Η λαμπάδα που δεν άναβε


Ζούσε κάποτε σ’ ένα φημισμένο κηροπωλείο μιά υπέροχη λαμπάδα. Ήταν ζωγραφισμένη με τά χρώματα του ουράνιου τόξου. 
Είχε κολλημένα πάνω της αστραφτερά διαμαντάκια, που όταν τά φώτιζε ο ήλιος έβγαζαν μελωδικές φωνούλες.
Η λαμπάδα της ιστορίας μας ήταν τοποθετημένη στο πιό κεντρικό σημείο του καταστήματος, γιά νά τραβάει τά βλέμματα των πελατών.
Γύρω της υπήρχαν ένα σωρό άλλες λαμπάδες, αλλά καμία δεν την ξεπερνούσε σε ομορφιά και λάμψη, γι’ αυτό και όλες την κοίταζαν με θαυμασμό.
Κάποιο πρωινό όμως, την ώρα που ο κηροπώλης άπλωσε το χέρι του στο ράφι, έσπρωξε κατα λάθος ένα μικρό λευκό κεράκι που κρεμόταν δίπλα στη λαμπάδα μας κι εκείνο, χωρίς νά το θέλει, έδωσε μιά σκουντιά στην πανέμορφη λαμπάδα.
– Είσαι ανόητο και κακομαθημένο! Ίιιιιι! Κοίτα τι μου έκανες!!!
Μού χάλασες τά χρώματα!!! Ορίστε, ξέβαψε το λουλούδι μου πάνω σου!!! φώναξε εκνευρισμένη η λαμπάδα κι έδειξε το σημάδι από το κέρινο λουλούδι της, που έμεινε πάνω στο μικρό κεράκι.
– Συγγνώμη, δεν το ήθελα, απολογήθηκε ντροπαλά το λευκό κεράκι. Εξάλλου εσύ έχεις τόσα άλλα όμορφα στολίδια!
-Τά «συγγνώμη» νά τά κρατήσεις γιά τον εαυτό σου!
– Μάαα…ψιθύρισε το κεράκι, είναι τόσο δά μικρό το σημάδι…
– Είσαι με τά καλά σου; έμπηξε τις φωνές η λαμπάδα.
Ξέρεις τι μου έκανες; Πρόσβαλες την αξιοπρέπειά μου, χάλασες την ο μορφιά μου. Χώρια που τώρα θά πέσει και η τιμή μου!
-Σού είπα, καλή μου λαμπάδα, το έκανα κατά λάθος, ξαναμίλησε το κεράκι, συγχώρησέ με.
– Άκου νά συγχωρήσω! Σου κάνουν πρώτα τη ζημιά κι ύστερα ζητούν συγγνώμη! Όχι δεν πρόκειται νά συγχωρήσω κανέναν.
Πράγματι η περήφανη λαμπάδα τίναξε πίσω το χρωματιστό φυτίλι της κι αποφάσισε νά μην ξαναμιλήσει στο λευκό κεράκι. Δεν μπορούσε ούτε νά το βλέπει.
Γι’ αυτό και πολύ ευχαριστήθηκε, όταν σε λίγες μέρες ο κηροπώλης τύλιξε το κεράκι μαζί με άλλα, γιά κάποιον πελάτη.
– Ούφ, επιτέλους! Απαλλάχτηκα! έλεγε η λαμπάδα.
Οι μέρες περνούσαν. Έφτασαν οι διακοπές του Πάσχα. Σε τρείς μέρες θά γιόρταζαν Ανάσταση. Στο κηροπωλείο τά κεριά είχαν πανηγύρι. Μά περισσότερο απ’ όλα οι λαμπάδες. Και πιό πολύ απ’ όλες η λαμπάδα μας.
-Πότε επιτέλους θά με αγοράσουν; μονολογούσε γεμάτη λαχτάρα. Θέλω κι εγώ νά πάω στην Ανάσταση και νά πάρω Άγιο Φώς! Άχ πότε; Πότε;
Κι όλο τέντωνε τά πολύχρωμα λουλούδια της κι όλο γύριζε πρός το φώς τά διαμαντάκια της κι εκείνα τραγουδούσαν.
Ώσπου ήρθε η ώρα.
– Μαμά, αυτή τη λαμπάδα νά πάρουμε γιά τη Νίκη. Θά χαρεί πολύ! Ακούστηκε μιά παιδική φωνή μέσα στο κηροπωλείο.
– Κοίταξε τι όμορφη που είναι! είπε το παιδί και την έπιασε στά χέρια του.
Η Νίκη, που είναι τόσο φτωχή, σίγουρα δεν θά έχει δεί ποτέ της τέτοια πανέμορφη λαμπάδα. Αυτήν νά πάρουμε, μαμά, και νά την ονομάσουμε λαμπάδα της αγάπης!
– Μμμμ, λαμπάδα της αγάπης; ξαφνιάστηκε η λαμπάδα μας και λίγο σάν νά ξεροκατάπιε στον κέρινο λαιμό της.
Πράγματι σε λίγες μέρες η μικρή Νικούλα κρατούσε στά αδύνατα χεράκια της την πανέμορφη λαμπάδα. Την καμάρωνε, την γύριζε στο φώς γιά νά ακούσει τά μελωδικά διαμαντάκια της. Σίγουρα το βράδυ στην Ανάσταση θά είναι θαύμα, η πιό λαμπερή!
Επιτέλους ήρθε το βράδυ. Μεσάνυχτα. Όλοι μέσα στην Εκκλησία με σβηστά τά φώτα περίμεναν το Άγιο Φώς. Περίμενε και η Νίκη.
Καί νά σε λίγο… πλημμύρισε παντού το Φώς.
Άπλωσε την πανέμορφη λαμπάδα της. Όμως, τι παράξενο! η φανταχτερή λαμπάδα δεν άναβε. Λυπήθηκε η Νίκη. Έξυσε λίγο το φυτίλι κι άπλωσε τη λαμπάδα ξανά. Και πάλι όμως δεν άναβε!
Μέ τίποτα δεν ᾽ρχόταν το Άγιο Φώς πάνω της. Στενοχωρημένη η Νίκη έτρεξε στις φίλες της.
– Η πανέμορφη λαμπάδα μου δεν ανάβει, είπε κι έβαλε τά κλάματα.
Οι φίλες της έκαναν πολλές προσπάθειες, αλλά μάταια. Η Νίκη έκλαιγε. Ο κόσμος κοιτούσε παραξενεμένος.
Τότε… άπλωσε το χέρι του ένας άγνωστος.
Κρατούσε ένα μικρό, λεπτούτσικο, φθηνό κεράκι. Ή ταν κάτασπρο και λίγο λερωμένο στο κάτω μέρος του. Είχε λεκέδες από κάποιο χρώμα.
Όμως το κεράκι έλαμπε. Είχε πάρει το Άγιο Φώς κι ήταν τόσο μά τόσο φωτεινό!
-Έλα νά σου ανάψω εγώ τη λαμπάδα, είπε ο ά γνωστος και πλησίασε το κεράκι του στη φανταχτερή λαμπάδα.
– Ίιιιι!!! φρίκη έπιασε τη λαμπάδα, όταν αναγνώρισε το κεράκι.
Ποτέ! Ποτέ! Δεν πρόκειται νά πάρω από το φώς σου ποτέ!!! μουρμούρισε θυμωμένη και κοίταξε το σημάδι από το λουλούδι της πάνω του.
– Ώ, πανέμορφη λαμπάδα! είπε γεμάτο χαρά το λευκό κεράκι.
Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Μά, γιατί δεν έχεις ακόμη Άγιο Φώς; Αν α νάψεις το φυτίλι σου, θά είσαι η ωραιότερη λαμπάδα του κόσμου! Έλα νά σου δώσω λίγο από το Φώς.
-Εγώ από σένα;! Ποτέ! είπε ακατάδεχτα η λαμπάδα και γύρισε το φυτίλι της από την άλλη μεριά.
Τή συζήτηση αυτή κανένας δεν τη άκουσε.
Ωστόσο η Νίκη, που κρατούσε τόση ώρα σβηστή τη λαμπάδα της, έκλαιγε πιά με λυγμούς. Τότε το κεράκι άπλωσε τη φωτίτσα του και ψιθύρισε γλυκά:
-Πανέμορφη λαμπάδα, πρέπει νά ξέρεις ότι μόνο αν δώσεις τη συγγνώμη με την καρδιά σου, θά πάρεις Άγιο Φώς. Μόνο αν γίνεις λαμπάδα της αγάπης, θά δώσεις χαρά στο μικρό παιδί, που σε κρατάει.
-Λαμπάδα της αγάπης…! μονολόγησε η πολύχρωμη σβηστή λαμπάδα. Και θυμήθηκε την ώρα που την αγόραζαν από το κατάστημα.
Πώ-πώ! Πόσο σκληρή έγινε η κέρινη καρδιά της! Σαστισμένη κοίταζε μιά τη Νίκη, που έκλαιγε, και μιά το λευκό κεράκι, που έλαμπε με το Άγιο Φώς. Τά διαμαντάκια της γέμισαν δάκρυα.
– Συγγνώμη…, ψιθύρισε μετανοιωμένη.
Καί τότε ξαφνικά μιά λάμψη την τύλιξε! Ήταν το Άγιο Φώς. Το Φώς της Ανάστασης. Το φώς της συγγνώμης. Το Φώς της Αγάπης!
Σ. Ν. Φ.
Προς τη Νίκη
Μηνιαίο Ορθόδοξο Χριστιανικό Νεανικό Περιοδικό
Απρίλιος 2010
https://oikohouse.wordpress.com/

Πηγή: https://epanosifi.blogspot.com/2021/05/blog-post_68.html

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology