Ασκητές μέσα στον κόσμο: Πρεσβυτέρα Κυριακή Γ. Τσιτουρίδου



Γεννήθηκε το 1870 και παντρεύτηκε το 1890 τον Γε­ώργιο Τσιτουρίδη ο οποίος χειροτονήθη­κε ιε­ρέ­ας και εφημέρευε στο χωριό τους Τσόπλη ή Δερ­μιτζίκιοϊ της Ορτού (Κοτυώρων) του Πόντου. Απέ­κτησαν έξι κόρες..
και ένα γυιό που εκοιμήθη μικρός. Η πρε­σβυ­τέ­ρα Κυ­ρια­κή ή­ταν α­πλή, ευ­λα­βέ­στα­τη και πο­λύ ε­λε­ή­μων. Πο­νού­σε και έ­κλαι­γε ό­ταν έ­βλε­πε την δυ­στυ­χί­α των αν­θρώ­πων. Εί­χε πάν­τα α­νοι­χτή την πόρ­τα του σπι­τιού της ό­που εύ­ρι­σκαν φα­γη­τό και ζε­στα­σιά οι φτω­χοί και πει­να­σμέ­νοι, και τό­πο για να μεί­νουν οι ξέ­νοι.


Τό έ­τος 1903 ο πα­πα–Γι­ώρ­γης με την οι­κο­γέ­νειά του με­τα­νά­στευ­σε και εγ­κα­τα­στά­θη­κε στο χω­ριό Ά­τα­ρα ή Α­ζάν­τα της πε­ρι­ο­χής Σο­χούμ της Γε­ωρ­γί­ας. Ή­ταν ο μο­να­δι­κός ι­ε­ρέ­ας της πε­ρι­ο­χής όπου ζού­σαν πολ­λοί Έλ­λη­νες πρό­σφυ­γες. Λει­τουρ­γού­σε, βά­πτι­ζε, στε­φά­νω­νε και δι­ά­βα­ζε τους αρ­ρώ­στους. Στο σπί­τι του κα­τέ­φευ­γαν κά­θε μέ­ρα δε­κά­δες πρό­σφυ­γες που δεν εί­χαν “πού την κε­φα­λήν κλί­ναι”. Η πο­νό­ψυ­χη πρε­σβυ­τέ­ρα α­κού­ρα­στη ζύ­μω­νε, μα­γεί­ρευ­ε και έ­τρε­φε ό­λους τους φτω­χούς που κα­τέ­φευ­γαν στο σπί­τι τους. Τους α­γα­πού­σε και τους πα­ρη­γο­ρού­σε σαν παι­διά της. Ε­πει­δή δεν χω­ρού­σαν να φι­λο­ξε­νη­θούν ό­λοι στο μι­κρό τους σπι­τά­κι, ζή­τη­σε α­πό τον πα­πα–Γι­ώρ­γη να φτιά­ξη έ­να με­γά­λο ξε­νώ­να και έ­τσι μπο­ρού­σε να φι­λο­ξε­νή μέ­χρι ε­κα­τό ά­το­μα.Η ευ­λα­βής πρε­σβυ­τέ­ρα, ε­νώ έ­τρε­φε τό­σα πει­να­σμέ­να στό­μα­τα, η ί­δια έ­κα­νε κά­θε μέ­ρα ε­νά­τη. Μέ­χρι τον Ε­σπε­ρι­νό δεν έ­τρω­γε και δεν έ­πι­νε τί­πο­τε. Πή­γαι­νε στην Εκ­κλη­σί­α, έ­παιρ­νε αν­τί­δω­ρο και με­τά έ­τρω­γε. Κρέ­ας και αρ­τύ­σι­μα δεν έ­τρω­γε πα­ρά μό­νο λα­χα­νι­κά και φρού­τα.
presvitera-tsitoyridoy
Περ­νώ­ντας μιά μέ­ρα με τον πα­πα–Γι­ώρ­γη έ­ξω α­πό έ­να κοι­μη­τή­ρι του Σο­χούμ, ζή­τη­σε ό­ταν πε­θά­νη να την θά­ψη σε αυ­τό το κοι­μη­τή­ριο. Ο πα­πάς α­πό­ρη­σε για­τί ή­ταν νέ­α, πε­ρί­που 40 ε­τών. Σε λί­γες μέ­ρες που αρ­ρώ­στη­σε και ε­κοι­μή­θη, την έ­θα­ψαν κα­τά την ε­πι­θυ­μί­α της σ᾽ ε­κεί­νο το κοι­μη­τή­ρι.Ε­πτά χρό­νια α­πό την κοί­μη­σή της την εί­δε ο πα­πα–Γι­ώρ­γης στον ύ­πνο του να του λέ­γη: «Ε­πτά χρό­νια δεν βα­ρέ­θη­κες να με έ­χης κά­τω α­πό την γή; Να έρ­θης να με βγά­λης». Αυ­τό το ό­νει­ρο το εί­δε ε­πα­νει­λημ­μέ­νως. Επί­σης έ­νας μο­να­χός α­πό το Μο­να­στή­ρι Νόβα ­φόν στην Τρά­ντ­α κά­θε βρά­δυ έ­βλε­πε φώς να κα­τε­βαί­νη στον τά­φο της και άκου­γε μιά φω­νή να του λέ­η: «Νά ᾿ρθής στο νε­κρο­τα­φεί­ο να με βγά­λης».Πράγ­μα­τι έ­γι­νε η α­να­κο­μι­δή. Εί­δαν τό­τε ό­τι δεν υ­πήρ­χε χώ­μα πά­νω α­πό τα ο­στά της και α­πό κά­τω υπήρ­χε νε­ρό. Μιά ευ­ω­δί­α ξε­χύ­θη­κε και εί­δαν έκ­πλη­κτοι το δε­ξί της χέ­ρι, ό­που φο­ρού­σε την βέ­ρα της, το αυτί της και την καρ­διά της να είναι ά­φθαρ­τα, ενώ τα υ­πό­λοι­πα ο­στά να εί­ναι ­χρυ­σοκίτρινα.Τό ά­φθαρ­το χέ­ρι και την καρ­διά της τα πή­ρε ο κα­λό­γε­ρος της Τράν­τας, ενώ τα υ­πό­λοι­πα ο­στά της σή­με­ρα φυ­λά­γον­ται στην α­γί­α Πε­τρού­πο­λη.
(Από το βιβλίο «
Ασκητές μέσα στον κόσμο
». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: enromiosini.gr)https://alopsis.gr

 
Πηγή:
synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology