Ορθόδοξες Χριστουγεννιάτικες ιστορίες που «μιλάνε» μέσα μας. Μπροστά στα μάτια της αρπάχτηκαν, σκοτώθηκαν τα δυό της παιδιά. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει από την έκπληξή της και είχαν γίνει κιόλας από δυό χωριά.
Και ήταν τόσο αγαπημένα πάντα μεταξύ τους! Πώς ξέσπασε ο τσακωμός τους τόσο απρόσμενα;
Γιόρταζε η κυρά-Στέφη σήμερα, δυό μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Ο γιος της και η κόρη της είχαν έρθει απ’ τις παραμονές των γιορτών, να περάσουν όλοι μαζί τις άγιες μέρες.
Από χρόνια χήρα, στερήθηκε τώρα και τα παιδιά της που σπούδασαν στην πρωτεύουσα και, για μεγάλη της στενοχώρια, παρέμειναν μόνιμα σ’ αυτήν. Δουλειές, βλέπεις, η επαρχία δεν έχει. Τί μπορούσε να κάνει;
Τουλάχιστον είχε κοντά της ακόμα τη μικρή της κόρη, που μόλις φέτος πήγαινε γυμνάσιο. Ήταν μεγάλη της παρηγοριά κι αυτό.
Σηκώθηκε πρωί – πρωί σήμερα κι ετοιμάστηκε. Θα πήγαινε να λειτουργηθεί για τη γιορτή της. Είχε αρχές η κυρά-Στέφη. Φώναξε και τα παιδιά της να ξυπνήσουν, φόρεσε το παλτό της, έριξε γύρω στο λαιμό το σάλι της και βγήκε.
– Καλημέρα, κυρά-Στέφη! Χρόνια σου πολλά! Για την εκκλησία κι εσύ πρωί – πρωί;
Βιαστικός, καλοσυνάτος και γελαστός διάβαινε ο Θοδωρής απ’ την απάνω γειτονιά.
Μεγαλωμένος από μικρό παιδί με τα παιδιά της, σπούδαζε τώρα Θεολογία, μα έκανε στις διακοπές του και τον ψάλτη στη μικρή τους εκκλησία. Τον αγαπούσαν όλοι για την καλή του καρδιά, αλλά και για τις ατέλειωτες φάρσες που σκάρωνε σ’ όλους. Ήταν το πειραχτήρι της γειτονιάς.
– Ευχαριστώ, παιδί μου! απάντησε η κυρά-Στέφη, μα έκοψε μαχαίρι την κουβέντα της, καθώς την ίδια στιγμή άνοιγε η πόρτα του απέναντι σπιτιού και η γειτόνισσά της, στολισμένη και σενιαρισμένη, έβγαινε για την εκκλησία κι αυτή.
Η κυρά-Στέφη μαρμάρωσε στο κατώφλι της.
– Μα την ατυχία μου, πανάθεμά σε! μουρμούρισε μες απ’ τα δόντια της. Τώρα βρήκες και συ να βγεις; Τα μούτρα σου περίμενα να δω πρωί-πρωί;
Το πειραχτήρι κοντοστάθηκε μια στιγμή, κοίταξε τη μια, κοίταξε την άλλη, διάβασε την αμηχανία τους, κατάλαβε πως κάτι έτρεχε εδώ, άλλωστε κάτι είχε αρπάξει τ’ αυτί του απ’ τα κουτσομπολιά της απάνω γειτονιάς, γι’ αυτό προχώρησε διακριτικά.
Οι δυό γυναίκες είχαν κόψει από καιρό την καλημέρα τους. Όχι για καμμιά σοβαρή αιτία βέβαια. Κάποιες κουβέντες αντάλλαξαν κάποτε για μικροπράγματα.
Η μια κουβέντα έφερε την άλλη, κι από κουβέντα σε κουβέντα, ούτε που κατάλαβαν πόσο εύκολα έκοψαν κάθε κουβέντα, χωρίς να θυμούνται καν, πως είχε ξεκινήσει η κουβέντα.
Η καθεμιά, ακουμπισμένη στον θιγμένο εγωισμό της, έριχνε το άδικο στην άλλη κι έβγαζε τον εαυτό της λάδι. Συνηθισμένα πράγματα…
Η κυρά-Στέφη έκαμε να την αγνοήσει και να προχωρήσει αδιάφορη. Μα της φάνηκε ανυπόφορη η σκέψη να βρεθούν και οι δυό μαζί κοντά-κοντά στην ίδια εκκλησία. Έκανε μεταβολή χωρίς δισταγμό και ξαναχώθηκε στην πόρτα της.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια καταχνιά, ένα μουντό σύννεφο κάθισε στην ψυχή της και μια παράξενη παγωνιά έσφιξε την καρδιά της.
Λίγα λεπτά αργότερα ξεσπούσε ο ανεξήγητος καυγάς ανάμεσα στα δυό μεγάλα της παιδιά και τη συγκλόνισε συθέμελα.
Προσπάθησε να τα καλμάρει. Μάταιος κόπος! Κανένα τους δεν άκουγε. Βρίστηκαν του καλού καιρού και στο τέλος ξαναμμένος ο γιος της πετάχτηκε έξω φωνάζοντας:
– Αν με ξαναδείτε, γράψτε μου!
Η μικρή της κόρη έκλαιγε από την τρομάρα της. Η μεγάλη έλεγε ασυναρτησίες απ’ την ταραχή της. Κι όταν κάπως ησύχασε, ντύθηκε βιαστικά κι αυτή και βγήκε. Δεν τη χώραγε πουθενά το σπίτι. Η μάνα σταυροκοπιόταν απελπισμένη.
– Παναγιά μου! Από πού ξεφύτρωσε τέτοιο κακό!
Η μέρα δε γινόταν ν’ αρχίσει χειρότερα. Και την περίμενε πώς και πώς τη μέρα τούτη της γιορτής της! Να λειτουργηθούν όλοι μαζί, να φάνε, να γιορτάσουν, να το χαρούνε σαν δεύτερα Χριστούγεννα.
Ήρθε το μεσημέρι, μα δε φάνηκε κανένας. Με μισή καρδιά, βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην απελπισία, έπιασε να στρώνει το τραπέζι. Η μικρή της κόρη, μελαγχολική, αμίλητη, πήγε κοντά της, τάχα να βοηθήσει.
– Θα ’ρθουν τα παιδιά, μαμά; ρώτησε κάποια στιγμή σιγανά.
Τί ν’ απαντήσει; Το ίδιο ερώτημα βασάνιζε και την ίδια. Κοίταξε το παιδί χωρίς να μιλήσει. Τα μάτια τους ήταν υγρά. Και στην καρδιά τους ένα βαρύ σύννεφο πίεζε,… πίεζε αδιάκοπα.
Επιτέλους κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε. Η κόρη της γύρισε. Αναθάρρησε λίγο.
– Μόνη σου είσαι; Πού είναι ο αδερφός σου; ρώτησε δισταχτικά.
– Δεν ξέρω κι ούτε θέλω να ξέρω! απάντησε με σκληρό κι απότομο ύφος εκείνη. Η μάνα φαρμακώθηκε.
Κάθισαν να φάνε χωρίς να μιλάει κανένας. Η μάνα δεν μπορούσε να κατεβάσει μπουκιά.
Για να σπάσει το βαρύ κλίμα η κόρη της σηκώθηκε, πήρε ένα πακέτο που είχε φέρει μαζί της και της το πρόσφερε.
– Άνοιξέ το, μαμά! Ένα δωράκι για τη γιορτή σου!
Ούτε που άπλωσε το χέρι της η μάνα.
– Τί να το κάνω, κόρη μου; Τί αξία έχει αυτό, όταν λείπει ο αδερφός σου; Πώς μπορώ να χαρώ, όταν σας βλέπω μαλωμένα;
Κόντευε βραδάκι, όταν η μάνα ετοιμάστηκε να βγει. Δεν άντεχε άλλο. Την έτρωγε μέσα της, που μέρα της γιορτής της σήμερα ήρθαν όλα τόσο ανάποδα. Κι αυτό το αγκάθι μέσα της με τη γειτόνισσα, που δεν την άφησε ούτε να λειτουργηθεί το πρωί!
Λες από κει να ξεκίνησε το κακό; Θα πήγαινε τουλάχιστον ν’ ανάψει ένα κεράκι. Κάτι θα ’ταν κι αυτό.
Τάχυνε το βήμα της καθώς ο ήλιος ακουμπούσε στη δύση. Μα να, στο δρόμο της ξανά το πειραχτήρι, ο Θοδωρής.
– Βιαστική σε βλέπω, κυρά-Στέφη! Για πού με το καλό; ρώτησε τάχα αδιάφορα.
– Αχ, παιδάκι μου! Μην τα ρωτάς το τί μας βρήκε σήμερα!
Κι εξήγησε με δυό λόγια τα καθέκαστα, γιατί τον εμπιστευόταν τον Θοδωρή, τον είχε σαν παιδί της.
Το πειραχτήρι σούφρωσε τα φρύδια του. Μια ιδέα πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του.
Και σαν προχώρησε η κυρά-Στέφη, έστριψε κι αυτός απ’ άλλο δρόμο κι άρχισε γρήγορα να τρέχει. Τί σκόπευε να κάνει;
Η κυρά-Στέφη λαχανιασμένη μπήκε στη μισοσκότεινη κιόλας εκκλησία. Πήρε κερί, το άναψε, ασπάστηκε τον άγιο Στέφανο μπροστά-μπροστά, προχώρησε και παραμέσα να προσκυνήσει και τις εικόνες του τέμπλου.
Μα εκεί κάπου, ξαφνικά, μια φωνή αντήχησε από ψηλά.
– Κυρά-Στέφη! Κυρά-Στέφη!
Κοκκάλωσε. Τί ήταν αυτό; Γύρισε τα μάτια της ψηλά, μα δεν έβλεπε τίποτε μες στο μισοσκόταδο.
Ποιός μπορούσε να τη φωνάζει; Μα ωστόσο μια ξαφνική σκέψη την έκαμε να απαντήσει αυθόρμητα.
– Ναι, Θεέ μου, ναι!
– Γιατί τέτοια ώρα και μόνη σου; Πού ήσουν όταν σας κάλεσα, κυρά-Στέφη; συνέχισε η παράξενη φωνή.
– Μας κάλεσες; Ποιούς και πότε, Θε μου;
– Όλα μου τα παιδιά. Εσένα και τ’ αδέλφια σου.
– Τ’ αδέλφια μου είπες, Θε μου; Ποιά αδέλφια μου; Δεν έχω.
– Ε, να! Τη γειτόνισσά σου και όλους τους άλλους.
– Α!… Και πότε μας κάλεσες, Θε μου;
– Στη Λειτουργία το πρωί. Εκεί είχα στρώσει το τραπέζι μου για σας. Τί να το κάνω μόνο το κεράκι σου, όταν δεν θέλεις να ’ρχεσαι αντάμα με όλα τα παιδιά μου στο τραπέζι μου; Πού ήσουν σήμερα;
– Αχ, Θε μου! Ξέρεις τί πέρασα, δεν χρειάζεται να σου τα πω!
– Ο,τι περνώ κι εγώ από σένα, κυρά-Στέφη. Δεν χαίρομαι όταν έρχεσαι εδώ μονάχη σου, παρά μονάχα παρέα με τους άλλους. Να βλέπω πως δεν σας χωρίζει τίποτε.
Πώς να χαρώ, σαν βλέπω τα παιδιά μου μαλωμένα; Έτσι δεν είπες στην κόρη σου; Είχες χαρά εσύ καθόλου σήμερα, που έλειπε ο γιος σου απ’ το τραπέζι σας;
– Χαρά; Φαρμάκι ήπια, Θε μου! Δηλητήριο!
– Βλέπεις; Τέτοιο φαρμάκι με ποτίζεις καθημερινά κι εμένα, όσο δεν τα βρίσκεις με τη γειτόνισσά σου. Δεν έχει αξία η προσευχή σου, το κεράκι σου, ακόμα και η Λειτουργία ολόκληρη, αν έχεις διαφορές με τους άλλους.
Αν έρχεσαι μόνη σου εδώ, για να βγάλεις απλώς την υποχρέωσή σου απέναντί μου, δεν κάνεις τίποτε. Τον εαυτό σου ξεγελάς πως ξεπληρώνεις τάχα το καθήκον σου. Ποτέ μου δεν το ζήτησα αυτό.
Εδώ στο σπίτι μου έρχεστε, για να βρεθείτε πρώτα μεταξύ σας, και να βρεθούμε όλοι μαζί μετά, εσείς κι εγώ, αγαπημένοι. Κι όπως εσύ, η μάνα, θέλεις τα παιδιά σου όλα γύρω σου, έτσι κι εγώ.
Δεν θέλω έναν-έναν χωριστά, μα όλους μαζί. Δεν έχω, βλέπεις, κανένα σας για πέταμα.
– Καταλαβαίνω, Θε μου, πόσο δίκιο έχεις! Το ’νοιωσα στο πετσί μου σήμερα αυτό για τα καλά. Και νοιώθω τώρα πως από μένα ξεκίνησε το κακό. Μα δώσε μου τη δύναμη να καταφέρω αυτό που θέλεις. Κατάλαβα καλά τί μου ζητάς.
– Αν είναι έτσι, αν θέλεις να το κάνεις πράγματι, ευλογημένη να ’σαι, κυρά-Στέφη! Και συ και τα παιδιά σου.
Είπε η φωνή και σώπασε.
Συγκλονισμένη η κυρά-Στέφη βγήκε και πήρε τρέχοντας σχεδόν τον δρόμο της επιστροφής.
Κι ούτε κατάλαβε καθόλου μια σκια που κύλησε αθόρυβα από τη σκάλα του γυναικωνίτη και βγήκε ξοπίσω της απ’ τον ναό. Γλιστρώντας γοργά σαν φάντασμα το πειραχτήρι χάθηκε στα σκοτεινά σοκάκια…
Κοντά στο σπίτι της η κυρά-Στέφη κοντοστάθηκε. Δίστασε λίγο, μα τελικά προχώρησε ως την πόρτα της γειτόνισσας.
– Ας κάνουμε τώρα το σωστό, αν είναι να το κάνουμε! είπε αποφασιστικά.
Με σταθερό χέρι χτύπησε το κουδούνι. Η γειτόνισσα άνοιξε και μόνο που δεν έπαθε βλέποντάς την μπροστά της. Πριν προλάβει να μιλήσει, η κυρά-Στέφη τη χαιρέτησε, της ευχήθηκε “χρόνια πολλά” και,
– Για ό,τι έγινε συγχώρεσέ με, κυρά-Ρήνη! είπε. Ας γίνουμε όπως παλιά. Τί βγάλαμε με το άχτι μας;
Φαίνεται πως ήταν τα ουράνια ανοιχτά την ώρα εκείνη και ακούγανε, γιατί αμέσως,
– Σίγουρα κάναμε ό,τι χειρότερο μπορούσαμε. Συγχώρα με και συ, κυρά-Στέφη! απάντησε η γειτόνισσα κι άνοιξαν και οι δυό την αγκαλιά τους.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένιωσε να σηκώνεται και να διαλύεται το βαρύ σύννεφο που σκέπαζε την καρδιά της από το πρωί. Μια ζεστασιά κι ένα φως χύθηκαν μέσα της.
Γύρισε σπίτι της ειρηνεμένη και ήσυχη. Τα δυό κορίτσια της ήταν εκεί. Καθόντουσαν όπως παλιά. Η μικρή λάτρευε τη μεγάλη και τα λέγανε. Πήγε κοντά τους, τις χάιδεψε με στοργή. Μέσα της η ελπίδα ξαναγύρισε.
Προσευχόταν ήρεμα πια, χωρίς να την πλημμυρίζει αγωνία. Καταπιάστηκε με τις δουλειές της, ετοίμασε σιγά-σιγά και το τραπέζι για βραδυνό.
– Κορίτσια, ελάτε! φώναξε, όταν όλα ήταν έτοιμα.
Τότε ακριβώς η πόρτα άνοιξε. Και ο γιος της μπήκε.
Το βλέμμα του έτρεξε για μια στιγμή από τον ένα στον άλλον. Μετά προχώρησε και στάθηκε μπροστά στην αδελφή του. Εκείνη σήκωσε τα μάτια της. Κοιτάχτηκαν. Της χαμογέλασε πρώτος.
Την αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο όπως πάντα. Τον φίλησε κι εκείνη και τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της…
Η μάνα δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι άφησε τα μάτια της να τρέξουν.
– Ω, Θε μου, πόσο δίκιο είχες!
Όμως τώρα δεν άκουσε καμμιά φωνή από ψηλά να της απαντάει. Μα ούτε και χρειαζόταν…
Το ταπεινό τους σπιτικό φάνταζε παράδεισος, όταν καθίσανε όλοι φωτεινοί στο γιορτινό τραπέζι.
Το πειραχτήρι να ’ναι καλά…