Το 1714 γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας ο πατρο - Κοσμάς. Στο ιεροδιδασκαλείο του Λύτσικα στη Σεγδίτσα της Παρνασίδος και στη Μονή Αγίας Παρασκευής στα Βραγγιανά των Αγράφων μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. Διδάσκει ως «υποδιδάσκαλος» στα γύρω χωριά της περιοχής. Επειδή επιθυμεί να λάβει ανώτερη μόρφωση μεταβαίνει στην Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιο Όρος περίπου το 1750 με τους ξακουστούς δασκάλους Παν. Παλαμά, τον Ευγένιο Βούλγαρη και τον Νικ. Τζαρτζούλη.
Εκεί επιδίδεται με ιδιαίτερο ζήλο στην μελέτη των Γραφών. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τις σπουδές του. Από τα κηρύγματά του και τα γραπτά του βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατείχε άριστα τα Ελληνικά , είχε βαθιά θεολογική παιδεία και πάρα πολλές γνώσεις από πολλές άλλες επιστήμες. Κατείχε και αρκετές ξένες γλώσσες. Ο ίδιος γράφει: «... έφθειρα την ζωήν μου εις την σπουδήν σαράντα πενήντα χρόνους... τα βάθη της σοφίας ήρεύνησα». Το 1759 στη Μονή Φιλοθέου γίνεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Κοσμάς από Κώνστας.
Στη Μονή της μετανοίας του φλέγεται από τον πόθο να βοηθήσει το υπόδουλο έθνος στον κατά Θεόν φωτισμό του. Γράφει σχετικά : «Επειδή το Γένος μας έπεσεν εις αμάθειαν, είπα: Ας χάσει ο Χριστός εμένα, ένα πρόβατον, και ας κερδίσει τα άλλα. Ίσως η ευσπλαχνία του Θεού και η ευχή σας σώσει και εμένα».
Στα τέλη του 1760 πιθανότατα πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και λαμβάνει από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σωφρόνιο την άδεια και την ευλογία για να αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο. Οι περιοδείες του δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια.
Θεωρείται βέβαιο ότι περιόδευσε περιοχές της Κωνσταντινούπολης, της Θράκης, της Μακεδονίας, σε νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, την Αχαΐα, τη Θεσσαλία και τη Βόρεια Ήπειρο, όπου μαρτύρησε. Κήρυττε παντού Χριστό και ελευθερωμένη Ελλάδα. Απλός ο λόγος του, αλλά πλήρης σε θεολογικά μηνύματα. Πράος και ειρηνικός στην συμπεριφορά του, σκόρπιζε καλοσύνη και αγάπη. Ο υπόδουλος λαός τον αγαπούσε και έτρεχε να ακούσει τον απελευθερωτικό λόγο του.
Προφανώς υπήρξαν και αντιδράσεις στην ιεραποστολική και εθνεργετική δράση του πατρο - Κοσμά. Οι πλούσιοι αντιδρούσαν για τον λόγο του να δώσουν «το άδικον οπίσω», οι Ενετοί γιατί μιλούσε και κήρυττε την ρωμαίικη παράδοση, οι Εβραίοι γιατί μετατέθηκε το παζάρι από την Κυριακή, ημέρα Κυρίου για τους Ορθοδόξους, στο Σάββατο και μειώθηκαν τα κέρδη τους. Έλεγε ο Άγιος: «Να τον παρακαλέσετε (τον Χριστό) να με φυλάγει από τις παγίδες του Διαβόλου και μάλιστα των Εβραίων, όπου εξοδιάζουν χιλιάδες πουγκιά δια να με θανατώσουν».
Στις 2 Μαρτίου 1779 γράφει στον αδελφό του Χρύσανθο: «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί με αγαπώσει και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσει και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατον μου και ένας όχι».
Η δράση
Οι περιοδείες του αποσκοπούσαν στην λαϊκή ενότητα μέσα από την εκκλησιαστική παράδοση που ήταν και εθνική. Στόχος πρώτιστος να σταματήσει το φαινόμενο των εξισλαμισμών που είχε πυκνώσει τον 18ο αιώνα. Ο λόγος του γίνεται κατανοητός σε αντίθεση με άλλους ιεροκήρυκες της εποχής του. Χρησιμοποιεί το γλωσσικό ιδίωμα των ακροατών και διανθίζει το κήρυγμα με ελεύθερη απόδοση κειμένων γνωστών από τη θεία λειτουργία.
Η αγάπη του πατρο - Κοσμά προς τον λαό φανερώνεται στο κήρυγμά του: «Χρέος έχουν εκείνοι, όπου σπουδάζουν -σημειώνει-να μη τρέχουν εις αρχοντικά και αυλάς μεγάλων και να ματαιώνωσι (να χαραμίζουν) τη σπουδή τους, δια να αποκτήσουν πλούτον και αξίωμα, αλλά να διδάσκωσι μάλιστα τον κοινόν λαόν, όπου ζώσι με πολλήν απαιδευσίαν και βαρβαρότητα». Το κήρυγμα κα οι διδαχές του πατρός αποτυπώθηκαν στις περίφημες Διδαχές του, ο οποίες δείχνουν την πατερικότητα και παραδοσιακότητά τους.
Απέβλεπε στην αναζωπύρωση του πατερικού φρονήματος για την επανεύρεση των υπαρκτικών θεμελίων του γένους. Έλεγε: «Έμαθα πώς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είσθενε Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες), δεν είσθενε ασεβείς αιρετικοί άθεοι, αλλ' είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύετε και είσθενε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και είσθενε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας...».
Υπήρξε απόστολος όχι μόνο της Ορθοδοξίας αλλά και της ελληνικής παιδείας. «Άμαρτάνετε πολύ να τα αφήνετε (=τα παιδιά) αγράμματα και τυφλά, και μη μόνον φροντίζετε να τους αφήσετε πλούτη και υποστατικά, και μετά τον θάνατο σας να τα τρων και να τα πίνουν και να σας οπισολογούν (κατηγορούν, δυσφημούν). Καλύτερα να τα αφήσετε φτωχά και γραμματισμένα, παρά πλούσια και αγράμματα». Ή Εκκλησία μας -λέγει-είναι εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσεις τα Ελληνικά, δεν ημπορείς να καταλάβεις εκείνα πού ομολογεί η Εκκλησία μας». Για να περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες τη χρήση του βλάχικου ή αρβανίτικου γλωσσικού ιδιώματος, θα φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μη κουβεντιάζει Αρβανίτικα, ας σηκωθεί επάνω να μου είπει και να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθηκε, έως τώρα, και να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουν...».
Η επίγεια ζωή και η επαναστατική δράση του τελείωσε στο χωριό Κολικόντασι της σημερινής μαρτυρικής Βορείου Ηπείρου με απαγχονισμό, χωρίς να του απαγγελθεί επίσημη κατηγορία και να γίνει δίκη. Τον κρεμάσανε σε ένα δένδρο. Έπειτα δέσανε στο λαιμό του πέτρα και ρίξανε το τίμιο σκήνωμά του στον ποταμό Άψο. Ένας ιερέας , με το όνομα, Μάρκος το βρήκε να επιπλέει , το παρέλαβε και το ενταφίασε με χριστιανικό τρόπο στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας Β. Ηπείρου.
Το οικουμενικό πατριαρχείο, με πράξη του τον κατέταξε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας, στις 20 Απριλίου 1961, υπογραμμίζοντας, ότι «άπασαν την πατρώαν γην διέδραμε, κηρύττων ιεραποστολικώς τον λόγον του θεού, σχολεία πολλαχοϋύ ιδρύων, ασθενούντας θεραπεύων, την Άγιαν αυτού εκκλησίαν κρατύνων, τύπον δ' εαυτόν ταπεινώσεως, αυταπαρνήσεως, αρετής και εγκράτειας άναδείξας, έως ου και τον μαρτυρικόν υπέμεινε θάνατον».
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου, ημέρα του μαρτυρίου του.
Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός