Δὲν εἶναι ὅλοι παλιάνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα.
Ἀκόμη κι ἂν εἶναι ἀναίσθητος, ἂν θέλετε, ποὺ ἐλάχιστοι εἶναι οἱ
πωρωμένοι καὶ οἱ ἀναίσθητοι. Οἱ ἄλλοι βρίσκονται σὲ μιὰ δύσκολη ὥρα,
ἀτείχιστοι, καὶ τοὺς ἁρπάζει τὸ κακὸ καὶ τοὺς βάζει καὶ κάνουν τὰ μύρια
ὅσα.
Ἔτσι ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος: “Δὲν εἶναι, βρέ, ὅλοι φονιάδες, οὔτε ὅλοι παλιάνθρωποι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα, ἀλλ’ εἶναι ἀτείχιστοι, δὲν ἀγωνίζονται, δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν μεταλαβαίνουν, δὲν προσεύχονται, δὲν προσπαθοῦν.
Κι εἶναι καλὲς ψυχές, ἀλλὰ μένουν ἔτσι, ξέφραγα ἀμπέλια, ὅπως λέει ἡ λαϊκὴ ἔκφραση. Καὶ τοὺς πιάνει καὶ τοὺς σκηκώνει τὸ κακό. Καὶ τοὺς βάνει νὰ κάνουνε φόνο καὶ νὰ κάνουν τόσα καὶ μετά, μετὰ ἀπὸ λίγο μετανοιώνουνε, στενοχωριοῦνται, ὑποφέρουνε, νιώθουν σὰν νά ‘ναι στὴν κόλαση”.
Δὲν θέλω νὰ δικαιολογήσω κανένα ἔγκλημα, ἀλλὰ ὁ ἐγκληματίας καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ ἐκεῖνος πληγωμένος, ὅπως περισσότερο πληγωμένα εἶναι τὰ θηρία, βέβαια, καὶ οἱ συγγενεῖς τῶν θυμάτων”.
Μὴν κατακρίνεις, ἀκόμη κι ἂν βλέπεις…
Νὰ προσέχεις τὴν κατάκριση, μοῦ λέει μιὰ ἄλλη μέρα ὁ Γέροντας, καὶ μοῦ
εἶπε τὸ ἑξῆς περιστατικό, γιὰ νὰ ἀποφεύγω κάθε συζήτηση γι’ αὐτή, ὅσο
δίκαιο καὶ ἂν νομίζω πὼς ἔχω.
-Εἶχε πάει μιὰ μέρα μιὰ γυναίκα σὲ ἕναν παπᾶ γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἦταν ἀπὸ κάποιο χωριὸ ποὺ φοροῦν καὶ μεσοφόρια. Τὰ ξέρεις;.
– Τὰ ξέρω, τοῦ λέω.
– Λοιπόν, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, σηκώθηκε νὰ φύγει. Ὅμως δὲν ἔκανε πέρα, ἂν δὲν τοῦ ἄφηνε κάτι γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει καὶ ἐπειδὴ ἔτσι αἰσθανόταν καλύτερα.
Προσπάθησε λοιπὸν νὰ σηκώσει τὸ πάνω φόρεμα γιὰ νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ μεσοφόρεμα κάτι χρήματα ποὺ εἶχε, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ πανωφόρι πιάνει καὶ τὸ μεσοφόρι μαζὶ κατὰ λάθος, τὸ σηκώνει ψηλά, καὶ τῆς φανῆκαν τὰ πόδια της. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ μπῆκε κάποιος μέσα καὶ εἶδε τὴ στάση τῆς γυναίκας καὶ πῆγε καὶ κατήγγειλε τὸν παπᾶ γιὰ ἄσεμνες πράξεις καὶ τὸν τιμώρησαν μάλιστα μὲ τρεῖς μῆνες ἀργία.
Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ἀργίας του ὁ παπᾶς αὐτὸς εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὴ τὴ δοκιμασία ποὺ τοῦ ἔδωσε. Τὸ χάρηκε πάρα πολύ! Εἶδες, ὅμως, τί ἕπαθε ὁ ἀδελφός μας, παιδί μου; Ἐνῶ εἶδε κάτι τὸ ἄσεμνο, καὶ κατέκρινε τὸν παπᾶ, δὲν ἦταν ἔτσι ὅπως τοῦ τὸ παρουσίασε ὁ πονηρός.
Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, πρόσεχε πολύ, πρόσεχε!
– Ναί, Παππούλη μου, τοῦ εἶπα, θὰ προσέχω…
Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου,
σελ. 231-232-233