Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλη. Ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να ιδεί τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι’ άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.
Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιος μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάσει, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά-αργά με ηρεμία:
Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνηση:
— Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.
Πηγή: ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ 1myblog.pblogs.gr