ΣΤΟΥΣ ΚΟΡΦΟΥΣ ΒΡΕΧΕΙ, ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ ΚΑΙ ΒΡΟΝΤΑ
Οι παλιοί ανθρώποι, παρατηρώντας τα σημεία των καιρών από χρόνο σε χρόνο, γίνονταν οι πιό καλοί και οι πιό σωστοί μετεωρολόγοι. Άς είχε ο τόπος τους ηλιοφάνεια και καλοκαιρία. Παρακολουθώντας γύρω-γύρω τα άκρα της γής, που τα ωνόμαζαν κόρφους, έλεγαν...
«όπου είναι έρχεται βροχή, έρχεται κακοκαιρία και στον δικό μας τόπο· μαζέψτε τα γενήματά σας, πο
κινδυνεύουν από την κακοκαιρία». Η μάννα έλεγε «δέν θα απλώσουμε απόψε μπουγάδα, γιατί έρχεται βροχή». Και ο βοσκός μάζευε τα ζώα του στον στάβλο.
– Πατέρα, καλός είναι ο καιρός.
– Παιδί μου, δεν ακούς το ποδοβολητό της βροχής;
Ίσως εκεί στο μοναστήρι που σύχναζε άκουσε τον Ηλία να λέγη «Δέν ακούτε τα πόδια της βροχής;».
Ο γερο-ψαράς έλεγε στα παιδιά του:
– Τραβάτε την βάρκα έξω· έρχεται κακοκαιρία.
Όλοι τα ήξεραν τα σημεία των καιρών. Όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Προτού χαράξη, ο μύρμηγκας αγωνιζόταν να συνάξη και να προστατεύση τα γενήματά του. Αυτό το μικρό ζωάκι έχει φοβερές αισθήσεις και αμύνεται για τα επερχόμενα δεινά.
Ο σημερινός πεπαιδευμένος άνθρωπος δεν τα βλέπει; Τι έρχεται και ρωτά τον καλόγερο στο Άγιον Όρος:
– Πως πάν τα πράγματα; Πως βλέπεις την κατάσταση; Τι ακούτε εσείς που ζήτε σ᾽ αυτόν τον άγιο τόπο;
– Ό,τι ακούτε και ό,τι βλέπετε έξω.
Η Εκκλησία αγκαλιάζει και σφιχταγκαλιάζει τους άθεους κρατούντες. Εδώ τρώνε, μαζί πίνουνε και χαριεντίζονται σαν τα παιδιά που φτιάχναν στην άμμο πόλεις και οχυρά. Κανείς δεν έχει ελεύθερη έκφραση. Λές και βρισκόμαστε σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο ρασοφόρος βλέπει τον σταυρό πεταμένο στον δρόμο και δεν σκύβει να τον πάρη να τον φιλήση. Μόνον οι ευλαβείς σκουπιδιάρηδες μαζεύουν τις εικόνες της Παναγιάς και του Χριστού από τα σκουπίδια.
– Που το βρήκες πάλι αυτό, μπαρμπα-Μιχάλη;
– Από τα σκουπίδια το ανέσυρα, γιατί πονεί η ψυχή μου.
Η ευλάβειά μας, η παρηγοριά μας να πετιέται στον δρόμο;
Για να μη χάσουν σήμερα οι παπάδες τις «καλές» σχέσεις με το ποίμνιό τους, βαπτίζουν τα παιδιά των αστεφάνωτων οικογενειών και τίθεται το ερώτημα «Αυτοί την Εκκλησία την παραμέρισαν. Πως θα εμπιστευθούμε χριστιανική ανατροφή σε γονείς εκτός Εκκλησίας;».
– Γιατί, παπά, έβαλες κουμπάρο αστεφάνωτο;
– Γιατί, όταν θα πάω στον δεσπότη, θα πρέπει να κουβαλάω μαζί μου κι ένα τορβά, για να μου βάλη το κεφάλι.
Οι πιέσεις των επισκόπων αρχίζουν από θέματα πίστεως μέχρι θέματα οικονομικά. Ένας δεσπότης ζητά από κάθε ενορία 70 ευρώ, για να επισκευάση την χέστρα του! Σιγά-σιγά πρέπει να καταπιαστούμε και με την καζάνα του δεσπότη. Φόβος και τρόμος κατέχει τους παπάδες, τους άμισθους, τους παραγκωνισμένους, τους απαράκλητους. Στα χωριά που ζούνε πίσω από τον Θεό, κανένας δεν τους ρωτά «Έχεις να ταΐσης την οικογένειά σου;» παρά μόνον «Έχεις να μου δώσης;». Ρώτησα εφημέριο εν μέσω Αθηνών:
– Γιατί δεν πήγες το παιδί σου εγκαίρως στον γιατρό;
– Δεν είχα (!)
Ο εφημεριακός κλήρος, που είναι οι βασικοί λειτουργοί της Εκκλησίας, είναι παρηγκωνισμένος. Ο μακαριστός όσιος Αμφιλόχιος σκεπτότανε πολύ τον εφημεριακό κλήρο και ζητούσε την ενίσχυσή τους:
– Χωρίς εφημερίους δεν μπορεί να λειτουργήση η Εκκλησία. Άς μη γνωρίζη γράμματα. Όταν έχη ευλάβεια, αναπληρώνονται όλα. Χωρίς παπά, το χωριό είναι χωρίς νερό, χωρίς σημείο αναφοράς, χωρίς παράκληση και παρηγοριά.
Ο επίσκοπος πρέπει να σεβίζη μπροστά στον εφημέριο, γιατί αυτά που δεν μπορεί να κάνη αυτός, τα κάνει ο παπάς. Αυτός είναι κοντά στον κόσμο, αυτός διαβάζει το Ευαγγέλιο, αυτός αγιάζει τα σπίτια, αυτός πίνει νερό στην υγειά του χωριού. Μιά παχειά καλημέρα του παπά στον ενορίτη είναι ό,τι σπουδαίο μπορεί να δώση η Εκκλησία στον λαό κάθε μέρα. Βοηθήστε τον παπά να κάθεται κοντά στο ποίμνιό του. Να μην έχης, δεσπότη, την απαίτηση ο παπάς να παίζη την φλογέρα από την πόλη και να βόσκουν τα πρόβατα στο χωριό. Βοηθήστε τον, βοηθήστε τον. Μη τον τρομοκρατήτε. Έχετε την χατζάρα υψωμένη για τον άθεο, τον σκανδαλοποιό και τον ανήθικο.
Άχ εφημέριε, με το τριμμένο ράσο και το παπούτσι που σηκώνει φτέρνα και μύτη, σε λατρεύω, σαν την ζύμη της πίστης και του έθνους.
Άς πάμε τώρα και στους κρατούντες. Δεν βλέπετε σημεία και τέρατα, και ρωτάτε εμένα τον μοναχό, που ζώ στην αποκλείστρα μου και δώθε-κείθε μου μεταφέρουνε τον χαλασμό του έθνους και της πίστης από την τάχατες κυβέρνηση, που τα δίνει όλα για τον λαό; Δίνει ένα ψίχουλο για τον λαό και μιά ολόκληρη φραντζόλα από τον φούρνο του διαβόλου. Οι άθεοι μέρα-νύχτα ζυμώνουν, όχι το ψωμί που το βρίσκαμε κάτω και το παίρναμε στο χέρι μας και το φιλούσαμε, αλλά το ψωμί που δεν θρέφει τον λαό, αλλά τον δηλητηριάζει.
Ρωτάς για πολέμους, ρωτάς, Έλληνα, για χαλασμούς. Καλά, δεν βλέπεις αυτούς που κάθε μέρα κατεβαίνουν από τους κόρφους; Δεν είναι πιά οι κόρφοι εκεί που ενώνεται η γή με τον ουρανό, αλλά η βουλή των Ελλήνων. Έχει κανένα ευεργέτημα για τον λαό, τον ορθόδοξο λαό; Έχει κανένα ευεργέτημα για την μάννα την πολύτεκνη και για τον γέρο που φυλάει το ερημωμένο χωριό; Η αδιαφορία, η ανεργία, η αποστροφή της υπαίθρου μάζεψε την νεολαία στις μεγαλοπόλεις, και τα όμορφα χωριά μας κατήντησαν θέρετρα, και όχι τόποι παραγωγικοί, τόποι που βοηθούν την οικονομία του κράτους. Στον ορίζοντα, Έλληνα, θές να δής ότι πωλούνται τα πάντα, και το αεροδρόμιο και το λιμάνι και η ΔΕΗ καί, το πιό φοβερό απ᾽ όλα, το νεράκι του Θεού; Τις πηγές του τόπου μας, που πραγματικά αγιάσματα είναι, αγιάσματα αναβλύζουν, αγιασμένα νερά μας δίνουν, θα τις κουμαντάρουνε οι ξένοι επιχειρηματίες. Φοβάμαι ότι και τα δάση μας θα ᾽χουν την ίδια τύχη. Κι απ᾽ τους καθάριους βυθούς της θαλάσσης, θα αφαιρέσουν τα βότσαλα και την ομορφιά τους. Σημεία των καιρών ζητάς;
Όλοι οι μεγάλοι κοσμοκράτορες έχουν το χέρι τους στην σκανδάλη και τους λένε: «Πολλοί είμαστε στην γή· πρέπει να θάψουμε, για να λιγοστέψουμε». Μήπως εσείς ακούσατε κανένα λόγο παρηγοριάς; Μήπως σας κόψανε κανένα φόρο; Μήπως σας αυξήσανε κάποιο μισθό που σας είχαν περικόψει; Μήπως ετοιμάζονται οι πηγάδες του Μελιγαλά και τα φαράγγια, για να τα βοθρίσουνε με πτώματα, με σώματα μαρτύρων και αγίων; Γυναίκα, φόρεσε μαύρο μαντήλι, κι αν σε ρωτήσουνε, πές ότι πενθείς την Εκκλησία και το Έθνος. Μαυροπένθησε η Εκκλησία. Τι τα θές τα άσπρα και τα λευκά, αφού ανάσταση δεν βλέπεις; Ζής μέσα σε μιά ατέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή. Όταν ακούω ότι αρχιερείς ζητούνε συνδρομές από τις ενορίες, για να κάνουν πλούσια τραπέζια σ᾽ όλους αυτούς που θεωρούνται μεγάλοι, νερουλιάζει το αίμα μου και θα ήθελα να πάω να βάλω στο καζάνι τους κατασταλαγή. Ποιός δεσπότης λέει σήμερα: «Θά σε φιλέψουμε με το βρισκούμενο»; Ποιός κρατά ταπεινή τράπεζα στις επισκέψεις των αλλοτρίων της πίστεως, των πολεμίων της Εκκλησίας; Ποιός δεσπότης κάλεσε τις μαννάδες σε τραπέζι και τους φτωχοπατεράδες τους χειρώνακτες σε συνεστίαση; Ποιός έβρασε σιτάρι, για να παραθέση τράπεζα;
Δείξτε μου τα καλά σημεία των καιρών, γιατί μ᾽ έφαγε η αγωνία, ο τρόμος της άλλης ημέρας, το αβέβαιο τι θα ξημερώση αύριο. Θα χτυπήση καμπάνα; Θα γίνη λειτουργία; Θα κυματίση η σημαία; Θα φανή το σημείο του σταυρού στις ράχες και στα βουνά;
Βοσκέ, κόψε ένα ξύλο και κάνε ένα σταυρό και στήσε τον στην ραχούλα που βόσκεις τα κοπάδια σου. Κι εσένα θα φυλάξη και την ποίμνη σου. Μάννα, στήσε ένα σταυρό στην αυλή σου και σύ, αγρότη, στις καλλιέργειές σου. Φυγάδεψε τα δαιμόνια και κοίτα τους κόρφους τι σημεία και τέρατα μας φέρνουν κάθε μέρα. Είναι αρκετά μεγάλος ο χώρος σου, μπορείς να βλέπης και να γίνεσαι προφήτης, διδάσκαλος, ευαγγελιστής, ξορκιστής των κακών. Αμήν.
Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης
https://www.pentapostagma.gr
Πηγή: http://paterikos.blogspot.com/2017/12/blog-post_33.html
Οι παλιοί ανθρώποι, παρατηρώντας τα σημεία των καιρών από χρόνο σε χρόνο, γίνονταν οι πιό καλοί και οι πιό σωστοί μετεωρολόγοι. Άς είχε ο τόπος τους ηλιοφάνεια και καλοκαιρία. Παρακολουθώντας γύρω-γύρω τα άκρα της γής, που τα ωνόμαζαν κόρφους, έλεγαν...
«όπου είναι έρχεται βροχή, έρχεται κακοκαιρία και στον δικό μας τόπο· μαζέψτε τα γενήματά σας, πο
κινδυνεύουν από την κακοκαιρία». Η μάννα έλεγε «δέν θα απλώσουμε απόψε μπουγάδα, γιατί έρχεται βροχή». Και ο βοσκός μάζευε τα ζώα του στον στάβλο.
– Πατέρα, καλός είναι ο καιρός.
– Παιδί μου, δεν ακούς το ποδοβολητό της βροχής;
Ίσως εκεί στο μοναστήρι που σύχναζε άκουσε τον Ηλία να λέγη «Δέν ακούτε τα πόδια της βροχής;».
Ο γερο-ψαράς έλεγε στα παιδιά του:
– Τραβάτε την βάρκα έξω· έρχεται κακοκαιρία.
Όλοι τα ήξεραν τα σημεία των καιρών. Όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Προτού χαράξη, ο μύρμηγκας αγωνιζόταν να συνάξη και να προστατεύση τα γενήματά του. Αυτό το μικρό ζωάκι έχει φοβερές αισθήσεις και αμύνεται για τα επερχόμενα δεινά.
Ο σημερινός πεπαιδευμένος άνθρωπος δεν τα βλέπει; Τι έρχεται και ρωτά τον καλόγερο στο Άγιον Όρος:
– Πως πάν τα πράγματα; Πως βλέπεις την κατάσταση; Τι ακούτε εσείς που ζήτε σ᾽ αυτόν τον άγιο τόπο;
– Ό,τι ακούτε και ό,τι βλέπετε έξω.
Η Εκκλησία αγκαλιάζει και σφιχταγκαλιάζει τους άθεους κρατούντες. Εδώ τρώνε, μαζί πίνουνε και χαριεντίζονται σαν τα παιδιά που φτιάχναν στην άμμο πόλεις και οχυρά. Κανείς δεν έχει ελεύθερη έκφραση. Λές και βρισκόμαστε σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο ρασοφόρος βλέπει τον σταυρό πεταμένο στον δρόμο και δεν σκύβει να τον πάρη να τον φιλήση. Μόνον οι ευλαβείς σκουπιδιάρηδες μαζεύουν τις εικόνες της Παναγιάς και του Χριστού από τα σκουπίδια.
– Που το βρήκες πάλι αυτό, μπαρμπα-Μιχάλη;
– Από τα σκουπίδια το ανέσυρα, γιατί πονεί η ψυχή μου.
Η ευλάβειά μας, η παρηγοριά μας να πετιέται στον δρόμο;
Για να μη χάσουν σήμερα οι παπάδες τις «καλές» σχέσεις με το ποίμνιό τους, βαπτίζουν τα παιδιά των αστεφάνωτων οικογενειών και τίθεται το ερώτημα «Αυτοί την Εκκλησία την παραμέρισαν. Πως θα εμπιστευθούμε χριστιανική ανατροφή σε γονείς εκτός Εκκλησίας;».
– Γιατί, παπά, έβαλες κουμπάρο αστεφάνωτο;
– Γιατί, όταν θα πάω στον δεσπότη, θα πρέπει να κουβαλάω μαζί μου κι ένα τορβά, για να μου βάλη το κεφάλι.
Οι πιέσεις των επισκόπων αρχίζουν από θέματα πίστεως μέχρι θέματα οικονομικά. Ένας δεσπότης ζητά από κάθε ενορία 70 ευρώ, για να επισκευάση την χέστρα του! Σιγά-σιγά πρέπει να καταπιαστούμε και με την καζάνα του δεσπότη. Φόβος και τρόμος κατέχει τους παπάδες, τους άμισθους, τους παραγκωνισμένους, τους απαράκλητους. Στα χωριά που ζούνε πίσω από τον Θεό, κανένας δεν τους ρωτά «Έχεις να ταΐσης την οικογένειά σου;» παρά μόνον «Έχεις να μου δώσης;». Ρώτησα εφημέριο εν μέσω Αθηνών:
– Γιατί δεν πήγες το παιδί σου εγκαίρως στον γιατρό;
– Δεν είχα (!)
Ο εφημεριακός κλήρος, που είναι οι βασικοί λειτουργοί της Εκκλησίας, είναι παρηγκωνισμένος. Ο μακαριστός όσιος Αμφιλόχιος σκεπτότανε πολύ τον εφημεριακό κλήρο και ζητούσε την ενίσχυσή τους:
– Χωρίς εφημερίους δεν μπορεί να λειτουργήση η Εκκλησία. Άς μη γνωρίζη γράμματα. Όταν έχη ευλάβεια, αναπληρώνονται όλα. Χωρίς παπά, το χωριό είναι χωρίς νερό, χωρίς σημείο αναφοράς, χωρίς παράκληση και παρηγοριά.
Ο επίσκοπος πρέπει να σεβίζη μπροστά στον εφημέριο, γιατί αυτά που δεν μπορεί να κάνη αυτός, τα κάνει ο παπάς. Αυτός είναι κοντά στον κόσμο, αυτός διαβάζει το Ευαγγέλιο, αυτός αγιάζει τα σπίτια, αυτός πίνει νερό στην υγειά του χωριού. Μιά παχειά καλημέρα του παπά στον ενορίτη είναι ό,τι σπουδαίο μπορεί να δώση η Εκκλησία στον λαό κάθε μέρα. Βοηθήστε τον παπά να κάθεται κοντά στο ποίμνιό του. Να μην έχης, δεσπότη, την απαίτηση ο παπάς να παίζη την φλογέρα από την πόλη και να βόσκουν τα πρόβατα στο χωριό. Βοηθήστε τον, βοηθήστε τον. Μη τον τρομοκρατήτε. Έχετε την χατζάρα υψωμένη για τον άθεο, τον σκανδαλοποιό και τον ανήθικο.
Άχ εφημέριε, με το τριμμένο ράσο και το παπούτσι που σηκώνει φτέρνα και μύτη, σε λατρεύω, σαν την ζύμη της πίστης και του έθνους.
Άς πάμε τώρα και στους κρατούντες. Δεν βλέπετε σημεία και τέρατα, και ρωτάτε εμένα τον μοναχό, που ζώ στην αποκλείστρα μου και δώθε-κείθε μου μεταφέρουνε τον χαλασμό του έθνους και της πίστης από την τάχατες κυβέρνηση, που τα δίνει όλα για τον λαό; Δίνει ένα ψίχουλο για τον λαό και μιά ολόκληρη φραντζόλα από τον φούρνο του διαβόλου. Οι άθεοι μέρα-νύχτα ζυμώνουν, όχι το ψωμί που το βρίσκαμε κάτω και το παίρναμε στο χέρι μας και το φιλούσαμε, αλλά το ψωμί που δεν θρέφει τον λαό, αλλά τον δηλητηριάζει.
Ρωτάς για πολέμους, ρωτάς, Έλληνα, για χαλασμούς. Καλά, δεν βλέπεις αυτούς που κάθε μέρα κατεβαίνουν από τους κόρφους; Δεν είναι πιά οι κόρφοι εκεί που ενώνεται η γή με τον ουρανό, αλλά η βουλή των Ελλήνων. Έχει κανένα ευεργέτημα για τον λαό, τον ορθόδοξο λαό; Έχει κανένα ευεργέτημα για την μάννα την πολύτεκνη και για τον γέρο που φυλάει το ερημωμένο χωριό; Η αδιαφορία, η ανεργία, η αποστροφή της υπαίθρου μάζεψε την νεολαία στις μεγαλοπόλεις, και τα όμορφα χωριά μας κατήντησαν θέρετρα, και όχι τόποι παραγωγικοί, τόποι που βοηθούν την οικονομία του κράτους. Στον ορίζοντα, Έλληνα, θές να δής ότι πωλούνται τα πάντα, και το αεροδρόμιο και το λιμάνι και η ΔΕΗ καί, το πιό φοβερό απ᾽ όλα, το νεράκι του Θεού; Τις πηγές του τόπου μας, που πραγματικά αγιάσματα είναι, αγιάσματα αναβλύζουν, αγιασμένα νερά μας δίνουν, θα τις κουμαντάρουνε οι ξένοι επιχειρηματίες. Φοβάμαι ότι και τα δάση μας θα ᾽χουν την ίδια τύχη. Κι απ᾽ τους καθάριους βυθούς της θαλάσσης, θα αφαιρέσουν τα βότσαλα και την ομορφιά τους. Σημεία των καιρών ζητάς;
Όλοι οι μεγάλοι κοσμοκράτορες έχουν το χέρι τους στην σκανδάλη και τους λένε: «Πολλοί είμαστε στην γή· πρέπει να θάψουμε, για να λιγοστέψουμε». Μήπως εσείς ακούσατε κανένα λόγο παρηγοριάς; Μήπως σας κόψανε κανένα φόρο; Μήπως σας αυξήσανε κάποιο μισθό που σας είχαν περικόψει; Μήπως ετοιμάζονται οι πηγάδες του Μελιγαλά και τα φαράγγια, για να τα βοθρίσουνε με πτώματα, με σώματα μαρτύρων και αγίων; Γυναίκα, φόρεσε μαύρο μαντήλι, κι αν σε ρωτήσουνε, πές ότι πενθείς την Εκκλησία και το Έθνος. Μαυροπένθησε η Εκκλησία. Τι τα θές τα άσπρα και τα λευκά, αφού ανάσταση δεν βλέπεις; Ζής μέσα σε μιά ατέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή. Όταν ακούω ότι αρχιερείς ζητούνε συνδρομές από τις ενορίες, για να κάνουν πλούσια τραπέζια σ᾽ όλους αυτούς που θεωρούνται μεγάλοι, νερουλιάζει το αίμα μου και θα ήθελα να πάω να βάλω στο καζάνι τους κατασταλαγή. Ποιός δεσπότης λέει σήμερα: «Θά σε φιλέψουμε με το βρισκούμενο»; Ποιός κρατά ταπεινή τράπεζα στις επισκέψεις των αλλοτρίων της πίστεως, των πολεμίων της Εκκλησίας; Ποιός δεσπότης κάλεσε τις μαννάδες σε τραπέζι και τους φτωχοπατεράδες τους χειρώνακτες σε συνεστίαση; Ποιός έβρασε σιτάρι, για να παραθέση τράπεζα;
Δείξτε μου τα καλά σημεία των καιρών, γιατί μ᾽ έφαγε η αγωνία, ο τρόμος της άλλης ημέρας, το αβέβαιο τι θα ξημερώση αύριο. Θα χτυπήση καμπάνα; Θα γίνη λειτουργία; Θα κυματίση η σημαία; Θα φανή το σημείο του σταυρού στις ράχες και στα βουνά;
Βοσκέ, κόψε ένα ξύλο και κάνε ένα σταυρό και στήσε τον στην ραχούλα που βόσκεις τα κοπάδια σου. Κι εσένα θα φυλάξη και την ποίμνη σου. Μάννα, στήσε ένα σταυρό στην αυλή σου και σύ, αγρότη, στις καλλιέργειές σου. Φυγάδεψε τα δαιμόνια και κοίτα τους κόρφους τι σημεία και τέρατα μας φέρνουν κάθε μέρα. Είναι αρκετά μεγάλος ο χώρος σου, μπορείς να βλέπης και να γίνεσαι προφήτης, διδάσκαλος, ευαγγελιστής, ξορκιστής των κακών. Αμήν.
Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης
https://www.pentapostagma.gr
Πηγή: http://paterikos.blogspot.com/2017/12/blog-post_33.html
Πηγή: https://synaxipalaiochoriou.blogspot.gr/