«Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην Εικόνα μου, και να το κηρύττεις και εις τους άλλους ότι κάνουν θαύματα οι εικόνες…»


Διήγηση του γέρο – Βησσαριώνος Διονυσιάτη

~ Μία ημέρα λοιπόν δύο χωριάτες ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε την φοράδα του άλλου.
Εκείνος που την αγόρασε, επήγε εις την εκκλησία και επροσκύνησε. Άφησε δε εμπρός εις την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε να ανάψω ένα κερί.

Εγώ άναψα το κερί, είδα τα χρήματα, ήσαν αρκετά, δεν τα πήρα χρήματα, τ’ άφησα εμπρός στην εικόνα. Κατά το βράδυ, επήγα νανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα. Μα δεν ξέρεις πόση στενοχώρια μου ήλθε.

Ο πειρασμός με εσκλήρυνε και εμένα και, όπως κουβεντιάζουμεν μαζί, επήγα εμπρός στην εικόνα του Αγίου και του λέγω: Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.

– Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; Γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα εμπρός από την Εικόνα σου; Ααα, δεν σου ανάβω το καντήλι.

Έτσι, γέρο-Λάζαρε, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι και έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου όμως η καρδιά μου κτυπούσε λιγάκι. Επήγα στον μύλο, ανέβηκα επάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Αγίου το είχα σβηστό, αλλά ο κοτσονούρης [ο διάβολος] δεν με άφηνε, πολύ με εσκλήρυνε. Έλεγα μέσα μου:

– Άϊ να δούμε τι θα γίνη. Δεν το ανάβω το καντήλι απόψε.

Εκοιμήθηκα λοιπόν, αδελφέ μου, με την σύγχυσιν όπου είχα, όμως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, το φεγγάρι σαν ήλιος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως.

Καθώς λοιπόν εκοιμόμουν μόνος μου -διότι άλλον συνοδεία τότε δεν είχα [βρισκόταν στο μετόχι της Μονής Διονυσίου στα Μαριανά Χαλκιδικής]- κατά τα μεσάνυκτα αισθάνομαι μία σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις εμπόρεσα να του ειπώ: 

ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ ΕΔΩ


Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology