό, ο Οποίος τον αξίωσε να πάθει για χάρη Του!
Η τουρκοπούλα, η οποία τον είχε παρασύρει στην αμαρτία, έμαθε γι’ αυτόν και πήγε στη φυλακή να τον δει. Προσπάθησε με δόλιους λόγους να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό, να τον παντρευτεί και να τον κάνει άρχοντα.
Αλλά και πάλι η χάρις του Θεού τον προστάτεψε. Ο Δημήτριος έμεινε απαθής στις αισχρές προτάσεις της ασελγούς και ακόλαστης μουσουλμάνας.
Οι συμπατριώτες του χριστιανοί της Πόλης συγκέντρωσαν χρήματα για να τον εξαγοράσουν από τους Τούρκους, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι δήθεν ήταν τρελός.
Οι Τούρκοι συμφώνησαν αλλά διαφώνησε ο Δημήτριος, ο οποίος δεν δέχτηκε την απελευθέρωσή του και τους παράγγειλε να προσεύχονται για εκείνον, να κρατηθεί ως το τέλος εδραίος στο μαρτύριό του.
Μετά από εννέα δραματικές ημέρες αφόρητων βασανιστηρίων, βγήκε η καταδικαστική απόφαση: θάνατος δια αποκεφαλισμού. Τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης, όπου είχαν μαζευτεί πολλοί μουσουλμάνοι να χαρούν το θάνατο του «απίστου», αλλά και πολλοί χριστιανοί να θαυμάσουν τον ηρωικό Μάρτυρα του Χριστού.
Όταν ο δήμιους σήκωσε το φονικό ξίφος, ο Δημήτριος αναφώνησε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα φτερούγησε η ψυχή του στα ουράνια, για να συναντήσει το Χριστό. Ήταν 29 Ιανουαρίου του 1802.
Αλλά εκείνη την στιγμή έγινε το απροσδόκητο. Οι παρακολουθούντες Χριστιανοί το ηρωικό τέλος του Μάρτυρα όρμησαν για να πάρουν κάτι από το αγιασμένο σώμα του. Βουτούσαν υφάσματα στο αίμα του και έπαιρναν τεμάχια από τα αιματοβαμμένα ρούχα του.
Μάταια προσπαθούσαν οι δήμιοι να τους εμποδίσουν, με ραβδισμούς και προπηλακισμούς! Μάλιστα δόθηκε εντολή να μην δοθεί το τίμιο λείψανό του στους χριστιανούς να ταφεί, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως κάποιος δήμιος, προφανώς δωροδοκούμενος, το παρέδωσε να ταφεί στη νήσο Πρώτη, μέσα σε ναό ενός μοναστηρίου.
Ο τάφος του κατέστη πηγή θαυμάτων, τα οποία αναφέρει στο συναξάρι του ο άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο οποίος το κατέγραψε. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.
Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού
https://simeiakairwn.wordpress.com