Πολλές φορές ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέσα στό Εὐαγγέλιο ἐπαναλαμβάνει, ὅτι οἱ “τελῶναι καί αἱ πόρναι προάγουσιν ἡμᾶς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”, καί ἡ ἄποψη αὐτή ξενίζει τούς Φαρισαίους κάθε ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι σκανδαλίζονται ἐπί πλέον, γιατί ὁ Ἰησοῦς δέν περιφρονεῖ, ἀλλά ἀγκαλιάζει τούς ἁμαρτωλούς.
Ὁ Χριστός προβαίνει στήν προσφορά ἑνός νέου Νόμου χάριτος καί φιλανθρωπίας. Ἀποκαλύπτει στόν λαό Του ἕνα Θεό ἀγάπης καί συγγνώμης. Ἕνα Θεό σώζοντα τόν κόσμο. Ἕνα Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ πατέρας, ὁ φίλος, ὁ ἀδελφός, ὁ ὑπερασπιστής τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Κύριος παραμερίζει ὅλα τά ἀνθρώπινα τεκμήρια καί ἀπευθύνεται στόν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο. Ἔτσι Τόν βλέπουμε, στό Εὐαγγέλιο, νά ἐμπιστεύεται τήν μοιχαλίδα γυναίκα. Δέν πηγαίνει ἀντίθετα στόν Νόμο, ἀλλά ἀντιμετωπίζει τήν γυναίκα πέρα ἀπό τά φαινόμενα. Ἡ μοιχαλίδα εἶχε καταδικασθῆ σέ λιθοβολισμό. Ὁ Χριστός τήν ἐλευθερώνει, τήν ἀφήνει νά φύγη ἀναστημένη σέ μιά νέα ζωή. Εἶδε τήν καρδιά της, μίλησε στόν βαθύτερο ἑαυτό της. Τά φαινόμενα ξεπεράσθηκαν ἀπό μιά μεγάλη καί σωτηριώδη ἀλήθεια: τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου.
Τό “προνόμιο“ ἑνός ἀνθρώπου πού πουλάει τό σῶμα του, τόν ἑαυτό του, καί προσποιεῖται τήν ἀγαπητική σχέση, εἶναι οἱ ἐμπειρίες τῆς ζωῆς του καί τό βίωμα τῆς κολάσεως. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν μεγαλύτερη κόλαση. Γιατί πραγματικά ὁ ἄνθρωπος πού ὑποβιβάζει τήν ἱερώτερη σχέση καί τήν κάνει ἀντικείμενο συναλλαγῆς, ζεῖ τήν πιό μεγάλη τραγωδία. Ἀρνεῖται οὐσιαστικά τήν κοινωνία καί τήν δημιουργία.
Ἡ τρομακτική ὅμως ἐμπειρία τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά γίνη ἀφετηρία γιά μιά νέα ζωή. Αὐτό συνέβη καί μέ τήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, πού ἔθεσε ὡς μοναδικό σκοπό τῆς ζωῆς της τήν μετάνοια καί τήν συγγνώμη.
Ἡ μνήμη μιᾶς Ἁγίας γυναικός, πού ἦταν πόρνη στόν πρότερό της βίο, μᾶς κάνει νά ἐμβαθύνουμε στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας.
Τί ἀνοίγει ἀπό μέρους μας τόν δρόμο πρός τόν Κύριο, πού ἔρχεται νά σταυρωθῆ γιά τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ἤ τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει; Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή, ἡ σοφία καί δύναμή μας, ὅλη ἐκείνη ἡ ἀξιόμισθη φλυαρία καί πολυπραγμοσύνη σέ κάποιο σχῆμα τυπικῆς θρησκευτικότητας καί ἐπιβαλλόμενου ἠθικισμοῦ, ἤ οἱ οἰκτιρμοί καί τά ἐλέη, ἡ χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔρχεται μέ ὑπερβολή ἐρωτικῆς ἀγαθότητας, γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο;
Ὁ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μᾶς μαθαίνει, ὅτι ἐκεῖνο πού εἶναι ἀπαιτητό ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας ἤ ἡ ἀπόγνωση ἀπό τόν ἑαυτό μας, πού μᾶς στρέφει, ὅταν μᾶς κατακαίει ἡ δίψα τῆς προσωπικῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς ἀγάπης καί μᾶς φλογίζη ὁ ἄνθρωπος τῆς ὀδύνης καί τοῦ θείου πόθου, στήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Δέν μποροῦμε νά ἐλπίζουμε στόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά ἔχουμε πεποίθηση μόνο στόν Θεό, πού ἐγείρει τούς νεκρούς, “τούς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ”. Ἐκεῖνο πού τελικά μᾶς σώζει εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σφραγίζει τό μυστήριο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰωνιότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Το ίδιο συνέβη και με τη Σαμαρείτιδα, τη μοιχαλίδα, μετέπειτα Ἁγία Ἰσαπόστολο Φωτεινή, που προσέφερε ἀληθινὴ τροφὴ στὸν Θεό∙ πρῶτα τὸν ἑαυτό της καὶ ὕστερα τοὺς συνανθρώπους της, οἱ ὁποῖοι μὲ πολὺ αὐθορμητισμὸ ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου.
΄Οταν πήγε στὸ πηγάδι τοῦ Πατριάρχη Ἰακώβ, προκειμένου νὰ ἀντλήσει τὸ ὠφέλιμο ἐπίγειο νερό, κοντὰ στὴν πηγὴ καθόταν ὁ Χριστός, κουρασμένος ἀπὸ τὰ πολλὰ χιλιόμετρα ὁδοιπορίας ποὺ ἔκανε εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐξ’ ἡμῶν ποὺ δὲν θέλουμε οὔτε τὸ δάχτυλο νὰ κινήσουμε πρὸς δόξαν Του). Βλέποντας, λοιπόν, τὴν γυναίκα, τῆς ζήτησε νερό. Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπάντησε: «πώς ἐσύ, ὄντας Ἰουδαῖος, μιλᾶς μὲ γυναίκα καὶ, μάλιστα, Σαμαρείτιδα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες». Πράγματι, οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις, καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, οἱ ἄνδρες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν συνήθιζαν νὰ συνομιλοῦν μὲ γυναῖκες σὲ δημόσιο χῶρο, καθὼς ἡ γυναίκα εἶχε πολὺ ὑποτιμημένη θέση στὴν κοινωνία. Ὁ Χριστός, ὅμως, προκειμένου νὰ σώσει τὴν ψυχή της, ταράζει τὸ κατεστημένο καὶ καταρρίπτει τὰ κοινωνικὰ στερεότυπα, δίνοντας τιμὴ στὴν γυναίκα, ἡ ὁποία ἦταν ὄχι μόνο Σαμαρείτιδα, ἀλλὰ καὶ μοιχαλίδα.
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ συζήτηση ἀντιστρέφεται. Ὁ Χριστὸς διαβεβαίωσε τὴν γυναίκα ὅτι ἄν γνώριζε ποιόν εἶχε ἀπέναντί της, ἐκείνη θὰ Τοῦ ζητοῦσε νερὸ καὶ Ἐκεῖνος θὰ τῆς ἔδινε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Θὰ τῆς ἔδινε ζωντανὸ νερὸ ποὺ σκιρτᾶ γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν θὰ διψάσει εἰς τὸν αἰώνα.
Ἡ Σαμαρείτιδα μὲ λαχτάρα ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ νερὸ αὐτό, δίχως νὰ ἔχει καταλάβει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή. Ἀνταποκρινόμενος θετικά, ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ τῆς προσφέρει αὐτὸ ποὺ, ἀγνοώντας, Τοῦ ζήτησε. Μετὰ τὴν προσταγή Του νὰ φωνάξει τὸν ἄνδρα της καὶ τὴν ὁμολογία τῆς γυναίκας ὅτι δὲν εἶχε ἄνδρα, ὁ Ἰησοῦς ἀποκάλυψε τὶς ἁμαρτίες της προϊδεάζοντάς την ὄτι ὁ Συνομιλητής της δὲν ἦταν ἕνας ἀπλός, κοινὸς ἄνθρωπος.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὤθησε τὴν γυναίκα νὰ συνεχίσει τὴν συζήτηση καὶ νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Ἐρχόμενο Μεσσία ποὺ τόσο προσδοκοῦσε ὄχι ὡς ἐξουσιαστή, ἀλλὰ ὡς Ἐκεῖνον ποὺ θὰ λύτρωνε τὸν λαὸ καὶ τὴν ἴδια ἀπὸ τὸ πνευματικὸ σκοτάδι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἔφτασε τὴν συζήτηση ἐκεὶ ὅπου ἤθελε, προβαίνει σὲ μία πρωτοφανὴ ἀποκάλυψη: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας» τῆς λέει, «Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλάω!». Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀποκαλύφθηκε τόσο ἄμεσα στοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὶς γραφές, ἀλλὰ σὲ μία γυναίκα ἀπὸ τὴν Σαμάρεια μὲ ἐλαφρὰ ἤθη. Κὶ ὅμως, ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τοὺς «ἐκλεκτοὺς» Ἰουδαίους, Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς. Εἶχε ἀπλότητα καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ θέληση νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ Φῶς, ὅταν αὐτὸ θὰ ἐρχόταν στὸν κόσμο, καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν παλιά, ἄσωτη ζωή της, ὅπως ἐγκατέλειψε βιαστικὰ καὶ τὴν κανάτα μὲ τὸ νερό γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε πάει ὡς τὴν πηγή. Καὶ κάπως ἔτσι, ὅπως ὅλα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, ἀποδεικνύεται ἀληθινὴ ἡ φράση του Θεανθρώπου πρὸς τοὺς δῆθεν θεοσεβεῖς τυπολάτρες: «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
peristeris.blogspot.com
imab.gr
Ὁ Χριστός προβαίνει στήν προσφορά ἑνός νέου Νόμου χάριτος καί φιλανθρωπίας. Ἀποκαλύπτει στόν λαό Του ἕνα Θεό ἀγάπης καί συγγνώμης. Ἕνα Θεό σώζοντα τόν κόσμο. Ἕνα Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ πατέρας, ὁ φίλος, ὁ ἀδελφός, ὁ ὑπερασπιστής τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Κύριος παραμερίζει ὅλα τά ἀνθρώπινα τεκμήρια καί ἀπευθύνεται στόν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο. Ἔτσι Τόν βλέπουμε, στό Εὐαγγέλιο, νά ἐμπιστεύεται τήν μοιχαλίδα γυναίκα. Δέν πηγαίνει ἀντίθετα στόν Νόμο, ἀλλά ἀντιμετωπίζει τήν γυναίκα πέρα ἀπό τά φαινόμενα. Ἡ μοιχαλίδα εἶχε καταδικασθῆ σέ λιθοβολισμό. Ὁ Χριστός τήν ἐλευθερώνει, τήν ἀφήνει νά φύγη ἀναστημένη σέ μιά νέα ζωή. Εἶδε τήν καρδιά της, μίλησε στόν βαθύτερο ἑαυτό της. Τά φαινόμενα ξεπεράσθηκαν ἀπό μιά μεγάλη καί σωτηριώδη ἀλήθεια: τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου.
Τό “προνόμιο“ ἑνός ἀνθρώπου πού πουλάει τό σῶμα του, τόν ἑαυτό του, καί προσποιεῖται τήν ἀγαπητική σχέση, εἶναι οἱ ἐμπειρίες τῆς ζωῆς του καί τό βίωμα τῆς κολάσεως. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν μεγαλύτερη κόλαση. Γιατί πραγματικά ὁ ἄνθρωπος πού ὑποβιβάζει τήν ἱερώτερη σχέση καί τήν κάνει ἀντικείμενο συναλλαγῆς, ζεῖ τήν πιό μεγάλη τραγωδία. Ἀρνεῖται οὐσιαστικά τήν κοινωνία καί τήν δημιουργία.
Ἡ τρομακτική ὅμως ἐμπειρία τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά γίνη ἀφετηρία γιά μιά νέα ζωή. Αὐτό συνέβη καί μέ τήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, πού ἔθεσε ὡς μοναδικό σκοπό τῆς ζωῆς της τήν μετάνοια καί τήν συγγνώμη.
Ἡ μνήμη μιᾶς Ἁγίας γυναικός, πού ἦταν πόρνη στόν πρότερό της βίο, μᾶς κάνει νά ἐμβαθύνουμε στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας.
Τί ἀνοίγει ἀπό μέρους μας τόν δρόμο πρός τόν Κύριο, πού ἔρχεται νά σταυρωθῆ γιά τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ἤ τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει; Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή, ἡ σοφία καί δύναμή μας, ὅλη ἐκείνη ἡ ἀξιόμισθη φλυαρία καί πολυπραγμοσύνη σέ κάποιο σχῆμα τυπικῆς θρησκευτικότητας καί ἐπιβαλλόμενου ἠθικισμοῦ, ἤ οἱ οἰκτιρμοί καί τά ἐλέη, ἡ χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔρχεται μέ ὑπερβολή ἐρωτικῆς ἀγαθότητας, γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο;
Ὁ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μᾶς μαθαίνει, ὅτι ἐκεῖνο πού εἶναι ἀπαιτητό ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας ἤ ἡ ἀπόγνωση ἀπό τόν ἑαυτό μας, πού μᾶς στρέφει, ὅταν μᾶς κατακαίει ἡ δίψα τῆς προσωπικῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς ἀγάπης καί μᾶς φλογίζη ὁ ἄνθρωπος τῆς ὀδύνης καί τοῦ θείου πόθου, στήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Δέν μποροῦμε νά ἐλπίζουμε στόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά ἔχουμε πεποίθηση μόνο στόν Θεό, πού ἐγείρει τούς νεκρούς, “τούς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ”. Ἐκεῖνο πού τελικά μᾶς σώζει εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σφραγίζει τό μυστήριο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰωνιότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Το ίδιο συνέβη και με τη Σαμαρείτιδα, τη μοιχαλίδα, μετέπειτα Ἁγία Ἰσαπόστολο Φωτεινή, που προσέφερε ἀληθινὴ τροφὴ στὸν Θεό∙ πρῶτα τὸν ἑαυτό της καὶ ὕστερα τοὺς συνανθρώπους της, οἱ ὁποῖοι μὲ πολὺ αὐθορμητισμὸ ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου.
΄Οταν πήγε στὸ πηγάδι τοῦ Πατριάρχη Ἰακώβ, προκειμένου νὰ ἀντλήσει τὸ ὠφέλιμο ἐπίγειο νερό, κοντὰ στὴν πηγὴ καθόταν ὁ Χριστός, κουρασμένος ἀπὸ τὰ πολλὰ χιλιόμετρα ὁδοιπορίας ποὺ ἔκανε εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐξ’ ἡμῶν ποὺ δὲν θέλουμε οὔτε τὸ δάχτυλο νὰ κινήσουμε πρὸς δόξαν Του). Βλέποντας, λοιπόν, τὴν γυναίκα, τῆς ζήτησε νερό. Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπάντησε: «πώς ἐσύ, ὄντας Ἰουδαῖος, μιλᾶς μὲ γυναίκα καὶ, μάλιστα, Σαμαρείτιδα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες». Πράγματι, οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις, καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, οἱ ἄνδρες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν συνήθιζαν νὰ συνομιλοῦν μὲ γυναῖκες σὲ δημόσιο χῶρο, καθὼς ἡ γυναίκα εἶχε πολὺ ὑποτιμημένη θέση στὴν κοινωνία. Ὁ Χριστός, ὅμως, προκειμένου νὰ σώσει τὴν ψυχή της, ταράζει τὸ κατεστημένο καὶ καταρρίπτει τὰ κοινωνικὰ στερεότυπα, δίνοντας τιμὴ στὴν γυναίκα, ἡ ὁποία ἦταν ὄχι μόνο Σαμαρείτιδα, ἀλλὰ καὶ μοιχαλίδα.
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ συζήτηση ἀντιστρέφεται. Ὁ Χριστὸς διαβεβαίωσε τὴν γυναίκα ὅτι ἄν γνώριζε ποιόν εἶχε ἀπέναντί της, ἐκείνη θὰ Τοῦ ζητοῦσε νερὸ καὶ Ἐκεῖνος θὰ τῆς ἔδινε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Θὰ τῆς ἔδινε ζωντανὸ νερὸ ποὺ σκιρτᾶ γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν θὰ διψάσει εἰς τὸν αἰώνα.
Ἡ Σαμαρείτιδα μὲ λαχτάρα ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ νερὸ αὐτό, δίχως νὰ ἔχει καταλάβει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή. Ἀνταποκρινόμενος θετικά, ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ τῆς προσφέρει αὐτὸ ποὺ, ἀγνοώντας, Τοῦ ζήτησε. Μετὰ τὴν προσταγή Του νὰ φωνάξει τὸν ἄνδρα της καὶ τὴν ὁμολογία τῆς γυναίκας ὅτι δὲν εἶχε ἄνδρα, ὁ Ἰησοῦς ἀποκάλυψε τὶς ἁμαρτίες της προϊδεάζοντάς την ὄτι ὁ Συνομιλητής της δὲν ἦταν ἕνας ἀπλός, κοινὸς ἄνθρωπος.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὤθησε τὴν γυναίκα νὰ συνεχίσει τὴν συζήτηση καὶ νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Ἐρχόμενο Μεσσία ποὺ τόσο προσδοκοῦσε ὄχι ὡς ἐξουσιαστή, ἀλλὰ ὡς Ἐκεῖνον ποὺ θὰ λύτρωνε τὸν λαὸ καὶ τὴν ἴδια ἀπὸ τὸ πνευματικὸ σκοτάδι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἔφτασε τὴν συζήτηση ἐκεὶ ὅπου ἤθελε, προβαίνει σὲ μία πρωτοφανὴ ἀποκάλυψη: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας» τῆς λέει, «Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλάω!». Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀποκαλύφθηκε τόσο ἄμεσα στοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὶς γραφές, ἀλλὰ σὲ μία γυναίκα ἀπὸ τὴν Σαμάρεια μὲ ἐλαφρὰ ἤθη. Κὶ ὅμως, ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τοὺς «ἐκλεκτοὺς» Ἰουδαίους, Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς. Εἶχε ἀπλότητα καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ θέληση νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ Φῶς, ὅταν αὐτὸ θὰ ἐρχόταν στὸν κόσμο, καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν παλιά, ἄσωτη ζωή της, ὅπως ἐγκατέλειψε βιαστικὰ καὶ τὴν κανάτα μὲ τὸ νερό γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε πάει ὡς τὴν πηγή. Καὶ κάπως ἔτσι, ὅπως ὅλα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, ἀποδεικνύεται ἀληθινὴ ἡ φράση του Θεανθρώπου πρὸς τοὺς δῆθεν θεοσεβεῖς τυπολάτρες: «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
peristeris.blogspot.com
imab.gr