Οἱ καημένοι οἱ κοσμικοί γιορτάζουν κάθε μέρα τὴν κοσμική τους ὑποκρισία καὶ ντύνονται ὅπως εἶναι μέσα τους. Παλιά, καρναβάλια γίνονταν οἱ ἄνθρωποι μία φορά τὸν χρόνο, μόνον τὶς Ἀποκριές. Τώρα οἱ περισσότεροι συνέχεια καρναβάλια εἶναι. Δηλαδή, παλιά ἔβλεπε κανεὶς καρναβάλια μία ἑβδομάδα, μόνον τὶς Ἀποκριές. Τώρα βλέπει κάθε μέρα… Καθένας ντύνεται ὅπως τοῦ λέει ὁ λογισμός! Ἔχουν γίνει τελείως παράξενοι. Παλάβωσαν! Λίγοι εἶναι οἱ συμμαζεμένοι ἄνθρωποι, οἱ σεμνοί, εἴτε ἄνδρες εἴτε γυναῖκες εἴτε παιδιά. Ἰδίως οἱ γυναῖκες εἶναι τελείως χάλια. Σήμερα ποὺ κατέβαινα στὴν πόλη εἶδα....
κάποια μὲ μία κορδέλα τόοοσο φαρδιά, σάν ἐπίδεσμο, κάτι μπότες μέχρι ἐπάνω καὶ ἕνα κοντό φόρεμα. Μοῦ εἶπαν: «Εἶναι τῆς μόδας»! Ἄλλες περπατοῦν μὲ κάτι τόοοσο λεπτά τακούνια! Λίγο νὰ στραβοπατήσουν, στὸν ὀρθοπεδικό θὰ πᾶνε… Τὰ δέ μαλλιά, μήν τὰ ρωτᾶς! Μία ἄλλη –ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέση – τί ἄνθρωπος ἦταν; Ἕνα πρόσωπο ἄγριο, μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα, φού, φού, τὰ μάτια κόκκινα!... Τώρα λένε ὅτι ἔχουν σάν ἀρχή νὰ μήν καπνίζουν στὸ σπίτι, ὅταν ἔχουν μικρά παιδιά. Τὰ παιδιά ἐν τῷ μεταξύ, τὰ καημένα, ἔχουν γεννηθῆ… καπνιστές ρέγγες! Καὶ ἀπὸ τούς καφέδες οἱ ἄνθρωποι παθαίνουν· κάνουν κάτι γκριμάτσες… Ἔχει φύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τέλεια ἐγκατάλειψη!
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν στὸ Σινά, ἦταν καὶ ἐκεῖ… μήν τὰ συζητᾶς! Πόσο πονοῦσα, ὅταν ἔβλεπα τὶς τουρίστριες ποὺ ἔρχονταν στὸ Μοναστήρι! Τί χάλια ἦταν! Σάν νὰ ἔβλεπα ὡραῖες εἰκόνες, βυζαντινές, πεταγμένες στὰ σκουπίδια, μόνον ποὺ αὐτές εἶχαν πεταχθῆ μόνες τους. Μία φορά εἶδα μία ποὺ φοροῦσε κάτι σάν φαιλόνι καὶ εἶπα: «Δόξα τῷ Θεῶ, νὰ καὶ μία ποὺ φοράει κάτι συμμαζεμένο· τέλος πάντων φαιλόνι-ξεφαιλόνι, τουλάχιστον δὲν εἶναι σάν τὶς ἄλλες». Ὕστερα, ὅταν γύρισε μπροστὰ, τί νὰ δῶ; Ἦταν ὅλα ἀνοικτά!
Ποῦ ἔφθασε ὁ κόσμος!... Μοῦ ἔστειλαν μία φωτογραφία μίας νύφης, γιὰ νὰ κάνω προσευχή νὰ πάη καλά ὁ γάμος της. Φοροῦσε ἕνα νυφικό τελείως χάλια. Τέτοιο ντύσιμο εἶναι ἀσέβεια στὸ Μυστήριο, στὸν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Πνευματικοί ἄνθρωποι καὶ δὲν σκέφτονται! Τί νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι; Γι’ αὐτὸ λέω, ἄν καὶ τὰ Μοναστήρια δὲν κρατήσουν, δὲν ὑπάρχει φρένο πουθενά· εἶναι ξέφρενοι οἱ ἄνθρωποι σήμερα.
Παλιά ποὺ ὑπῆρχαν καὶ οἱ διά Χριστόν σαλοί, ὑπῆρχαν ἐλάχιστοι τρελλοί στὸν κόσμο. Μήπως θὰ πρέπει νὰ παρακαλέσουμε τούς διά Χριστόν σαλούς νὰ κάνουν καλά τους φύσει σαλούς καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν πάλι διά Χριστόν σαλοί; Πάντως τὰ πιὸ παράξενα πράγματα βλέπεις καὶ ἀκοῦς σήμερα. Μοῦ εἶπε ἕνας –ἔκανα τὸν σταυρό μου, ὅταν τὸ ἄκουσα – ὅτι σήμερα εἶναι τῆς μόδας οἱ τεμπέληδες νὰ τρίβουν τὰ ροῦχα τούς ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ ὕστερα νὰ κόβουν καὶ νὰ ράβουν μπαλώματα μὲ μία σακκορράφα. Καλά, ἕνας ἐργατικός εἶναι φυσιολογικό νὰ εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ ἕνας τεμπέλης!... Ἀφοῦ μου εἶπε αὐτό, συμπληρώνει: «Νὰ σοῦ πῶ, Γέροντα, καὶ κάτι ἀκόμη πιὸ παράξενο: ἡ γυναίκα μου εἶδε μία φορά στὴν Ὁμόνοια τὸ παιδί μίας φιλικῆς μας οἰκογένειας νὰ ἔχη σχισμένο τὸ παντελόνι του ἀπὸ πίσω. «Παιδάκι μου, τοῦ λέει, βάλε τὸ χεράκι σου πίσω…». «Ἄσε μὲ, λέει ἐκεῖνο, τῆς μόδας εἶναι»»! Τὰ καημένα τὰ παιδιά!
Γι’ αὐτὸ λέγανε στὰ χρόνιά μου: «Οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν Σμύρνη εἶναι…»Ἦταν παραθαλάσσιο μέρος καὶ πήγαιναν πολλοί ξένοι. Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἦταν πολύ αὐστηρός σ΄ αὐτά. Ἦταν ἐκεῖ στὰ Φάρασα μία νεόνυμφη καὶ φοροῦσε μία μανδήλα παρδαλή, σμυρνιώτικη. Ὁ Ἅγιος ἐπανειλημμένως τῆς ἔκανε παρατηρήσεις, γιὰ νὰ τὴν πετάξη καὶ νὰ ντύνεται σεμνά ὅπως ὅλες οἱ Φαρασιώτισσες. Ἐκείνη δὲν ἄκουγε. Μία μέρα ποὺ τὴν εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος νὰ φοράη πάλι τὴν παρδαλή μανδήλα, τῆς εἶπε αὐστηρά: «Φράγκικες ἀρρώστιες στὰ Φάρασα δὲν θέλω. Ἄν δὲν συμμορφωθῆς, νὰ τὸ ξέρης, τὰ παιδιά ποὺ θὰ γεννᾶς, ἀφοῦ θὰ βαπτίζωνται, θὰ φεύγουν ἀγγελούδια καὶ σύ δὲν θὰ χαρῆς κανένα». Καὶ ἐπειδή οὔτε τότε συμμορφώθηκε, τῆς πέθαναν δυὸ ἀγγελούδια. Τότε μόνο συνῆλθε, πέταξε τὴν παρδαλή μανδήλα καὶ πῆγε στὸν Ἅγιο Ἀρσένιο καὶ ζήτησε συγχώρεση.
Τὰ σκούρα ροῦχα πολύ βοηθοῦν. Φεύγει ἔτσι κανεὶς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐνῶ μὲ τὰ χρωματιστὰ μένει γαντζωμένος στὸν κόσμο. Καὶ αὐτός ποὺ λέει: «Θὰ πάω στὸ Μοναστήρι καὶ ἐκεῖ θὰ φορέσω μαῦρα. Θὰ πάω στὸ Μοναστήρι καὶ ἐκεῖ θὰ κάνω κανόνα», μαῦρα πράγματα θὰ κάνη καὶ ἐκεῖ, ὅταν πάη. Ὅταν εἶναι στὸν κ΄σομο καὶ κάνη μὲ χαρὰ αὐτὸ ποὺ κάνουν οἱ μοναχοί καὶ τὸ λαχταρά, αὐτός καὶ στὸν κόσμο χαίρεται πνευματικά καὶ στὴν καλογερική μετά θὰ ἀνεβαίνη δυὸ-δυὸ καὶ τρία-τρία τὰ σκαλιά.
(Τά παιδιά ποὺ θρησκεύουν καὶ ντύνονται σεμνά) ἄν τὸ πιστεύουν καὶ τὸ κάνουν αὐτὸ μὲ τὴν καρδιά τους, βάζουν καὶ τούς μεγάλους στὴν θέση τους. Εἶχα γνωρίσει μία κοπέλα ποὺ φοροῦσε μαῦρα καὶ μανίκια μέχρι κάτω. Εἶχε μία εὐλάβεια! Τῆς λέει μία φορά μία μοντέρνα γριά: «Δὲν ντρέπεσαι, κοπέλα ἐσύ, νὰ φορᾶς μαῦρα καὶ μανίκια μακριά;». «Ἀφοῦ δὲν βλέπουμε παραδείγματα ἀπὸ σας, τῆς ἀπάντησε ἐκείνη, τουλάχιστον νὰ φορέσουμε ἐμεῖς μαῦρα»καὶ τὴν ἔβαλε στὴν θέση της.
Βλέπεις, ἡ ἄλλη, μόλις χήρεψε, καὶ φοράει παρδαλά. Ἀλλά τί νὰ πῆς; Ἐμένα ἡ ἀδελφή μου εἴκοσι τριῶν χρονῶν ἔμεινε χήρα καὶ, μέχρι ποὺ πέθανε, τὰ μαῦρα δὲν τὰ ἔβγαλε. Γιὰ μένα εἶναι μακάριες οἱ χῆρες ποὺ φορέσανε τὰ μαῦρα σ΄ αὐτήν τὴν ζωή, ἔστω καὶ ἀκούσια, καὶ ζοῦν ἄσπρη πνευματική ζωή καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεό, χωρίς νὰ γογγύζουν, παρά οἱ δυστυχισμένες ποὺ φοροῦν παρδαλά καὶ ζοῦν παρδαλή ζωή.
ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙΣ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΔΡΑΣ Ή ΓΥΝΑΙΚΑ
Κάποτε, γιὰ νὰ δοκιμάσουν τὸν σοφό Σολομώντα, τοῦ πῆγαν μία ὁμάδα ἀγοριῶν καὶ μία ὁμάδα κοριτσιῶν, ὅμοια ντυμένα κατὰ πάντα, γιὰ νὰ τὰ ξεχωρίση. Ἐκεῖνος τὰ ὁδήγησε σὲ μία βρύση καὶ τὰ ἔβαλε νὰ πλυθοῦν. Ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ πλένονταν, τὰ ξεχώρισε· τὰ κορίτσια ἔρριχναν μὲ προσοχή τὸ νερό στὰ μάτια, συνεσταλμένα, ἐνῶ τὰ ἀγόρια τὸ πετοῦσαν στὸ πρόσωπό τους καὶ ἔκαναν θόρυβο μὲ τὶς παλάμες τους.
Σήμερα οἱ ἄνδρες ἔχουν μιμηθῆ τόσο πολύ τὶς γυναῖκες ποὺ πολλές φορές δὲν διακρίνονται. Τὴν παλιά ἐποχή στὰ πεντακόσια μέτρα μποροῦσες νὰ διακρίνης ἄν εἶναι ἄνδρας ἤ γυναίκα. Τώρα οὔτε ἀπὸ κοντά δὲν μπορεῖς μερικές φορές νὰ ξεχωρίσης τί εἶναι· δὲν καταλαβαίνεις· γυναίκα εἶναι; ἄνδρας εἶναι; Γι’ αὐτὸ ἀναφέρει ἡ προφητεία ὅτι θὰ ἔρθη ἐποχή ποὺ δὲν θὰ διακρίνωνται οἱ ἄνθρωποι ἄν εἶναι ἄνδρας ἤ γυναίκα. Ὁ Γερό-Ἀρσένιος ὁ Σπηλαιώτης εἶπε σὲ ἕναν νεαρό ποῦ εἶχε κάτι μαλλιά μέχρι κάτω: «Καλά, ἐσύ τί εἶσαι; Ἀγόρι εἶσαι ἤ κορίτσι;». Δὲν διακρινόταν. Παλιά τους κούρευαν στὸ Ἅγιον Ὅρος. Τώρα ἔρχονται ὅπως νάναι… Ἐγώ τούς κουρεύω μὲ τὸ ψαλίδι ποὺ κόβω τὸ μαλλί, ὅταν πλέκω κομποσχοίνι. Πόσους ἔχω κουρέψει! Πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερό τους κουρεύω. Ὅταν ἔρχωνται τέτοιοι, τούς λέω: «Ὑποσχέθηκα σὲ κάποιους φαλακρούς νὰ τούς κολλήσω μαλλιά… Κάντε ἀγάπη νὰ τὰ κόψουμε! Τί νὰ κάνουμε τώρα; Τόχω ὑποσχεθῆ!».
Ἔχει σημασία πῶς θὰ τὸ πῆ κανείς. Δὲν ἀρχίζω: «Τί χάλια εἶναι αὐτά; Δὲν ντρέπεσθε; Δὲν σέβσθε τὸν ἱερό χῶρο!».Ἀλλά τούς λέω: «Βρέ, παλληκάρια, ἐσεῖς μ΄ αὐτὰ τὰ μαλλιά βρίζετε τὸν ἀνδρισμό σας. Ἄν δῆτε ἕναν τσολιά στὴν Ὁμόνοια νὰ περπατᾶ μὲ μία γυναικεία τσάντα, πῶς θὰ σᾶς φανῆ; Ταιριάζει μωρέ; Νὰ τὰ κόψουμε τὰ μαλλιά!».Καὶ τὰ κουρεύω. Ξέρετε τί μαλλιά μαζεύω; Καμμιά φορὰ, ἄν κανένας λίγο ἀντιδράση καὶ ἀρχίση νὰ ρωτάη «γιατί κ.λπ.», τοῦ λέω: «Τί «γιατί»; Καλόγερος δὲν εἶμαι; Κουρές κάνω. Αὐτή εἶναι ἡ δουλειά μου»! Εἶναι ὁ τρόπος ποὺ θὰ τὸ πῆς. Γελοῦν καὶ αὐτὸ εἶναι. μετά τὰ κουρεύω. Ὀνόματα δὲν ἀλλάζω! Ἕναν μόνον τὸν ἔβγαλα Ἄξιον ἐστίν, γιατί ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε ἡ Λιτανεία τῆς εἰκόνος τοῦ «Ἄξιον ἐστίν»! Πῶς χαίρονται οἱ γονεῖς ποῦ τὰ κουρεύω! Ξέρεις πόσες εὐχές παίρνω ἀπὸ τούς γονεῖς, ἀπὸ τὶς μανάδες; Οὔ, οὔ, οὔ!... Μόνον ἀπὸ αὐτὸ θὰ μὲ συγχωρέση ὁ Θεός!...
Τώρα πάλι εἶναι μόδα νὰ κόβουν τὰ μαλλιά καὶ νὰ ἀφήνουν πίσω κάτι μύτες. «Τί νόημα ἔχει, βρέ λεβέντες, αὐτή ἡ οὐρά;», ρωτάω καμμιά φορὰ. «Τὴν ἀφήνουμε, μοῦ λένε, γιὰ νὰ μᾶς προσέξουν οἱ ἄλλοι». «Μωρέ, καὶ νὰ τούς πληρώσετε τούς ἄλλους, λέω, μὲ τόσα προβλήματα ποὺ ἔχουν σήμερα, δὲν πρόκειται νὰ σᾶς προσέξουν». Βλέπεις ἄλλα, κοτζάμ παλληκάρια, νὰ βάζουν σκουλαρίκια! Πόσα σκουλαρίκια ἔβγαλα!
Οἱ ἀναρχικοί εἶναι ποὺ φοροῦν ἕνα σκουλαρίκι. Τὸ ἕνα σκουλαρίκι στὸ αὐτί εἶναι σύμβολο ἀναρχίας. Δὲν τὸ βάζουν ἔτσι ἀπὸ θηλυπρέπεια· τρυποῦν τὸ αὐτί τους καὶ τὸ βάζουν σάν σῆμα ἀντιδράσεως. Ἦρθε ἕνα παλληκάρι μὲ τὸν πατέρα του στὸ Καλύβι, εἴκοσι δύο χρονῶν, μὲ μαλλιά, γένια καὶ ἕνα σκουλαρίκι στὸ αὐτί. «Δὲν ταιριάζει, τοῦ λέω. Πολλοί σας παρεξηγοῦν· ἐγώ δὲν σᾶς παρεξηγῶ. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ξέρουν ὅτι εἶστε ἀναρχικοί καὶ σᾶς παρεξηγοῦν». Τὸ ἔβγαλε μετά καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε. Ἦταν χρυσό. «Δόσ΄ το, τοῦ λέω, σὲ ἕναν χρυσοχόο νὰ σοῦ κάνη ἕνα σταυρουδάκι».
(Ἄλλοι βάζουν σκουλαρίκι καὶ στὴν μύτη). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ διάβολος τούς ἔβαλε τὸν χαλκά στὴν μύτη, μόνον ποὺ τὸ καπίστρι δὲν φαίνεται… Εἶναι καὶ μερικοί ποὺ ἔχουν στὸν λαιμό πλατειές ἁλυσίδες χρυσές ἀπὸ ΄δῶ, ἀπὸ ΄κεῖ! Ἔδωσα ἕνα ξεσκόνισμα σ΄ ἕναν· τὶς ἔβγαλα καὶ μετά τοῦ εἶπα: «Νὰ τὶς δώσης σ΄ ἕνα ὀρφανό ἤ νὰ τὶς δώσης στὴν μάνα σου, γιὰ νὰ τὶς δώση σὲ κανέναν φτωχό». Ἀφοῦ τὸν φέρνω σ΄ ἕναν λογαριασμό, μοῦ λέει: «Τί νὰ κάνω;». «Ἀπὸ ΄κεῖ ν΄ ἀρχίσης, λέω· νὰ φορέσης ἕνα σταυρουδάκι μὲ μία ἁλυσίδα». Ἄνδρες τώρα, καὶ νὰ φοροῦν χρυσαφικά! Νάχη φαρδειές ἁλυσίδες, χρυσές, δυὸ-τρεῖς σειρές, ποὺ οὔτε πριγκίπισσες δὲν βάζουν, νὰ φαίνωνται στὸν λαιμό, καὶ νὰ σοῦ λέη τὸ πρόβλημά του μετά. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἐκεῖ! Κανόνας! Σ΄ ἄλλους τὰ παίρνω, σ΄ ἄλλους λέω νὰ τὰ δώσουν μόνοι τους. Ἔχουν χάσει τὸ μέτρο. Ντίπ-ντίπ-ντίπ ἔχουν γίνει! Ἄλλοι βάζουν ζώδια στὸν λαιμό. Ρωτάω ἕναν: «Τί εἶναι αὐτό; Πρώτη φορά τὸ βλέπω». «Εἶναι τὸ ζώδιό μου», λέει. Ἐγώ νόμιζα ὅτι εἶναι μία Παναγία. «Καλά, ζῶα εἶστε, τοῦ λέω, καὶ φορᾶτε ζώδια;». Λόξες! Ἡ ἀταξία ἡ ἐσωτερική ξεσπάει ἔξω. Νὰ κάνουμε πολλή προσευχή ὁ Θεὸς νὰ φωτίση τὴν νεολαία, γιὰ νὰ κρατηθῆ λίγο προζύμι.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΙΨΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ
Τὸ καλό εἶναι ὅτι διψοῦν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἁπλότητα καὶ ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ κάνουν τὴν ἁπλότητα μόδα, καὶ ἄς μή νιώθουν ἁπλά. Ἔρχονται μερικοί στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ κάτι ξεβαμμένα ροῦχα. Λέω: «Αὐτοί δὲν δουλεύουν στὰ χωράφια, γιατί εἶναι ἔτσι;»Ἄλλος μιλάει χωριάτικα ἀπὸ φυσικοῦ του καὶ τὸν χαίρεσαι. Ἄλλος πάει νὰ μιλήση χωριάτικα καὶ σοῦ ἔρχεται νὰ κάνης ἐμετό. Εἶναι καὶ μερικοί ποὺ ἔρχονται μὲ τὶς γραβάτες τους… Ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο. Ἕνας εἶχε ἔξι-ἑπτά γραβάτες μαζί του. Ἕνα πρωί ποὺ ἑτοιμαζόταν, φόρεσε τὴν γραβάτα, τὸ κουστούμι τοῦ κ.λπ. «Τί κάνεις ἐκεῖ;», τοῦ λέει κάποιος. «Θὰ πάω στὸν π. Παΐσιο», λέει. «Ἔ, καὶ τί εἶναι αὐτὰ ποῦ φορᾶς;». «Τὰ φορῶ, λέει, γιὰ νὰ τὸν τιμήσω». Βρέ, τί πάθαμε!
Ἁπλότητα δὲν ἔχουν καθόλου· Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀλητεία. Ὅταν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι δὲν ζοῦν ἁπλά, ἀλλὰ εἶναι κουμπωμένοι, δὲν βοηθοῦν τὴν νεολαία. Ἔτσι τώρα οἱ νέοι, μή ἔχοντας κάποιο πρότυπο, ζοῦν ἀλήτικα. Γιατί, ὅταν βλέπουν κουμπωμένους Χριστιανούς, ἀνθρώπους σφιγμένους μὲ γραβάτες, καλουπωμένους, δὲν βρίσκουν σ΄ αὐτούς καμμιά διαφορά ἀπὸ τούς κοσμικούς καὶ ἀντιδροῦν. Ἄν ἔβλεπαν ἁπλότητα στούς πνευματικούς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἔφθαναν σ΄ αὐτήν τὴν κατάσταση. Ἀλλά τώρα κοσμικό πνεῦμα οἱ νέοι, κοσμική τάξη αὐτοί. «Ἔτσι πρέπει νὰ περπατᾶμε οἱ Χριστιανοί, ἔτσι πρέπει ἐκεῖνο, ἔτσι τὸ ἄλλο…»Καὶ δὲν εἶναι ὅτι τὸ κάνουν ἀπὸ μέσα τους, ἀπὸ εὐλάβεια, ἀλλὰ γιατί «ἔτσι πρέπει». Ὅποτε καὶ οἱ νέοι λένε: «Τί πράγματα εἶναι αὐτά; Νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία μὲ σφιγμένο τὸν λαιμό! Ἄντε ἄπ΄ ἐκεῖ!».καὶ τὰ πετοῦν καὶ γυρίζουν γυμνοί. Πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο. Κατάλαβες; Ὅλα αὐτὰ ἀπὸ ἀντίδραση τὰ κάνουν. Ἐνῶ ἔχουν ἰδανικά, δὲν ἔχουν πρότυπα καὶ εἶναι ἀξιολύπητοι. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται κανεὶς νὰ τούς κεντρίση τὸ φιλότιμο καὶ νὰ τούς συγκινήση μὲ τὴν ἁπλὴ του ζωή. Ἀγανακτοῦν, ὅταν καὶ αὐτοί οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καὶ οἱ ἱερεῖς προσπαθοῦν μὲ συστήματα κοσμικά νὰ τούς συγκρατήσουν. Ὅταν ὅμως βροῦν τὴν σεμνότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ μία εἰλικρίνεια, τότε προβληματίζονται. Γιατί, ὅταν κανεὶς ἔχη εἰλικρίνεια καὶ δὲν ὑπολογίζη τὸν ἑαυτό του, εἶναι ἁπλός, ἔχει ταπείνωση. Ὅλα αὐτὰ δίνουν ἀνάπαυση καὶ στὸν ἴδιο, ἀλλὰ εἶναι αἰσθητά καὶ στὸν ἄλλον. Καταλαβαίνει ὁ ἄλλος ἄν τὸν πονᾶς ἤ ὑποκρίνεσαι. Ἕνας ἀλήτης εἶναι καλύτερος ἀπὸ ἕναν ὑποκριτή Χριστιανό. Γι’ αὐτὸ ὄχι ὑποκριτικό γέλιο ἀγάπης ἀλλὰ φυσιολογική συμπεριφορά· οὔτε κακία οὔτε ὑποκρισία ἀλλὰ ἀγάπη καὶ εἰλικρίνεια. Περισσότερο μὲ συγκινεῖ, ὅταν ἐσωτερικά εἶναι κανεὶς τοποθετημένος καλά. Νὰ ἔχη δηλαδή σεβασμό καὶ ἀγάπη πραγματική, νὰ κινῆται ἁπλά, νὰ μήν κινῆται μὲ τύπους, γιατί τότε μένει κανεὶς μόνο στὰ ἐξωτερικά καὶ γίνεται ἄνθρωπος ἐξωτερικός, δηλαδή ἀποκριάτικος καρνάβαλος.
Ἡ ἐσωτερική καθαρότητα τῆς ὄμορφης ψυχῆς τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου ὀμορφαίνει καὶ τὸ ἐξωτερικό του ἀνθρώπου καὶ ἡ θεία ἐκείνη γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γλυκαίνει ἀκόμη καὶ τὴν ὄψη του. Ἡ ἐσωτερική ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, ἐκτός ποὺ ὀμορφαίνει πνευματικά καὶ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ ἐξωτερικά, καὶ τὸν προδίδει μὲ τὴν θεία Χάρη, ὀμορφαίνει καὶ ἁγιάζει καὶ αὐτὰ τὰ ἄσχημα ροῦχα ποὺ φοράει ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πάπα-Τύχων ἔρραβε μόνος του σκουφιά μὲ τὴν σακκορράφα ἀπὸ κομμάτια ράσου, τὰ ἔκανε σάν σακκοῦλες, καὶ τὰ φοροῦσε, ἀλλὰ σκορποῦσαν πολλή χάρη. Ὅ,τι παλιό φοροῦσε ἤ ἀσουλούπωτο, δὲν φαινόταν ἄσχημο, γιατί ὀμόρφαινε καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἐσωτερική ὀμορφιά τῆς ψυχῆς του. Κάποτε τὸν φωτογράφισε ἕνας ἐπισκέπτης ὅπως ἦταν, μὲ τὴν σακκούλα γιὰ σκουφί καὶ μὲ μία πιτζάμα, ποὺ τοῦ εἶχε ρίξει στὶς πλάτες του, γιατί εἶδε τὸν Γέροντα νὰ κρυώνει. Καὶ τώρα ὅσοι βλέπουν στὴν φωτογραφεῖα τὸν Πάπα-Τύχωνα νομίζουν ὅτι φοροῦσε δεσποτικό μανδύα, ἐνῶ ἦταν μία παλιά παρδαλή πιτζάμα. Οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κουρέλια τοῦ τὰ ἔβλεπαν μὲ εὐλάβεια καὶ τὰ ἔπαιρναν γιὰ εὐλογία. Μεγαλύτερη ἀξία ἔχει ἕνας τέτοιος εὐλογημένος ἄνθρωπος, ποὺ ἄλλαξε ἐσωτερικά καὶ ἁγίασε καὶ ἐξωτερικά, παρά ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀλλάζουν συνέχεια μόνον τὰ ἐξωτερικά (τὰ ροῦχα τους) καὶ διατηροῦν ἐσωτερικά τὸν παλαιό τους ἄνθρωπο μὲ ἀρχαιολογικές ἁμαρτίες.
ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ: ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τί χαμένος κόσμος ὑπάρχει σήμερα! Καὶ οἱ γυναῖκες τώρα βάζουν στὰ μαλλιά τούς κάτι κόλλες καὶ πῶς μυρίζουν! Ἀλλεργία σὲ πιάνει. Ὅταν βλέπω κοσμικιά γυναίκα, μὲ κοσμικές ὀμορφιές καὶ ἀρώματα, ἀηδιάζω ἐσωτερικά. Μοῦ εἶπαν: «Ἡ τάδε πῆγε στὴν Γερμανία νὰ μάθη αἰσθητική». «Καὶ τί εἶναι αἰσθητική;», ρώτησα. «Ἡ αἰσθητικός, μοῦ λένε, φτιάχνει τὶς γριές νέες». Τότε θυμήθηκα· εἶχα δεῖ κάποτε μία ἡλικιωμένη ποὺ εἶχε μία ὁριζόντια γραμμή στὸ μέτωπό της. Ρωτάω μετά ἕναν γνωστό της: «Τί ἔχει, ἡ καημένη;». «Ά, τίποτε, μοῦ λέει· ἔκανε ἐγχείρηση, γιὰ νὰ τεντώση τὸ δέρμα της, νὰ φύγουν οἱ ρυτίδες». Κι ἐγώ νόμιζα ὅτι εἶχε χτυπήσει καὶ εἶχε χειρουργηθῆ… Ποῦ φθάνει ὁ κόσμος σήμερα!
Εἶδα μία ψυχή πού, ἐνῶ πρῶτα ἦταν σάν Ἄγγελος, δὲν τὴν γνώρισα μετά ἔτσι ὅπως ἦταν βαμμένη. «Ὁ Θεὸς ὅλα πολύ καλά τὰ ἔκανε, τῆς εἶπα, ἀλλὰ ἔχει κάνει ἕνα μεγάλο λάθος σ΄ ἐσένα!».«Γιατί, Πάτερ;», μοῦ λέει. «Νά, στὰ μάτια τὰ δικά σου, δὲν ἔβαλε μελάνη ἀπὸ κάτω! Αὐτὸ τὸ λάθος ἔκανε! Ἐνῶ τούς ἄλλους ἀνθρώπους τούς ἐφτίαξε καλούς, ὄμορφους, ἔκανε λάθος σ΄ ἐσένα! Βρέ, χαμένο, δὲν τὸ καταλαβαίνεις; Ἀσχημίζεις ἔτσι τὸν ἑαυτό σου! Σάν νὰ ἔχης μία βυζαντινή εἰκόνα καὶ τραβᾶς πινελιές ἀπὸ ΄δῶ κι ἀπὸ ΄κεῖ καὶ τὴν μουντζουρώνεις, τὴν χαλᾶς. Πᾶμε στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ νὰ βάλουμε μπογιές; Ἤ σάν ἕνας ζωγράφος νάχη φτιάξη μία καλή εἰκόνα, καὶ πάει μετά ἕνας ποὺ δὲν ξέρει ζωγραφική, παίρνει τὸ πινέλο καὶ κάνει κάτι μουντζοῦρες καὶ ἀσχημίζει τὴν εἰκόνα τοῦ ζωγράφου. Τὸ ἴδιο κάνεις κι ἐσύ. Ἔτσι εἶναι σάν νὰ λές στὸν Θεό: «Δὲν τάκανες καλά, Θεέ μου· ἐγώ θὰ τὰ διορθώσω»»!
Μία ἄλλη ἦρθε μία μέρα μὲ κάτι νύχια μέχρι ἐκεῖ, σάν τὸ γεράκι, βαμμένα κόκκινα, καὶ μοῦ λέει: «Ἔχω τὸ παιδί μου ἄρρωστα βαριά. Νὰ κάνης προσευχή, Πάτερ! Κάνω καὶ ἐγώ προσευχή, ἀλλά…»«Τί προσευχή κάνεις; τῆς λέω. Ἐσύ γρατζουνᾶς τὸν Χριστό μ΄ αὐτὰ τὰ νύχια! Κόψε πρῶτα τὰ νύχια, νὰ γίνη καλά τὸ παιδί. Γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ σου, τουλάχιστον νὰ κόψης τὰ νύχια καὶ νὰ πετάξης τὶς μπογιές». «Νὰ τὰ βάψω ἄσπρα, Πάτερ;». «Ἐγώ σου λέω νὰ ξεβάψης τὰ νύχια καὶ νὰ τὰ κόψης· νὰ κάνης μία θυσία γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ σου. Τί εἶναι αὐτά; Ἄν ἦταν, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἔκανε μὲ νύχια κόκκινα». «Νὰ τὰ βάψω ἄσπρα, Πάτερ;». Ἄντε τώρα!... «Καλά θὰ πᾶς καὶ σύ καὶ τὸ παιδί σου…»εἶπα ἀπὸ μέσα μου. Τὰ παιδιά περισσότερο τὰ κρυολογεῖ ἡ μητέρα, ὅταν δὲν εἶναι ντυμένη μὲ τὴν σεμνβότητα καὶ προσπαθῆ ἀκόμη καὶ νὰ «μαδάη» τὰ παιδιά της.
Μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι λίγο ἄσχημος ἤ νὰ ἔχη μία ἀναπηρία. Ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι ἔτσι θὰ βοηθηθῆ πνευματικά, γιατί τὸν Θεό Τὸν ἐνδιαφέρει περισσότερο ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχή. Ὅλοι ἔχουμε τὰ καλά μας καὶ λίγα κουσουράκια –σταυρουδάκια, ὄχι σταυρό – ποὺ μᾶς βοηθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
https://orthodoxhporeiakaizwh.blogspot.gr