Ακούσας ο Δημήτριος για τον Όσιο Διονύσιο είπε στη μητέρα του: «Αν δεν πάω τον Αρσένιο στον Όσιο Διονύσιο δεν θεραπεύεται». Η μητέρα του, του απάντησε να πάνε.
Όταν ήλθαν στον Ιερομόναχο τότε Διονύσιο τους υποδέχθηκε με την Αγάπη του Χριστού. Διάβασε ο Όσιος ευχές στον Αρσένιο και έχρισε το πρόσωπό του με άγιο έλαιο και σε λίγες μέρες θεραπεύθηκε.
Παραμείνας στο μοναστήρι ο Αρσένιος για λίγες μέρες πόθησε να γίνει μοναχός και συμβουλεύθηκε και τον αδελφό του Δημήτριο, ο οποίος τον παρότρυνε να το κάνει. Όταν ο Δημήτριος γύρισε στο σπίτι του, εξιστόρησε στη μητέρα του τι έγινε και εκείνη αμέσως απαρηγόρητη έκλαψε. Κάποια γυναίκα που την είδε σ᾿ αυτή την κατάσταση, την συμβούλεψε να καταφύγει για βοήθεια σε μια μάντισσα.
Η θεία Δύναμη όμως που σκέπαζε το Μοναστήρι, τον έδιωξε και όταν γύρισε ντροπιασμένος στη μητέρα του Αρσενίου άπρακτος την έσφιγγε από το λαιμό, την έδερνε και της έλεγε: «Γιατί με έστειλες στον Ασκητή Διονύσιο, τον δούλο του Θεού που δεν μπορώ να τον πλησιάσω;» και συνέχιζε να την κλωτσάει και να την μαστιγώνει.
Τότε τόσο πολύ υπέφερε, που από τις φωνές της έτρεξε ο κόσμος, να δεί τι συμβαίνει. Την βρήκαν σε ελεεινή κατάσταση και εκείνη ομολόγησε το τι έπραξε. Τότε η ίδια έστειλε τον Δημήτριο να φέρει τον Όσιο να την βοηθήσει.
Ο Άγιος ήλθε και την βοήθησε και απαλλάχθηκε από τον δαίμονα. Μετά από αυτό, τόσο αγάπησε τους Μοναχούς, ώστε έγινε και αυτή Μοναχή καθώς επίσης και ο Δημήτριος.