– Γέροντα, μερικὲς φορὲς οἱ πειρασμοὶ ἔρχονται ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον καὶ δὲν ἀντέχω.
– Νὰ σοῦ πῶ μία λύση, γιὰ νὰ τοὺς ἀποφύγεις; Θὰ τὴν δεχθεῖς;– Ναὶ.
– Ἡ μόνη λύση γιὰ νὰ ἀποφύγεις τοὺς πειρασμούς, εἶναι νὰ … συμμαχήσεις μὲ τὸν διάβολο! Τί γελᾶς; Δὲν σοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ λύση; Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ. Ὅσο κανεὶς ἀγωνίζεται, θὰ ἔχει πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες. Και ὅσο προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει τὸν πειρασμό, τόσο κόντρα τοῦ πάει ὁ διάβολος. Ἀλλὰ μὲ τοὺς πειρασμοὺς – ἂν τοὺς ἀξιοποιήσουμε σωστὰ -, δίνεται ἡ εὐκαιρία, ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς ἡ ζωή μας εἶναι ἀντιευαγγελική, νὰ γίνει «εὐαγγελική».
– Γέροντα, σκαλώνω σὲ μερικὰ ἀσήμαντα πράγματα καὶ δὲν ἔχω διάθεση μετὰ νὰ ἀγωνισθῶ γιὰ κάτι ἀνώτερο.
– Αὐτὰ εἶναι σὰν τὶς νάρκες ποὺ βάζει ὁ ἐχθρός, γιὰ νὰ ἀχρηστέψει τὸν στρατό. Τὸ ταγκαλάκι (ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας τὸν διάβολο καὶ τὰ δαιμόνια) ὅταν δεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄλλη ζημιὰ στὸν ἀγωνιστὴ, κοιτάει πὼς νὰ τὸν ἀχρηστέψει μὲ ἀσήμαντα πράγματα. Ὕστερα, νὰ ξέρεις ὅτι ὑπάρχουν καὶ μικρὰ ταγκαλάκια, ποὺ κάνουν ὅμως μεγάλη ζημιά. Μία φορᾶ ρώτησαν ἕνα μικρὸ ταγκαλάκι: «Τάχα τί μπορεῖς νὰ κάνεις ἐσύ;». «Ἐγὼ τί μπορῶ νὰ κάνω; Πάω καὶ μπερδεύω τὶς κλωστὲς στὶς μοδίστρες, στοὺς τσαγκάρηδες, ἀπάντησε, καὶ τοὺς κάνω νὰ θυμώνουν». Τὰ μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα, ὄχι μόνο σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ στὰ κράτη. Στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχουν σοβαρὲς ἀφορμὲς γιὰ σκάνδαλα. Ἀπὸ τὸ μικρὰ παίρνει ὁ διάβολος ἀφορμή. Τσακίζει τὸν ἄνθρωπο ψυχικὰ μὲ κάτι χαζά, παιδικὰ πράγματα, ὀπότε κάνει τὴν καρδιὰ του ὅπως ἐκεῖνος θέλει καὶ μένει μετὰ κανεὶς ἕνα κούτσουρο.
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ βάζω ἕνα πρόγραμμα, μία σειρὰ στὸν ἀγώνα μου, καὶ ξεκινῶ μὲ διάθεση νὰ ἀγωνισθῶ, σύντομα ξεχνιέμαι;
– Δὲν ξέρεις; Τὸ ταγκαλάκι, ὅταν πάρει εἴδηση ὅτι κάνουμε δουλειὰ πνευματική, τότε γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ. Ἐνῶ βάζουμε ἕνα πρόγραμμα, μία ἄλφα σειρά, βρισκόμαστε σὲ ἄλλη καί, ἂν δὲν προσέξουμε, τὸ ἀντιλαμβανόμαστε μετὰ ἀπὸ μέρες. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀγωνιστὴς πρέπει νὰ πηγαίνει ὅλο κόντρα στὸν διάβολο- φυσικὰ μὲ διάκριση- καὶ νὰ τὸν παρακολουθεῖ κάποιος ἔμπειρος Πνευματικός.
– Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν κάνει λεπτὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό του, ὁ σατανᾶς τὸν πολεμάει;
– Ὁ σατανᾶς δὲν πάει σὲ ἕναν ἄχρηστο ἄνθρωπο, ἀλλὰ πάει σὲ ἕναν ἀγωνιστή, γιὰ νὰ τὸν πειράξει καὶ νὰ τὸν ἀχρηστέψει. Δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰ κάνει λεπτὴ ἐργασία σὲ κάποιον ποὺ δὲν ἔχει κάνει λεπτὴ ἐργασία. Στέλνει σ’ αὐτὸν ποὺ ράβει μὲ σακοράφα, διάβολο μὲ σακοράφα. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο, στέλνει διάβολο ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει πολὺ ψιλὸ κέντημα, στέλνει διάβολο γιὰ πολὺ ψιλὴ ἐργασία. Σ’ αὐτοὺς ποὺ κάνουν χονδρὴ δουλειὰ στὸν ἑαυτό τους, στέλνει χονδρὸ διάβολο.
Στοὺς ἀρχάριους στέλνει ἀρχάριο διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν λεπτὴ ψυχή, πολὺ φιλότιμο καὶ εἶναι εὐαίσθητοι, χρειάζεται νὰ προσέξουν, γιατί βάζει καὶ ὁ διάβολος τὴν οὐρά του καὶ τοὺς κάνει πιὸ εὐαίσθητους, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν μελαγχολία ἢ ἀκόμη -Θεὸς φυλάξοι- καὶ στὴν αὐτοκτονία. Ὁ διάβολος, ἐνῶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους μας βάζει νὰ πηγαίνουμε κόντρα στὸν πλησίον μας καὶ νὰ μαλώνουμε, ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν πάει κόντρα.
Τὸν ἀμελὴ τὸν κάνει πιὸ ἀμελὴ. Τὸν ἀναπαύει μὲ τὸν λογισμό: «τὸ κεφάλι σου πονάει, εἶσαι ἀδιάθετος. Δὲν πειράζει καὶ ἂν δὲν σηκωθεῖς γιὰ προσευχή». Τὸν εὐλαβὴ τὸν κάνει πιὸ εὐλαβὴ, γιὰ νὰ τὸν ρίξει στὴν ὑπερηφάνεια, ἢ τὸν σπρώχνει νὰ ἀγωνισθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, ὥστε νὰ ἀποκάμει καὶ νὰ ἀφήσει μετὰ ὅλα τὰ πνευματικὰ του ὅπλα καὶ νὰ παραδοθεῖ ὁ πρώην πολὺ ἀγωνιστής. Τὸν σκληρόκαρδο τὸν κάνει πιὸ σκληρόκαρδο, τὸν εὐαίσθητο, ὑπερευαίσθητο.
Καὶ βλέπεις πόσοι ἄνθρωποι, ἄλλοι ἔχουν κάποια εὐαισθησία καὶ ἄλλοι γιατί ἔχουν κλονισθεῖ τὰ νεῦρα τους, ταλαιπωροῦνται μὲ ἀϋπνίες καὶ παίρνουν χάπια ἢ βασανίζονται καὶ χαραμίζονται στὰ νοσοκομεῖα. Σπάνια νὰ δεῖς ἄνθρωπο ἰσορροπημένο. Ἔγιναν μπαταρίες οἱ ἄνθρωποι. Οἱ περισσότεροι σὰν νὰ ἔχουν ἠλεκτρισμό. Ὅσοι μάλιστα δὲν ἐξομολογοῦνται, δέχονται ἐπιδράσεις δαιμονικές. Ἔχουν ἕναν δαιμονικὸ μαγνητισμό, γιατί ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία ἐπάνω τους. Λίγοι ἄνθρωποι, εἴτε ἀγόρια εἴτε κοπέλες εἴτε ἡλικιωμένοι εἶναι, ἔχουν ἕνα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τί θὰ πεῖ δαιμονισμός; Νὰ μὴν μπορεῖς νὰ συνεννοηθεῖς μὲ τὸν κόσμο.
Εἶπα σὲ κάποιους γιατροὺς ποὺ συζητοῦσαν γιὰ τὴν ἀναισθησία ποὺ κάνουν στὶς ἐγχειρήσεις: «Τοῦ πειρασμοῦ ἡ ἀναισθησία ἔχει ἄσχημες ἐπιπτώσεις στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ αὐτὴ ποὺ κάνετε ἐσεῖς βοηθάει». Ἡ ἀναισθησία τοῦ διαβόλου εἶναι σὰν τὸ δηλητήριο ποὺ ρίχνει τὸ φίδι στὰ πουλιὰ ἢ στὰ λαγουδάκια, γιὰ νὰ παραλύσουν καὶ νὰ τὰ καταπιεῖ χωρὶς νὰ ἀντιδράσουν. Ὁ διάβολος, ὅταν θέλει νὰ πολεμήσει ἕναν ἄνθρωπο, στέλνει πρῶτα ἕνα διαβολάκι «ἀναισθησιολόγο», γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρῶτα ἀναίσθητο, καὶ μετὰ πηγαίνει ὁ ἴδιος καὶ τὸν πελεκάει, τὸν κάνει ὅ,τι θέλει …
Ἀλλὰ προηγεῖται ὁ … «ἀναισθησιολόγος». Μᾶς βάζει ἔνεση ἀναισθησίας καὶ ξεχνοῦμε. Νά, βλέπεις, οἱ μοναχοὶ ὑποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», καὶ τελικά, ὁ πειρασμὸς μερικὲς φορές μᾶς μπερδεύει καὶ κάνουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑποσχεθήκαμε. Ἀλλιῶς ξεκινᾶμε κι ἀλλιῶς καταλήγουμε. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινήσαμε νὰ πᾶμε καὶ ἀλλοῦ πηγαίνουμε. Δὲν προσέχουμε. Δὲν σᾶς ἔχω πεῖ παραδείγματα;
Παλαιότερα, στὴν Κόνιτσα δὲν ὑπῆρχε Τράπεζα. Ἀναγκάζονταν οἱ ἄνθρωποι νὰ πᾶνε στὰ Γιάννενα, ὅταν ἤθελαν νὰ πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινοῦσαν, λοιπὸν, μερικοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ καὶ πήγαιναν ἑβδομήντα δυὸ χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια, νὰ πάρουν δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσουν λ.χ. ἕνα ἄλογο. Τότε, ἂν κανεὶς εἶχε ἕνα ἄλογο, μποροῦσε νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του. Ἔκανε ζευγάρι μὲ τὸ ἄλογο κάποιου ἄλλου καὶ ὄργωνε. Μία φορᾶ ξεκίνησε ἕνας νὰ πάει στὰ Γιάννενα, νὰ πάρει δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσει ἕνα ἄλογο, νὰ ὀργώνει τὰ χωράφια του καὶ νὰ μὴν παιδεύεται νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα. Πῆγε, λοιπὸν, στὴν Τράπεζα, πῆρε τὸ δάνειο καὶ μετὰ πέρασε καὶ ἀπὸ τὰ ἑβραίικα μαγαζιὰ καὶ χάζευε. Τὸν ἔβλεπε ὁ ἕνας Ἑβραῖος, τὸν τραβοῦσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, ἔχω καλὸ πράγμα!».
Ἔμπαινε ἐκεῖνος μέσα, ἄρχιζε ὁ Ἑβραῖος νὰ κατεβάζει τὰ τόπια ἀπὸ τὰ ράφια. Τὰ ἔπαιρνε, τὰ τίναζε. «Παρ’ τό, τοῦ ἔλεγε, εἶναι καλό, καὶ γιὰ τὰ παιδιά σου θὰ σοῦ τὸ δώσω φθηνό». Ἔφευγε ἀπὸ τὸν ἕναν, προχωροῦσε παραπέρα, χάζευε σὲ ἄλλον. «Ἔλα, μπάρμπα, μέσα, τοῦ ἔλεγε ὁ Ἑβραῖος, θὰ σοῦ δώσω τὸ πιὸ φθηνό». Κατέβαζε τὰ τόπια, τὰ ἄνοιγε, τὰ ἅπλωνε. Ζαλίστηκε στὸ τέλος ὁ καημένος. Εἶχε καὶ λίγο φιλότιμο, σοῦ λέει «τώρα τὰ κατέβασε τὰ τόπια, τὰ ἅπλωσε …;», καὶ δῆθεν «γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ πιὸ φθηνό», ἔδωσε τὰ χρήματα ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὴν Τράπεζα καὶ ἀγόρασε ἕνα τόπι πανί, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν χωνεμένο! Μὰ καὶ ἕνα τόπι πανὶ τί νὰ τὸ κάνει;
Καὶ ἕνας πλούσιος δὲν ἔπαιρνε ἕνα τόπι πανί, ἔπαιρνε ὅσο τοῦ χρειαζόταν. Τελικὰ γύρισε στὸ σπίτι μὲ ἕνα τόπι σάπιο ὕφασμα! «Ποῦ εἶναι τὸ ἄλογο;», τὸν ρωτᾶν. «Ἔφερα ὕφασμα γιὰ τὰ παιδιά!», λέει. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνουν τόσο ὕφασμα; Χρεώθηκε ἐν τῷ μεταξὺ στὴν Τράπεζα, καὶ ἄλογο δὲν πῆρε παρὰ ἕνα τόπι πανὶ χωνεμένο. Ἄντε πάλι νὰ πηγαίνει νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα στὰ χωράφια, νὰ δυσκολεύεται, γιὰ νὰ ξεχρεώσει τὸ δάνειο!
Ἂν ἀγόραζε ἄλογο, θὰ ἐπέστρεφε καὶ καβάλα, θὰ ψώνιζε καὶ λίγα πράγματα γιὰ τὸ σπίτι του καὶ δὲν θὰ σκοτωνόταν νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα! Ἀλλὰ γιὰ νὰ χαζεύει στὰ μαγαζιὰ τὰ ἑβραίικα, εἴδατε τί ἔπαθε; Ἔτσι κάνει καὶ ὁ διάβολος. Σὰν τὸν πονηρὸ ἔμπορο σὲ τραβάει ἀπὸ ‘δῶ, σὲ τραβάει ἀπὸ ‘κεῖ, σοῦ βάζει τρικλοποδιές, καὶ τελικὰ σὲ καταφέρνει νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ θέλει ἐκεῖνος. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινᾶς καὶ ἀλλοῦ καταλήγεις, ἂν δὲν προσέξεις. Σὲ ξεγελάει καὶ χάνεις τὰ καλύτερα χρόνια σου.
Ὁ διάβολος κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος
Ὁ διάβολος εἶναι τεχνίτης. Ἂν φέρει λ.χ. τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο ἕναν ἐλεεινὸ λογισμό, ἐκεῖνος θὰ τὸν καταλάβει, θὰ τιναχθεῖ καὶ θὰ τὸν διώξει. Γι’ αὐτὸ τοῦ φέρνει ἕναν πνευματικὸ λογισμό. «Τὸ τάδε βιβλίο, τοῦ λέει, γράφει αὐτὸ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία». Μετὰ θὰ τοῦ τραβήξει τὴν προσοχὴ λ.χ. στὸν πολυέλαιο. Θὰ ἀναρωτηθεῖ ποιὸς ἄραγε νὰ τὸν ἐφτίαξε. Ἢ θὰ τοῦ θυμίσει ἕναν ἄρρωστο ποὺ πρέπει νὰ πάει νὰ τὸν δεῖ. «Ἅ ἔμπνευση, λέει, τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας», ἐνῶ εἶναι ὁ διάβολος ποὺ μπαίνει ἐνδιάμεσος καὶ πιάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν συζήτηση μὲ τὸν λογισμό του. Ὅποτε ἀκούει τὸν ἱερέα νὰ λέει «Μετὰ φόβου …» καὶ τότε καταλαβαίνει ὅτι τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἐκεῖνος δὲν συμμετεῖχε καθόλου.
Νά, καὶ ἐδῶ στὸν Ναό. Πηγαίνει ἡ ἐκκλησάρισσα νὰ ἀνάψει τὰ κεριὰ στὸν πολυέλαιο καὶ ἔχω παρατηρήσει ὅτι καὶ μεγάλους ἀκόμα τοὺς ἀποσπᾶ ὁ πειρασμὸς ἐκεῖ πέρα καὶ χαζεύουν τὴν ἀδελφὴ πὼς ἀνάβει τὰ κεριά. Αὐτὸ εἶναι τελείως παιδικό. Μόνον τὰ μικρούτσικα παιδάκια χαίρονται μὲ κάτι τέτοια καὶ λένε: «Τὰ ἄναψε!». Δηλαδή, αὐτὸ γιὰ τὰ μικρὰ παιδάκια εἶναι δικαιολογημένο, ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους; Ἤ, ἐνῶ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὶς κινήσεις τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ πειρασμὸς μπορεῖ νὰ βάλει ἐκείνη τὴν ἱερὴ ὥρα μία ἀδελφὴ νὰ γυρίζει στὸ ἀναλόγιο τὰ φύλλα τοῦ βιβλίου, νὰ κάνει θόρυβο καὶ νὰ ἀποσπᾶ τοὺς ἄλλους.
Ἀκοῦνε «κρίτς-κρίτς», «τί γίνεται;» λένε καὶ φεύγει ἔτσι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χαίρεται τὸ ταγκαλάκι. Γι’ αὐτὸ νὰ προσέχουμε νὰ μὴ γινόμαστε ἐμεῖς αἰτία νὰ ἀποσπᾶται ἡ προσοχὴ τῶν ἄλλων τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιὰ στὸν κόσμο καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ἢ παρατηρῆστε σὲ καμία ἀνάγνωση. Ὅταν φθάσει ὁ ἀναγνώστης στὸ πιὸ ἱερὸ σημεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, τότε ἢ θὰ χτυπήσει δυνατὰ ἀπὸ τὸ ἀέρα ἡ πόρτα ἢ θὰ βήξει κάποιος καὶ θὰ ἀποσπασθεῖ ἡ προσοχή τους καὶ δὲν θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱερὸ σημεῖο. Ἔτσι κάνει τὴν δουλειὰ του τὸ ταγκαλάκι.
Ὤ, ἂν βλέπατε τὸν διάβολο πὼς κινεῖται! Δὲν τὸν ἔχετε δεῖ, γι’ αὐτὸ δὲν καταλαβαίνετε μερικὰ πράγματα! Κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τὸ ἔχω παρατηρήσει στὸ Καλύβι, ὅταν συζητῶ. Μόλις φθάσω ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ποὺ θέλω, στὸ πιὸ εὐαίσθητο, γιὰ νὰ βοηθήσω αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀκοῦν, τότε ἢ κάποιος θόρυβος γίνεται ἢ ἔρχονται ἄλλοι καὶ διακόπτω. Τοὺς βάζει προηγουμένως ὁ διάβολος νὰ χαζεύουν ἀπέναντι τὴν Σκήτη ἢ νὰ βλέπουν κάτι, καὶ κανονίζει νὰ ἔρθουν στὸ πιὸ λεπτὸ σημεῖο τῆς συζητήσεως γιὰ νὰ ἀλλάξω θέμα καὶ νὰ μὴν ὠφεληθοῦν. Γιατί, ὅταν ἀρχίσει ἡ συζήτηση, ξέρει ὁ διάβολος ποὺ θὰ καταλήξει καί, ἐπειδὴ βλέπει ὅτι θὰ πάθει ζημιά, στέλνει κάποιον ἀκριβῶς στὸ πιὸ εὐαίσθητο σημεῖο, γιὰ νὰ μὲ διακόψει. «Ἔ, Πάτερ, ἀπὸ ποῦ νὰ μποῦμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια καὶ νερὸ καὶ ἐλᾶτε ἀπὸ ‘κεῖ», τοὺς λέω. Ἄλλοι μπαίνουν ἐκείνη τὴν στιγμὴ μέσα, ὅποτε μὲ διακόπτουν, γιατί πρέπει νὰ σηκωθῶ νὰ χαιρετήσω.
Ἄλλοι ἔρχονται μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ πρέπει πάλι νὰ σηκωθῶ, ἀρχίζουν καὶ τὴν κουβέντα «ἀπὸ ποῦ εἶσαι κ.λπ.» … Ὅποτε εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ ἀρχίσω πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ξαναπῶ φερ’ εἰπεὶν τὸ παράδειγμα ποὺ ἔλεγα. Μόλις προχωρῶ, φωνάζει ἀπὸ κάτω ἄλλος: «Ἔ, Πάτερ Παΐσιε, ποῦ μένεις; Ἀπὸ ‘δῶ εἶναι ἡ πόρτα;». Ἄντε ξανὰ νὰ σηκωθεῖς … Βρὲ τὸν πειρασμό! Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς μία μέρα μοῦ ἔκανε τὸ ἴδιο, μέχρι ποὺ ἀναγκάσθηκα καὶ ἔβαλα μερικοὺς … φρουρούς! «Ἐσὺ κάθισε ἐκεῖ καὶ κοίταζε νὰ μὴν ἔρθει κανένας ἀπὸ ‘κεῖ. Ἐσὺ κάθισε ἐδῶ, μέχρι νὰ τελειώσω τὴν δουλειά μου». Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς νὰ ἀρχίζεις ὁλόκληρη ἱστορία, νὰ τοὺς φέρνεις στὸ σημεῖο ποὺ θὰ βοηθηθοῦν, καὶ τὰ ταγκαλάκια νὰ δημιουργοῦν σκηνές!
Βρὲ τὸν πειρασμὸ τί κάνει! Γυρίζει τὸ κουμπὶ συνέχεια σὲ ἄλλη συχνότητα. Μόλις ὁ ἀγωνιζόμενος πάει νὰ συγκινηθεῖ λίγο ἀπὸ κάτι, τάκ, τοῦ γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ καὶ ξεχνιέται μὲ ἐκεῖνο. Θυμᾶται πάλι κάτι πνευματικό; Τάκ, τοῦ θυμίζει κάτι ἄλλο. Τὸν κάνει ὅλο τοῦμπες. Ὁ ἄνθρωπος, ἂν μάθει πὼς ἐργάζεται ὁ διάβολος, θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ πολλὰ πράγματα.
(Λόγοι Β΄ Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος)
– Νὰ σοῦ πῶ μία λύση, γιὰ νὰ τοὺς ἀποφύγεις; Θὰ τὴν δεχθεῖς;– Ναὶ.
– Ἡ μόνη λύση γιὰ νὰ ἀποφύγεις τοὺς πειρασμούς, εἶναι νὰ … συμμαχήσεις μὲ τὸν διάβολο! Τί γελᾶς; Δὲν σοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ λύση; Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ. Ὅσο κανεὶς ἀγωνίζεται, θὰ ἔχει πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες. Και ὅσο προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει τὸν πειρασμό, τόσο κόντρα τοῦ πάει ὁ διάβολος. Ἀλλὰ μὲ τοὺς πειρασμοὺς – ἂν τοὺς ἀξιοποιήσουμε σωστὰ -, δίνεται ἡ εὐκαιρία, ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς ἡ ζωή μας εἶναι ἀντιευαγγελική, νὰ γίνει «εὐαγγελική».
– Γέροντα, σκαλώνω σὲ μερικὰ ἀσήμαντα πράγματα καὶ δὲν ἔχω διάθεση μετὰ νὰ ἀγωνισθῶ γιὰ κάτι ἀνώτερο.
– Αὐτὰ εἶναι σὰν τὶς νάρκες ποὺ βάζει ὁ ἐχθρός, γιὰ νὰ ἀχρηστέψει τὸν στρατό. Τὸ ταγκαλάκι (ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας τὸν διάβολο καὶ τὰ δαιμόνια) ὅταν δεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄλλη ζημιὰ στὸν ἀγωνιστὴ, κοιτάει πὼς νὰ τὸν ἀχρηστέψει μὲ ἀσήμαντα πράγματα. Ὕστερα, νὰ ξέρεις ὅτι ὑπάρχουν καὶ μικρὰ ταγκαλάκια, ποὺ κάνουν ὅμως μεγάλη ζημιά. Μία φορᾶ ρώτησαν ἕνα μικρὸ ταγκαλάκι: «Τάχα τί μπορεῖς νὰ κάνεις ἐσύ;». «Ἐγὼ τί μπορῶ νὰ κάνω; Πάω καὶ μπερδεύω τὶς κλωστὲς στὶς μοδίστρες, στοὺς τσαγκάρηδες, ἀπάντησε, καὶ τοὺς κάνω νὰ θυμώνουν». Τὰ μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα, ὄχι μόνο σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ στὰ κράτη. Στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχουν σοβαρὲς ἀφορμὲς γιὰ σκάνδαλα. Ἀπὸ τὸ μικρὰ παίρνει ὁ διάβολος ἀφορμή. Τσακίζει τὸν ἄνθρωπο ψυχικὰ μὲ κάτι χαζά, παιδικὰ πράγματα, ὀπότε κάνει τὴν καρδιὰ του ὅπως ἐκεῖνος θέλει καὶ μένει μετὰ κανεὶς ἕνα κούτσουρο.
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ βάζω ἕνα πρόγραμμα, μία σειρὰ στὸν ἀγώνα μου, καὶ ξεκινῶ μὲ διάθεση νὰ ἀγωνισθῶ, σύντομα ξεχνιέμαι;
– Δὲν ξέρεις; Τὸ ταγκαλάκι, ὅταν πάρει εἴδηση ὅτι κάνουμε δουλειὰ πνευματική, τότε γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ. Ἐνῶ βάζουμε ἕνα πρόγραμμα, μία ἄλφα σειρά, βρισκόμαστε σὲ ἄλλη καί, ἂν δὲν προσέξουμε, τὸ ἀντιλαμβανόμαστε μετὰ ἀπὸ μέρες. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀγωνιστὴς πρέπει νὰ πηγαίνει ὅλο κόντρα στὸν διάβολο- φυσικὰ μὲ διάκριση- καὶ νὰ τὸν παρακολουθεῖ κάποιος ἔμπειρος Πνευματικός.
– Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν κάνει λεπτὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό του, ὁ σατανᾶς τὸν πολεμάει;
– Ὁ σατανᾶς δὲν πάει σὲ ἕναν ἄχρηστο ἄνθρωπο, ἀλλὰ πάει σὲ ἕναν ἀγωνιστή, γιὰ νὰ τὸν πειράξει καὶ νὰ τὸν ἀχρηστέψει. Δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰ κάνει λεπτὴ ἐργασία σὲ κάποιον ποὺ δὲν ἔχει κάνει λεπτὴ ἐργασία. Στέλνει σ’ αὐτὸν ποὺ ράβει μὲ σακοράφα, διάβολο μὲ σακοράφα. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο, στέλνει διάβολο ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει πολὺ ψιλὸ κέντημα, στέλνει διάβολο γιὰ πολὺ ψιλὴ ἐργασία. Σ’ αὐτοὺς ποὺ κάνουν χονδρὴ δουλειὰ στὸν ἑαυτό τους, στέλνει χονδρὸ διάβολο.
Στοὺς ἀρχάριους στέλνει ἀρχάριο διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν λεπτὴ ψυχή, πολὺ φιλότιμο καὶ εἶναι εὐαίσθητοι, χρειάζεται νὰ προσέξουν, γιατί βάζει καὶ ὁ διάβολος τὴν οὐρά του καὶ τοὺς κάνει πιὸ εὐαίσθητους, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν μελαγχολία ἢ ἀκόμη -Θεὸς φυλάξοι- καὶ στὴν αὐτοκτονία. Ὁ διάβολος, ἐνῶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους μας βάζει νὰ πηγαίνουμε κόντρα στὸν πλησίον μας καὶ νὰ μαλώνουμε, ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν πάει κόντρα.
Τὸν ἀμελὴ τὸν κάνει πιὸ ἀμελὴ. Τὸν ἀναπαύει μὲ τὸν λογισμό: «τὸ κεφάλι σου πονάει, εἶσαι ἀδιάθετος. Δὲν πειράζει καὶ ἂν δὲν σηκωθεῖς γιὰ προσευχή». Τὸν εὐλαβὴ τὸν κάνει πιὸ εὐλαβὴ, γιὰ νὰ τὸν ρίξει στὴν ὑπερηφάνεια, ἢ τὸν σπρώχνει νὰ ἀγωνισθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, ὥστε νὰ ἀποκάμει καὶ νὰ ἀφήσει μετὰ ὅλα τὰ πνευματικὰ του ὅπλα καὶ νὰ παραδοθεῖ ὁ πρώην πολὺ ἀγωνιστής. Τὸν σκληρόκαρδο τὸν κάνει πιὸ σκληρόκαρδο, τὸν εὐαίσθητο, ὑπερευαίσθητο.
Καὶ βλέπεις πόσοι ἄνθρωποι, ἄλλοι ἔχουν κάποια εὐαισθησία καὶ ἄλλοι γιατί ἔχουν κλονισθεῖ τὰ νεῦρα τους, ταλαιπωροῦνται μὲ ἀϋπνίες καὶ παίρνουν χάπια ἢ βασανίζονται καὶ χαραμίζονται στὰ νοσοκομεῖα. Σπάνια νὰ δεῖς ἄνθρωπο ἰσορροπημένο. Ἔγιναν μπαταρίες οἱ ἄνθρωποι. Οἱ περισσότεροι σὰν νὰ ἔχουν ἠλεκτρισμό. Ὅσοι μάλιστα δὲν ἐξομολογοῦνται, δέχονται ἐπιδράσεις δαιμονικές. Ἔχουν ἕναν δαιμονικὸ μαγνητισμό, γιατί ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία ἐπάνω τους. Λίγοι ἄνθρωποι, εἴτε ἀγόρια εἴτε κοπέλες εἴτε ἡλικιωμένοι εἶναι, ἔχουν ἕνα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τί θὰ πεῖ δαιμονισμός; Νὰ μὴν μπορεῖς νὰ συνεννοηθεῖς μὲ τὸν κόσμο.
Εἶπα σὲ κάποιους γιατροὺς ποὺ συζητοῦσαν γιὰ τὴν ἀναισθησία ποὺ κάνουν στὶς ἐγχειρήσεις: «Τοῦ πειρασμοῦ ἡ ἀναισθησία ἔχει ἄσχημες ἐπιπτώσεις στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ αὐτὴ ποὺ κάνετε ἐσεῖς βοηθάει». Ἡ ἀναισθησία τοῦ διαβόλου εἶναι σὰν τὸ δηλητήριο ποὺ ρίχνει τὸ φίδι στὰ πουλιὰ ἢ στὰ λαγουδάκια, γιὰ νὰ παραλύσουν καὶ νὰ τὰ καταπιεῖ χωρὶς νὰ ἀντιδράσουν. Ὁ διάβολος, ὅταν θέλει νὰ πολεμήσει ἕναν ἄνθρωπο, στέλνει πρῶτα ἕνα διαβολάκι «ἀναισθησιολόγο», γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρῶτα ἀναίσθητο, καὶ μετὰ πηγαίνει ὁ ἴδιος καὶ τὸν πελεκάει, τὸν κάνει ὅ,τι θέλει …
Ἀλλὰ προηγεῖται ὁ … «ἀναισθησιολόγος». Μᾶς βάζει ἔνεση ἀναισθησίας καὶ ξεχνοῦμε. Νά, βλέπεις, οἱ μοναχοὶ ὑποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», καὶ τελικά, ὁ πειρασμὸς μερικὲς φορές μᾶς μπερδεύει καὶ κάνουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑποσχεθήκαμε. Ἀλλιῶς ξεκινᾶμε κι ἀλλιῶς καταλήγουμε. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινήσαμε νὰ πᾶμε καὶ ἀλλοῦ πηγαίνουμε. Δὲν προσέχουμε. Δὲν σᾶς ἔχω πεῖ παραδείγματα;
Παλαιότερα, στὴν Κόνιτσα δὲν ὑπῆρχε Τράπεζα. Ἀναγκάζονταν οἱ ἄνθρωποι νὰ πᾶνε στὰ Γιάννενα, ὅταν ἤθελαν νὰ πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινοῦσαν, λοιπὸν, μερικοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ καὶ πήγαιναν ἑβδομήντα δυὸ χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια, νὰ πάρουν δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσουν λ.χ. ἕνα ἄλογο. Τότε, ἂν κανεὶς εἶχε ἕνα ἄλογο, μποροῦσε νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του. Ἔκανε ζευγάρι μὲ τὸ ἄλογο κάποιου ἄλλου καὶ ὄργωνε. Μία φορᾶ ξεκίνησε ἕνας νὰ πάει στὰ Γιάννενα, νὰ πάρει δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσει ἕνα ἄλογο, νὰ ὀργώνει τὰ χωράφια του καὶ νὰ μὴν παιδεύεται νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα. Πῆγε, λοιπὸν, στὴν Τράπεζα, πῆρε τὸ δάνειο καὶ μετὰ πέρασε καὶ ἀπὸ τὰ ἑβραίικα μαγαζιὰ καὶ χάζευε. Τὸν ἔβλεπε ὁ ἕνας Ἑβραῖος, τὸν τραβοῦσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, ἔχω καλὸ πράγμα!».
Ἔμπαινε ἐκεῖνος μέσα, ἄρχιζε ὁ Ἑβραῖος νὰ κατεβάζει τὰ τόπια ἀπὸ τὰ ράφια. Τὰ ἔπαιρνε, τὰ τίναζε. «Παρ’ τό, τοῦ ἔλεγε, εἶναι καλό, καὶ γιὰ τὰ παιδιά σου θὰ σοῦ τὸ δώσω φθηνό». Ἔφευγε ἀπὸ τὸν ἕναν, προχωροῦσε παραπέρα, χάζευε σὲ ἄλλον. «Ἔλα, μπάρμπα, μέσα, τοῦ ἔλεγε ὁ Ἑβραῖος, θὰ σοῦ δώσω τὸ πιὸ φθηνό». Κατέβαζε τὰ τόπια, τὰ ἄνοιγε, τὰ ἅπλωνε. Ζαλίστηκε στὸ τέλος ὁ καημένος. Εἶχε καὶ λίγο φιλότιμο, σοῦ λέει «τώρα τὰ κατέβασε τὰ τόπια, τὰ ἅπλωσε …;», καὶ δῆθεν «γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ πιὸ φθηνό», ἔδωσε τὰ χρήματα ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὴν Τράπεζα καὶ ἀγόρασε ἕνα τόπι πανί, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν χωνεμένο! Μὰ καὶ ἕνα τόπι πανὶ τί νὰ τὸ κάνει;
Καὶ ἕνας πλούσιος δὲν ἔπαιρνε ἕνα τόπι πανί, ἔπαιρνε ὅσο τοῦ χρειαζόταν. Τελικὰ γύρισε στὸ σπίτι μὲ ἕνα τόπι σάπιο ὕφασμα! «Ποῦ εἶναι τὸ ἄλογο;», τὸν ρωτᾶν. «Ἔφερα ὕφασμα γιὰ τὰ παιδιά!», λέει. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνουν τόσο ὕφασμα; Χρεώθηκε ἐν τῷ μεταξὺ στὴν Τράπεζα, καὶ ἄλογο δὲν πῆρε παρὰ ἕνα τόπι πανὶ χωνεμένο. Ἄντε πάλι νὰ πηγαίνει νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα στὰ χωράφια, νὰ δυσκολεύεται, γιὰ νὰ ξεχρεώσει τὸ δάνειο!
Ἂν ἀγόραζε ἄλογο, θὰ ἐπέστρεφε καὶ καβάλα, θὰ ψώνιζε καὶ λίγα πράγματα γιὰ τὸ σπίτι του καὶ δὲν θὰ σκοτωνόταν νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα! Ἀλλὰ γιὰ νὰ χαζεύει στὰ μαγαζιὰ τὰ ἑβραίικα, εἴδατε τί ἔπαθε; Ἔτσι κάνει καὶ ὁ διάβολος. Σὰν τὸν πονηρὸ ἔμπορο σὲ τραβάει ἀπὸ ‘δῶ, σὲ τραβάει ἀπὸ ‘κεῖ, σοῦ βάζει τρικλοποδιές, καὶ τελικὰ σὲ καταφέρνει νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ θέλει ἐκεῖνος. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινᾶς καὶ ἀλλοῦ καταλήγεις, ἂν δὲν προσέξεις. Σὲ ξεγελάει καὶ χάνεις τὰ καλύτερα χρόνια σου.
Ὁ διάβολος κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος
Ὁ διάβολος εἶναι τεχνίτης. Ἂν φέρει λ.χ. τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο ἕναν ἐλεεινὸ λογισμό, ἐκεῖνος θὰ τὸν καταλάβει, θὰ τιναχθεῖ καὶ θὰ τὸν διώξει. Γι’ αὐτὸ τοῦ φέρνει ἕναν πνευματικὸ λογισμό. «Τὸ τάδε βιβλίο, τοῦ λέει, γράφει αὐτὸ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία». Μετὰ θὰ τοῦ τραβήξει τὴν προσοχὴ λ.χ. στὸν πολυέλαιο. Θὰ ἀναρωτηθεῖ ποιὸς ἄραγε νὰ τὸν ἐφτίαξε. Ἢ θὰ τοῦ θυμίσει ἕναν ἄρρωστο ποὺ πρέπει νὰ πάει νὰ τὸν δεῖ. «Ἅ ἔμπνευση, λέει, τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας», ἐνῶ εἶναι ὁ διάβολος ποὺ μπαίνει ἐνδιάμεσος καὶ πιάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν συζήτηση μὲ τὸν λογισμό του. Ὅποτε ἀκούει τὸν ἱερέα νὰ λέει «Μετὰ φόβου …» καὶ τότε καταλαβαίνει ὅτι τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἐκεῖνος δὲν συμμετεῖχε καθόλου.
Νά, καὶ ἐδῶ στὸν Ναό. Πηγαίνει ἡ ἐκκλησάρισσα νὰ ἀνάψει τὰ κεριὰ στὸν πολυέλαιο καὶ ἔχω παρατηρήσει ὅτι καὶ μεγάλους ἀκόμα τοὺς ἀποσπᾶ ὁ πειρασμὸς ἐκεῖ πέρα καὶ χαζεύουν τὴν ἀδελφὴ πὼς ἀνάβει τὰ κεριά. Αὐτὸ εἶναι τελείως παιδικό. Μόνον τὰ μικρούτσικα παιδάκια χαίρονται μὲ κάτι τέτοια καὶ λένε: «Τὰ ἄναψε!». Δηλαδή, αὐτὸ γιὰ τὰ μικρὰ παιδάκια εἶναι δικαιολογημένο, ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους; Ἤ, ἐνῶ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὶς κινήσεις τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ πειρασμὸς μπορεῖ νὰ βάλει ἐκείνη τὴν ἱερὴ ὥρα μία ἀδελφὴ νὰ γυρίζει στὸ ἀναλόγιο τὰ φύλλα τοῦ βιβλίου, νὰ κάνει θόρυβο καὶ νὰ ἀποσπᾶ τοὺς ἄλλους.
Ἀκοῦνε «κρίτς-κρίτς», «τί γίνεται;» λένε καὶ φεύγει ἔτσι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χαίρεται τὸ ταγκαλάκι. Γι’ αὐτὸ νὰ προσέχουμε νὰ μὴ γινόμαστε ἐμεῖς αἰτία νὰ ἀποσπᾶται ἡ προσοχὴ τῶν ἄλλων τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιὰ στὸν κόσμο καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ἢ παρατηρῆστε σὲ καμία ἀνάγνωση. Ὅταν φθάσει ὁ ἀναγνώστης στὸ πιὸ ἱερὸ σημεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, τότε ἢ θὰ χτυπήσει δυνατὰ ἀπὸ τὸ ἀέρα ἡ πόρτα ἢ θὰ βήξει κάποιος καὶ θὰ ἀποσπασθεῖ ἡ προσοχή τους καὶ δὲν θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱερὸ σημεῖο. Ἔτσι κάνει τὴν δουλειὰ του τὸ ταγκαλάκι.
Ὤ, ἂν βλέπατε τὸν διάβολο πὼς κινεῖται! Δὲν τὸν ἔχετε δεῖ, γι’ αὐτὸ δὲν καταλαβαίνετε μερικὰ πράγματα! Κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τὸ ἔχω παρατηρήσει στὸ Καλύβι, ὅταν συζητῶ. Μόλις φθάσω ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ποὺ θέλω, στὸ πιὸ εὐαίσθητο, γιὰ νὰ βοηθήσω αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀκοῦν, τότε ἢ κάποιος θόρυβος γίνεται ἢ ἔρχονται ἄλλοι καὶ διακόπτω. Τοὺς βάζει προηγουμένως ὁ διάβολος νὰ χαζεύουν ἀπέναντι τὴν Σκήτη ἢ νὰ βλέπουν κάτι, καὶ κανονίζει νὰ ἔρθουν στὸ πιὸ λεπτὸ σημεῖο τῆς συζητήσεως γιὰ νὰ ἀλλάξω θέμα καὶ νὰ μὴν ὠφεληθοῦν. Γιατί, ὅταν ἀρχίσει ἡ συζήτηση, ξέρει ὁ διάβολος ποὺ θὰ καταλήξει καί, ἐπειδὴ βλέπει ὅτι θὰ πάθει ζημιά, στέλνει κάποιον ἀκριβῶς στὸ πιὸ εὐαίσθητο σημεῖο, γιὰ νὰ μὲ διακόψει. «Ἔ, Πάτερ, ἀπὸ ποῦ νὰ μποῦμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια καὶ νερὸ καὶ ἐλᾶτε ἀπὸ ‘κεῖ», τοὺς λέω. Ἄλλοι μπαίνουν ἐκείνη τὴν στιγμὴ μέσα, ὅποτε μὲ διακόπτουν, γιατί πρέπει νὰ σηκωθῶ νὰ χαιρετήσω.
Ἄλλοι ἔρχονται μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ πρέπει πάλι νὰ σηκωθῶ, ἀρχίζουν καὶ τὴν κουβέντα «ἀπὸ ποῦ εἶσαι κ.λπ.» … Ὅποτε εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ ἀρχίσω πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ξαναπῶ φερ’ εἰπεὶν τὸ παράδειγμα ποὺ ἔλεγα. Μόλις προχωρῶ, φωνάζει ἀπὸ κάτω ἄλλος: «Ἔ, Πάτερ Παΐσιε, ποῦ μένεις; Ἀπὸ ‘δῶ εἶναι ἡ πόρτα;». Ἄντε ξανὰ νὰ σηκωθεῖς … Βρὲ τὸν πειρασμό! Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς μία μέρα μοῦ ἔκανε τὸ ἴδιο, μέχρι ποὺ ἀναγκάσθηκα καὶ ἔβαλα μερικοὺς … φρουρούς! «Ἐσὺ κάθισε ἐκεῖ καὶ κοίταζε νὰ μὴν ἔρθει κανένας ἀπὸ ‘κεῖ. Ἐσὺ κάθισε ἐδῶ, μέχρι νὰ τελειώσω τὴν δουλειά μου». Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς νὰ ἀρχίζεις ὁλόκληρη ἱστορία, νὰ τοὺς φέρνεις στὸ σημεῖο ποὺ θὰ βοηθηθοῦν, καὶ τὰ ταγκαλάκια νὰ δημιουργοῦν σκηνές!
Βρὲ τὸν πειρασμὸ τί κάνει! Γυρίζει τὸ κουμπὶ συνέχεια σὲ ἄλλη συχνότητα. Μόλις ὁ ἀγωνιζόμενος πάει νὰ συγκινηθεῖ λίγο ἀπὸ κάτι, τάκ, τοῦ γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ καὶ ξεχνιέται μὲ ἐκεῖνο. Θυμᾶται πάλι κάτι πνευματικό; Τάκ, τοῦ θυμίζει κάτι ἄλλο. Τὸν κάνει ὅλο τοῦμπες. Ὁ ἄνθρωπος, ἂν μάθει πὼς ἐργάζεται ὁ διάβολος, θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ πολλὰ πράγματα.
(Λόγοι Β΄ Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος)
πηγή
https://theomitoros.blogspot.com/
Tags:
Άγιος Παΐσιος