Πααίνου κάθι ἀπόγιουμα ἀ κι βλέπου τ’ μάνναμ’ στοὺ Νουσουκουμείου. Μὶ ἀφήνν’, λίγου χατηρκά, κι τ’βλέπου μαναχὰ πέντι λιπτά, ἀμπουτὶ δὲν ἰπιτρέπιτι, κι φέγου. Κάθι φουρὰ τ’λέου τὰ δέουντα ἀπ’ ὅσ’ μὶ τηληφουνοῦν.
Ἡ Δισπότς τς Φλώρινας, παπάδις, κουνιάδγια, ἀμψιοί, ἀμψιές, ἀ κι τόσ’ φίλ’ κι γνουστοί. Ὅταν πααίνου παίρου κάθι φουρὰ κι ἀποὺ κάνα τηλέφουνου σὶ γνουστοὶ ἀνθρώπ’ κι τς μιλάει, γιὰ νὰ μὴν ξιαστουχήσ’ κι τς ἀνθρώπ’ π’‘νἀγαποῦν. Ἡ παπαΘουμᾶς κι ἡ Βλαμπία, ἡ Δημήτρης, ἡ Ἱλέν, ἡ Ἀγγιλική, ἡ Βαγγιλή, ἡ Βαγγιλίτσα, ἡ Δουξία, ἡ Κρουστάλλου ἀπ’ τοὺ Νιζισκό, ἡ Τάκης κι ἡ
Σταυρούλα ἀπ’ τὰ Σέρβγια, ἡ Ἱλλινίτσα. Ἰχτέ, Διφτέρα ἀπόγιουμα 15φλιβάρ’ 2021, τηληφώντσα τ’ θκήμας τ’Μαρία τ’Βασίλ’ ἀπ’ ἀπουκλείσκι σιαπάν’ κατ’ Δράμα. Τνεἶπι ἡ Μαρία καμπόσα καλά, ἰνθαρρυντκὰ λόϊα κι ἡ μάνναμ’ τὶ τνεἶπι, λέτι… «Μόρ’ Μαρίαμ’ καλή, ἂν δέχθκαμι στ’ζουή μας ὅλα τὰ καλὰ ἀπ’ τοὺν Θιό, νὰ μὴν ἀδιχτοῦμι κι τοῦταϊας τὰ κακὰ ἀπ’ τραβοῦμι τώρα;»
Αὐτόνινιας τοὺν λόγου ὅμους πρώτους τοὺν εἶπι ἰκείνους ἡ Τρανὸς ἄνθρουπους τ’Θιοῦ, ἡ Ἰώβ! Κάθι φουρὰ ἀπ’ ἔρχουνταν ἀγγιλιαφόρους κι τοὺν ἴφιρνι χαμπέρ’ γιὰ κινούργια συμφουρά, ἡ Ἰὼβ ἴλιγι, «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο, ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν οὕτω καὶ ἐγένετο, εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου
εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (1,21). Ὅταν ὅμους τοὺν ζόρσι βαριὰ ἡ γυναῖκατ’, ἡ Ἰὼβ τνεἶπι, «εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;» (2,10). Αὐτόνινιὰ τοὺν λόγου εἶπι σὶ μετάφρασ’ Μκρουβαλτνὴ κι ἡ μάνναμ’, «Μόρ’ Μαρίαμ’ καλή, ἂν δέχθκαμι στ’ζουή μας τὰ καλὰ ἀπ’ τοὺν Θιό, νὰ μὴν ἀδιχτοῦμι κι τοῦταϊας τὰ κακά, ἀπ’ τραβοῦμι τώρα;» Στοὺ ἴδγιου δουμάτιου, Παθουλουγικὸ 444, εἶνι κι ἡ κυραΒασιλκὴ ἀπ’ ‘μΠουντουκώμ, π’θὰ τ’ρουκανίσ’ σὶ λίγου ἡ ΔΙΗ. Μὶ λιέι αὐτὴν, «Ὅλ’ τ’μέρα ἡ μάννασ’ ἔχ’ τὰ χέργιατς σκουμένα κι προυσεύχιτι». Τν εἶδα κι γὼ σιαὐτὴν
τ’στάσ’. Ἄει μάννα. Μακάρ’ νὰ σιἀκούσ’ ἡ Μιγαλουδύναμους ἀ κι νὰ δγιώξ’ στοὺν ἀμήγυρου ἰτούτου τοὺ βλουημένου ζούζουλου π’μᾶς βρῆκι κι δυναστεύκι κι ζουρτχιάσκι ἡ καημένους ἡ κουζμάκς.
Ἄει, παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’ ἀπ’ τοὺ Νουσουκουμείου
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.
Τρίτ’16φλιβάρ’2021
Σταυρούλα ἀπ’ τὰ Σέρβγια, ἡ Ἱλλινίτσα. Ἰχτέ, Διφτέρα ἀπόγιουμα 15φλιβάρ’ 2021, τηληφώντσα τ’ θκήμας τ’Μαρία τ’Βασίλ’ ἀπ’ ἀπουκλείσκι σιαπάν’ κατ’ Δράμα. Τνεἶπι ἡ Μαρία καμπόσα καλά, ἰνθαρρυντκὰ λόϊα κι ἡ μάνναμ’ τὶ τνεἶπι, λέτι… «Μόρ’ Μαρίαμ’ καλή, ἂν δέχθκαμι στ’ζουή μας ὅλα τὰ καλὰ ἀπ’ τοὺν Θιό, νὰ μὴν ἀδιχτοῦμι κι τοῦταϊας τὰ κακὰ ἀπ’ τραβοῦμι τώρα;»
Αὐτόνινιας τοὺν λόγου ὅμους πρώτους τοὺν εἶπι ἰκείνους ἡ Τρανὸς ἄνθρουπους τ’Θιοῦ, ἡ Ἰώβ! Κάθι φουρὰ ἀπ’ ἔρχουνταν ἀγγιλιαφόρους κι τοὺν ἴφιρνι χαμπέρ’ γιὰ κινούργια συμφουρά, ἡ Ἰὼβ ἴλιγι, «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο, ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν οὕτω καὶ ἐγένετο, εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου
εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (1,21). Ὅταν ὅμους τοὺν ζόρσι βαριὰ ἡ γυναῖκατ’, ἡ Ἰὼβ τνεἶπι, «εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;» (2,10). Αὐτόνινιὰ τοὺν λόγου εἶπι σὶ μετάφρασ’ Μκρουβαλτνὴ κι ἡ μάνναμ’, «Μόρ’ Μαρίαμ’ καλή, ἂν δέχθκαμι στ’ζουή μας τὰ καλὰ ἀπ’ τοὺν Θιό, νὰ μὴν ἀδιχτοῦμι κι τοῦταϊας τὰ κακά, ἀπ’ τραβοῦμι τώρα;» Στοὺ ἴδγιου δουμάτιου, Παθουλουγικὸ 444, εἶνι κι ἡ κυραΒασιλκὴ ἀπ’ ‘μΠουντουκώμ, π’θὰ τ’ρουκανίσ’ σὶ λίγου ἡ ΔΙΗ. Μὶ λιέι αὐτὴν, «Ὅλ’ τ’μέρα ἡ μάννασ’ ἔχ’ τὰ χέργιατς σκουμένα κι προυσεύχιτι». Τν εἶδα κι γὼ σιαὐτὴν
τ’στάσ’. Ἄει μάννα. Μακάρ’ νὰ σιἀκούσ’ ἡ Μιγαλουδύναμους ἀ κι νὰ δγιώξ’ στοὺν ἀμήγυρου ἰτούτου τοὺ βλουημένου ζούζουλου π’μᾶς βρῆκι κι δυναστεύκι κι ζουρτχιάσκι ἡ καημένους ἡ κουζμάκς.
Ἄει, παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’ ἀπ’ τοὺ Νουσουκουμείου
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.
Τρίτ’16φλιβάρ’2021
από τον π. Νικηφόρο Μανάδη
Πρωτοσύγκελλος Ι. Μ. Φλωρίνης, εορδαίας & πρεσπών
Tags:
π. Νικηφόρος Μανάδης