Φώτο
Η σκήτη είναι κτισμένη σύμφωνα με την αρχιτεκτονική γραμμή των αρχαιοπρεπών βυζαντινών μονών. Το μοναστικό συγκρότημα είναι ογκώδες και, όταν κτίστηκε, υπερέβαινε σε αξία και μεγαλοπρέπεια όλους τους ναούς της χριστιανικής Ανατολής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αυτό οφείλεται κυρίως στην πληθώρα μοναχών της σκήτης, οι οποίοι, με οικονομικές και άλλες ενισχύσεις έκτισαν πολυόροφες οικοδομές. Το κυριακό έχει μήκος 60 μ., πλάτος 33 μ. και ύψος 29μ., ενώ η είσοδος αποτελείται από σκέλη κωδωνοστασίου σε γοτθικό ρυθμό, ύψους 37μ., με θολοειδείς πυργίσκους εκατέρωθεν. Η στέγη και οι σφαιρικοί τρούλλοι καλύπτονται με ελάσματα από μόλυβδο και χαλκό με τους δεύτερους να διανθίζονται με χρυσούς αστερίσκους. Στο εσωτερικό του ναού οι εικόνες έχουν ζωγραφιστεί από έξοχους Ρώσους αγιογράφους και το εικονοστάσιο καλύπτεται από φύλλα απέφθου χρυσού.
Ο όγκος και η εξαιρετική τεχνοτροπία του μοναστικού ιδρύματος προκάλεσαν στους αθωνίτες μοναχούς τέτοια εντύπωση, που η σκήτη αποκαλείται ακόμη και σήμερα Σαράι ή Σαράγιον, αν και το συγκεκριμένο παρωνύμιο φαίνεται να έχει τις ρίζες του από τον 16ο αιώνα (βλ. Ιστορικό).
Η σκήτη κτίστηκε και συμπληρώθηκε πάνω σε σχέδια του Ρώσου αρχιτέκτονα Σουρουπώφ, κατά την παράδοση, σε θέση όπου βρισκόταν το αρχαίο μονύδριο του Ξέστρου. Το μονύδριο περιήλθε στη δικαιοδοσία της Μονής Βατοπεδίου πριν από τον 15ο αιώνα. Το 1761 ο πατριάρχης Σεραφείμ Β΄ οικοδόμησε εκεί ένα ευρύχωρο κελί που, από τότε, πήρε την ονομασία Σεράγιον. Το 1842 το κελί πουλήθηκε στον Ρώσο Βησσαρίωνα και, έκτοτε, άρχισαν οι ενέργειες για τη μετατροπή του σε κοινόβια σκήτη. Το 1867, επί τούτου αφιχθείς, ο μέγας δούκας Αλέξανδρος Αλεξάνδροβιτς έθεσε τον θεμέλιο λίθο, στο όνομα του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου. Ωστόσο, τα εγκαίνια του ναού έγιναν μόλις στις 16 Ιουλίου 1900, σε μεγαλόπρεπη τελετή χοροστατούντος του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, παρισταμένων πολλών επισήμων Ρώσων, εκπροσώπων της Αυλής, διπλωματών, πολιτικών και ανώτατων αξιωματικών.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η σκήτη αριθμούσε γύρω στους 500 Ρώσους μοναχούς, ενώ το 1963 είχαν απομείνει λίγες δεκάδες υπέργηροι. Το 1981, ήδη, η σκήτη είχε ερημωθεί. Το 1958 τυχαία πυρκαγιά αποτέφρωσε τη δυτική πτέρυγα της σκήτης και, έκτοτε, ανακαλύφθηκε ότι διεπράχθησαν πολλές και συνεχείς κλοπές κειμηλίων, αμφίων και σκευών. Στην πυρκαγιά χάθηκαν και πολλοί από τους 250, περίπου, κώδικες που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της σκήτης.
Η σκήτη επαναλειτούργησε πριν από λίγα χρόνια και, σήμερα, λειτουργεί εκεί υπερσύγχρονο εργαστήριο συντήρησης έργων τέχνης.
πηγή: