Να προσευχόμαστε για τις ψυχές των κεκοιμημένων (6 ' ελάχιστος χρόνος ανάγνωσης)

Εις την προηγούμενη σύναξί μας, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, είχαμε αναφερθή εις την προσευχή για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, εις το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους σου», και είχαμε αναφέρει, ότι αυτή η προσευχή ενδείκνυται και επιβάλλεται, με το παραπάνω για τους κεκοιμημένους σε σχέσι με τους ζώντας αδελφούς μας, εφ᾽ όσον οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πλέον να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Διότι έχει πλέον λήξει η προθεσμία μετανοίας τους.

Και εδώ απλώς να ξανατονίσωμε εις την αγάπη σας, ότι την πρώτη μόνο φορά, όταν ξεκινάμε την ευχή, είναι πολύ καλό και ενδείκνυται να αναφέρωμε κάποια ονόματα κεκοιμημένων, όπως ονόματα συγγενικών προσώπων, γνωστών μας, η προσώπων για τα οποία αισθανόμεθα κάποιας πνευματικής η υλικής φύσεως ευγνωμοσύνη και τα παρόμοια. Να αναφέρωμε δηλαδή την πρώτη μόνο φορά τα ονόματα αυτά και μετά, εν συνεχεία, χωρίς να κουραζώμεθα, να ζαλιζώμεθα, και έτσι να συγχέεται ο νους μας επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα ίδια ονόματα, να λέμε απλά, μόνο, το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους Σου». Εκεί μέσα, εις το » ανάπαυσον τους δούλους Σου», ευρίσκονται όλοι οι απ᾽ αιώνος κεκοιμημένοι αδελφοί μας, αλλά επί πλέον, κατά έναν εντελώς ξεχωριστό, μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο, ευρίσκονται και τα ονόματα που αναφέραμε την πρώτη μόνο φορά, εις την αρχή. Και έτσι οι πάντες ωφελούνται, και οι σεσωσμένοι και οι κολασμένοι, εφ᾽ όσον και στις δύο καταστάσεις υπάρχουν άπειρες διαβαθμίσεις.
Εις το Γεροντικό αναφέρεται, σχετικά με τον αββά Μακάριο, το εξής:

«Είπε ο αββάς Μακάριος: »Περπατώντας κάποτε εις την έρημο, βρήκα παραπεταμένο στο έδαφος ένα κρανίο νεκρού. Και κουνώντας το με το ραβδί, μου μίλησε το κρανίο. Και του λέγω: «Συ ποιος είσαι;» Το κρανίο μου αποκρίθηκε: «Εγώ ήμουν ιερεύς των ειδώλων και των εθνικών όπου είχαν απομείνει σε αυτόν τον τόπο. Και συ είσαι ο Μακάριος, όπου έχεις το Άγιο Πνεύμα μέσα σου. Όταν εσύ σπλαγχνισθής όσους είναι στην κόλασι, Μακάριε, και προσευχηθής γι᾽ αυτούς, βρίσκουν κάποια παρηγοριά». Του λέγω: «Ποια είναι η παρηγοριά; Και ποια η Κόλασι;» Μου αποκρίνεται το κρανίο: «Όσο απέχει ο ουρανός από την γη, τόση είναι η φωτιά κάτω από εμάς. Στεκόμαστε δε, από τα πόδια έως το κεφάλι, μέσα σε αυτή την φωτιά και δεν μπορούμε να κοιτάξωμε κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά η ράχη του ενός είναι κολλημένη στην ράχη του άλλου». Πλήρης δηλαδή ακοινωνησία. Και συνεχίζει το κρανίο λέγοντας: «Όταν λοιπόν προσεύχεσαι, Μακάριε, εσύ για μας, βλέπει κάπως ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η παρηγοριά». Και έκλαψα τότε και είπα: «Αλλοίμονο στη μέρα που γεννιέται ο άνθρωπος!» Του λέγω έπειτα του κρανίου: «Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο;» Μου λέγει το κρανίο: «Μεγαλύτερο βάσανο είναι από κάτω μας». Του λέγω: «Και ποιοί είναι εκεί;» Μου αποκρίνεται το κρανίο: «Εμείς, επειδή δεν γνωρίζαμε τον Θεό, βρίσκομε κάποιο έλεος. Όσοι όμως τον γνώρισαν και τον αρνήθηκαν και δεν έπραξαν το θέλημά Του, από κάτω μας είναι» – δηλαδή είναι πολύ χειρότερα. Πήρα τότε το κρανίο και το έθαψα»». Αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, μας διηγήθηκε ο αββάς Μακάριος.
Όπως μας έλεγε και ο π. Παΐσιος, σχετικά για το θέμα αυτό, »δεν είναι το ίδιο πράγμα να βρίσκεσαι σε μία σκοτεινή και ζεστή φυλακή και να σκας και να μη βλέπης τίποτε, από το να είσαι στην ίδια φυλακή και να έχης εκεί, κάπου-κάπου, την δυνατότητα να πίνης και κανένα δροσερό αναψυκτικό». Καταλαβαίνετε ασφαλώς, τι εννοούσε ο Γέροντας. Πνευματικό αναψυκτικό.

Βέβαια, σπανιώτατα έχομε και περιπτώσεις που βγήκαν άνθρωποι και από αυτήν την κόλασι. Όχι δηλαδή απλώς εβελτιώθη η θέσις των, είτε αυτοί ευρίσκοντο εις την κόλασι, είτε αυτοί ευρίσκοντο εις τον Παράδεισο, αλλά έχομε και περιπτώσεις, που και από αυτήν ταύτην την κόλασι να έχουν μεταφερθή οι ψυχές των εις τον Παράδεισον. Όπως π.χ. αναφέρεται εις την Πατερική Γραμματολογία, η περίπτωσις που ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, ένας μεγάλος Άγιος που έζησε εις την Δύσι, μετά από εντεταμένη και εκτενεστάτη και διακαή προσευχή, έβγαλε από αυτήν την κόλασι την ψυχή ενός γνωστού ρωμαίου αυτοκράτορα, ονόματι Τραϊανού.

Κλείνοντας, όσα είχαμε να πούμε για την προσευχή για τους κεκοιμημένους με την μέθοδο αυτή, απλώς να αναφέρωμε ότι πρέπει να προσευχώμεθα για όλους ανεξαιρέτως τους απ᾽ αιώνος κεκοιμημένους, εκτός φυσικά από τους επίσημα αναγνωρισμένους Αγίους της Εκκλησίας μας.

Να τους βάζωμε όλους δηλαδή στο συγχωροχάρτι. Διότι ακόμη και εκείνοι που είναι πλούσιοι πνευματικά, με τις προσευχές μας γίνονται ακόμη πιο πλούσιοι. Ακόμη κι αν υπάρχη η βεβαιότητα, τρόπον τινά, εις την συνείδησι της Εκκλησίας μας για κάποιες ψυχές ότι έχουν μεγάλη παρρησία εις τον Θεό, όμως από την στιγμή που δεν είναι αναγνωρισμένοι επίσημα ως Άγιοι, οφείλομε αδίστακτα να τους μνημονεύωμε εις τις Λειτουργίες – αυτή είναι η τάξις της Εκκλησίας – και γενικώς, να προσευχώμεθα για τις ψυχές τους.

Διότι, όπως έλεγε ο γνωστός σας π. Παΐσιος ο Αγιορείτης, αν σε έναν πολυεκατομμυριούχο δώσης μία, δύο, εκατό, χίλιες δραχμές επί πλέον, όχι μόνο δεν του κάνεις κακό, αλλά τον κάνεις ακόμη πιο πλούσιο. Με καταλαβαίνετε… Αλλά και με καλή, λευκή, θεάρεστη »πονηριά» να δούμε το θέμα, από την στιγμή που αυτός για τον οποίο προσευχόμεθα έχει όντως παρρησία στον Θεό, ε, και αυτός, με την σειρά του, θα προσεύχεται ακόμη για έναν λόγο παραπάνω για μας, οπότε και από αυτήν την άποψι έχομε ένα επί πλέον προσωπικό πνευματικό κέρδος.
Έτσι λοιπόν, με το »Κυριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους Σου», μπορούμε να προσευχώμεθα για όλες τις ψυχές των κεκοιμημένων.

Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κατερέλος,
Ηγούμενος Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Απόσπασμα από Εσπερινή ομιλία στον Ιερό Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά το έτος 1999)

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology