Διδακτική ιστορία: Η μνημόνευση των ονομάτων

Έφτασα στο Πέτσορι τον Ιούνιο του 1926. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Αφού έζησα αρκετά χρόνια σε προτεσταντικές χώρες της Δύσης, ένιωθα πολύ χαρούμενος που ανάσαινα ξανά τον αέρα της Άγιας Ρωσίας. Τό πρώτο πρωινό μου στο μοναστήρι, μετά την ακολουθία, πήγα για λίγο να προσευχηθώ στον τάφο του αγίου Κορνηλίου. Στη μικρή, αρχαία έκκλησία του π. Βασσιανού, (Αυτό ήταν το όνομα του π. Συμεών προτού λάβει το Μεγάλο Σχήμα.) ό εξομολόγος του κοινοβίου είχε φορέσει ένα περίτεχνο βελούδινο φαιλόνιο, χρώματος χρυσάφι, κεντημένο με βαθυκόκκινα τριαντάφυλλα, για να λειτουργήσει.
Από τ’ ανοιχτά παράθυρα έμπαινε ό φρέσκος αναζωογονητικός αέρας, γεμάτος αρώματα κι ευωδιές από τα λουλούδια του κήπου του μοναστηριού. Στη λειτουργία πήραν μέρος μόνο ό επίσκοπος, τρεις ψάλτες κι ένας αναγνώστης. Ή εκκλησία γέμισε από ένα σύννεφο λιβανιού. Ή θεία λειτουργία προχωρούσε χωρίς βιασύνη, ευλαβικά. Ό π. Βασσιανός άρχισε να διαβάζει από το βιβλίο μνημονεύματος του μοναστηριού, που φαινόταν ατέλειωτο… Αργότερα, στη Μεγάλη Είσοδο, ό π. Βασσιανός στάθηκε μέσα από την Ωραία Πύλη. Μετά άκολούθησε το Σύμβολο της Πίστεως και ή Αναφορά. «Ήταν πολλοί αυτοί που κοινώνησαν. Ή λειτουργία τέλειωσε περίπου στις οκτώ ή ώρα…
Πλησίαζε ή μέρα για να φύγω. Ένα βράδυ καθόμουν στον κήπο του μοναστηριού με τον δόκτορα Ροσώφ, τον π. Βασσιανό, τον π. Ήσαΐα και τον π. Ποιμένα, το νεωκόρο. Συζητούσαμε για το βιβλίο του Σολοβιέφ.
– Ή διήγηση που με έντυπωσίασε περισσότερο, π. Βασσιανέ, ήταν έκείνη που είχε τίτλο «Μαρτυρίες πέραν του τάφου», είπα.
– Τι λέει στο κεφάλαιο αυτό; ρώτησε ό π. Βασσιανός, χαϊδεύοντας τη γενειάδα του με περισυλλογή.
– Ή διήγηση είναι αρκετά απλή, απάντησα. Επί βασιλείας του Νικολάου του Α”, όταν ό επίσκοπος Παρθένιος Τσέρτκωφ, που είχε ανατραφεί στη μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια των Ναρουΐσκιν, τοποθετήθηκε στην επισκοπή του Βλαδιμήρου (1821-1849), ένας ιερέας που τον έλεγαν Άββακούμ τοποθετήθηκε στη φτωχότερη ενορία της επισκοπής. Γιός νεκροθάφτη, που νυμφεύτηκε μιά φτωχή κοπέλα και ζούσαν με μεγάλη φτώχεια, ό π. Άββακούμ ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος προσευχής. Ιδιαίτερα του άρεσε να προσεύχεται για τους νεκρούς. Είχε ένα ιδιαίτερο σημειωματάριο όπου έγραφε τα ονόματα όλων των νεκρών για τους όποιους είχε ακούσει. Όλους αυτούς δεν τους μνημόνευε μόνο στην προσκομιδή, αλλά και στις ιδιαίτερες προσευχές του, το πρωί και το βράδυ. ’Έτσι ή προσευχή του κρατούσε ώρες ολόκληρες.
» Το γεγονός αυτό στενοχωρούσε τη σύζυγό του που συνήθιζε να του λέει:
– Πρέπει να σταματήσεις αυτές τις μακρές βοηθητικές προσευχές που κάνεις, αντί να με βοηθάς στον κήπο και σε άλλες δουλειές. Είμαι πολύ κουρασμένη. Ούτε μοναχός είσαι ούτε έγκλειστος. ’Άν θέλεις να προσεύχεσαι τόσο πολύ, πήγαινε στον επίσκοπο και ζήτησέ του να σου δώσει καλλίτερη ενορία, όπου θα μπορούμε να έχουμε υπηρέτες. Τότε θα μπορείς να προσεύχεσαι όσο θέλεις.
»Ό π. Αβακούμ συνήθιζε ν’ άπαντά λέγοντας πως ή προσευχή είναι το πρώτο καθήκον του ιερέα και δεν πρέπει να το παραμελεί. Σχετικά με καλλίτερη ενορία, ό π. Αβακούμ σκέφτηκε πως ήταν ανοίκειο να τη ζητήσει από τον επίσκοπο.
’Έπρεπε να κάνουν υπομονή, ωσότου του προσφερθεί ή θέση αυτή. Ή σύζυγός του συμφώνησε απρόθυμα.
»Στο μεταξύ άδειασε ή καλλίτερη ενορία της επισκοπής, που βρισκόταν σε μια μεγάλη και βιομηχανική πόλη. Ό επίσκοπος δέχτηκε διακόσιες αιτήσεις για την ενορία αυτή. Ανάμεσα στους αίτούντες ήταν καθηγητές σεμιναρίου, αγροτικοί κοσμήτορες, διδάκτορες θεολογίας και μιτροφόροι πρωτοπρεσβύτεροι. Σχεδόν όλες οι αιτήσεις συνοδεύονταν από συστατικές επιστολές διακεκριμένων κληρικών και λαϊκών, ακόμα και του ίδιου του κυβερνήτη της επαρχίας του Βλαδιμήρου. Όταν ό επίσκοπος είδε όλες τις αιτήσεις δεν μπόρεσε ν’ αποφασίσει και πήγε για ύπνο.
»Δεν είχε κλείσει καλά καλά τα μάτια του όταν μπροστά του είδε ένα τεράστιο πλήθος άνθρώπων και των δύο φύλων, κάθε ηλικίας και έμφάνισης, που ζήτησαν όλοι τους με σεβασμό από τον επίσκοπο να διορίσει τον π. Αβακούμ στην κενή ενορία. Ό επίσκοπος αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη του π. Αβακούμ. Αμέσως ξύπνησε, έκανε το σταυρό του και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Μπροστά του όμως εμφανίστηκε το ίδιο πλήθος, προβάλλοντας το ίδιο αίτημα.
-Ποιοι είστε σεις, ρώτησε ό επίσκοπος, και γιατί θέλετε τον π. Αβακούμ τόσο πολύ;
– Είμαστε νεκροί, που μας συχώρεσε ό Θεός και μπήκαμε στη βασιλεία των ουρανών χάρη στις προσευχές του π. Αβακούμ, απάντησε το πλήθος κι εξαφανίστηκε.
»Τό επόμενο πρωί ό επίσκοπος κάλεσε στη γραμματεία το εκκλησιαστικό συμβούλιο και ζήτησε να βρουν σε ποιά ενορία διακονεί κάποιος ιερέας που τον λένε Αβακούμ και να τον καλέσουν στο Βλαντιμίρ. Άποδείχτηκε πως σ’ όλη την επισκοπή υπήρχε μόνο ένας Αβακούμ. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ό αγροτικός κοσμήτορας και του μετέφερε την εντολή να παρουσιαστεί στον επίσκοπο το συντομότερο δυνατό.
»Μήπως έκανες κάποιο σφάλμα ή αδίκημα, πάτερ; Τον ρώτησε ανήσυχος ό κοσμήτορας.
-Όχι, όχι, δε θυμάμαι κάτι τέτοιο, απάντησε ό π. Αβακούμ. Πηγαίνω με καθαρή συνείδηση, μόνο που δεν έχω χρήματα για το ταξίδι.
Ό κοσμήτορας του δάνεισε τα χρήματα που του χρειάζονταν.
»Μετά από λίγες μέρες ό π. Αβακούμ παρουσιάστηκε στον επίσκοπο, που τον αναγνώρισε αμέσως από το όνειρο που είχε δει.
– Λοιπόν, π. Αβακούμ, είπε ό επίσκοπος, είναι κενή ή καλλίτερη ενορία της επισκοπής μου και γι’ αυτήν έχω λάβει διακόσιες πενήντα αιτήσεις. Πολλοί εξέχοντες άνθρωποι μου συνιστούν διάφορους ιερείς, όμως οι συνήγοροί σου από τον άλλο κόσμο ήταν οι πιο ισχυροί απ’ όλους. Σε διορίζω λοιπόν εφημέριο αυτής της ενορίας κι όταν άκολουθήσω κι εγώ την πορεία όλων των ανθρώπων, σου ζητώ να εύχεσαι και για μένα.
Κι έπειτα ό επίσκοπος διηγήθηκε στον π. Αβακούμ το όνειρό του».
– Πολύ εποικοδομητική διήγηση, Σεργκέι Νικολάεβιτς, είπε ό π. Ποιμήν. Πάτερ Συμεών, συνέχισε στρεφόμενος προς τον εξομολόγο του μοναστηριού, εσύ θα έχεις ακόμα περισσότερους συνηγόρους από τον άλλο κόσμο άπ’ όσους είχε ό π. Αβακούμ. Λειτουργείς κάθε μέρα και σε κάθε λειτουργία διαβάζεις για πολλά χρόνια τώρα το βιβλίο με τα ονόματα των νεκρών. Μνημονεύεις ονόματα ανθρώπων που έζησαν από την εποχή του Ιβάν του Γ” ως σήμερα. Είμαι σίγουρος πως οι συνήγοροι αυτοί θ’ αποκτήσουν τη χάρη για σένα, ώστε να πεθάνεις εδώ σε προχωρημένη ηλικία, ενώ άλλοι ίσως πεθάνουν αλλού, εξόριστοι από το μοναστήρι. Ζούμε στα άκρα. Άνθρωποι από άλλους τόπους έρχονται εδώ και θεσπίζουν πολλές αλλαγές, αλλά οι συνήγοροί σου θα πετύχουν έλεος για σένα.
– Μόνο ό Θεός γνωρίζει το μέλλον μας, είπε ό π. Συμεών, αλλά πρέπει να προσευχόμαστε για τους νεκρούς. Είναι πραγματικά συνήγοροί μας. Ζητάμε από τους ανακηρυγμένους άγιους να επικαλεστούν το έλεος του Θεού για μάς. Υπάρχουν όμως και πολλοί άγνωστοι άγιοι που μπορούν να μας βοηθήσουν. Είναι καλό και ωφέλιμο το να προσευχόμαστε για τους νεκρούς…
Την ημέρα που θα έφευγα, παρακολούθησα την πρωινή θεία λειτουργία, που έκανε για τελευταία φορά στο καθολικό της μονής ό π. Βασσιανός. Όλα ήταν όπως και την ημέρα που είχα έρθει. Ό π. Βασσιανός τέλεσε τη λειτουργία αργά και ευλαβικά όπως και τότε. ’Έψαλε ό ίδιος χορός κι ήταν παρόντες προσκυνητές. Ό καπνός του θυμιάματος ήταν σκορπισμένος στον αέρα κι ό πρωινός ήλιος λαμποκοπούσε στις πολύτιμες πέτρες και το χρυσό στις παλιές εικόνες. Ήταν όμως φθινοπωρινός ήλιος.
Ό δροσερός και αναζωογονητικός αέρας του φθινοπώρου περνούσε από τα ανοιχτά παράθυρα.
Μετά τη λειτουργία προχώρησα για να πάρω αντίδωρο από τον π. Βασσιανό. Με ρώτησε για την αναχώρηση μου..
Πηγή: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ. ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΥΜΕΩΝ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΠΣΚΩΒ , apantaortodoxias.blogspot.gr

Πηγή: https://synaxipalaiochoriou.blogspot.gr/

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology