Πρό ετών, ένας νεαρός Ιερεύς διηγήθηκε τα εξής τρομερά: «Η μητέρα μου, που δεν ήθελε ο γιός της να γίνει παπάς, στον τρίτο χρόνο από τη χειροτονία μου, πέθανε.
Στόν
θάνατό της, ως ιερεύς εγώ ο γιός της, δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία.
Έκανα όσα είναι απαραίτητα και τίποτα περισσότερο απ’ αυτό.
Ένα απογευματάκι, πρός το σούρουπο, περνούσα έξω από το Κοιμητήριο.
Σκέφθηκα λοιπόν:
“Δέν πάω να της ανάψω το καντηλάκι;”
Πράγματι το άναψα και κάθισα σε μιά πέτρα. Δεν είχα μαζί μου όμως πετραχήλι κι έτσι δεν της διάβασα Τρισάγιο.
Σάν να ζαλίστηκα όμως λίγο και ξαφνικά νόμισα ότι άρχισαν να ανοίγουν οι τάφοι, να σηκώνονται τα νεκρά σώματα των ανθρώπων και να φωνάζουν!…
— ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ, Ιερείς του Υψίστου, βοήθεια…, Ορθόδοξοι χριστιανοί, βοήθεια!… Λειτουργίες, προσευχές, Μνημόσυνα, Τρισάγια… ΒΟΗΘΕΙΑΑΑ, χριστιανοί!!!
Σέ λίγο τρομαγμένος βλέπω και την μάνα μου:
— ΒΟΗΘΕΙΑ, γυιέ μου, μου είπε, βοήθεια! Βοήθεια, τώρα που είσαι παπάς, βοήθεια για όλους, βοήθεια, βοήθεια!!!…καί έπεσε επάνω μου σπαράζοντας από κραυγές απελπισίας, ζητώντας βοήθεια για την ψυχή της.
Τότε συνήλθα τρομαγμένος… Είχε πλέον βραδιάσει… Έφυγα τρέχοντας… σχίσθηκαν και τα ράσα μου… και από την τρομάρα μου όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα.
Τήν άλλη ημέρα το πρωί είπα στην πρεσβυτέρα μου: “Κοίταξε να δείς. Για τρία χρόνια θα λειτουργώ κάθε μέρα για τη μάνα μου, για όλους τους πεθαμένους, για όσους είναι γραμμένοι εκεί, στο Κοιμητήριο, και για όσα ονόματα κεκοιμημένων θα μου δίνουν από δώ και πέρα”.
Έκανα χίλιες εκατό Λειτουργίες συνεχώς, χωρίς διακοπή! Χίλια εκατό Μνημόσυνα με κόλλυβα, με Τρισάγια, με ό,τι έπρεπε· κάθε μέρα!
Πολλές φορές τις νύχτες έβλεπα τις ψυχές να μου λένε “ευχαριστώ”, άλλες γιατί ξεδίψασαν, άλλες γιατί δροσίστηκαν, άλλες γιατί χόρτασαν, άλλες γιατί ζεστάθηκαν μέσα στις παγωνιές!
“Ευχαριστώ, ζεστάθηκα, παπά μου”, μου έλεγαν, “κρύωνα, ζεστάθηκα, σ’ ευχαριστώ”. Άλλες με ευχαριστούσαν, γιατί είδαν λίγο φώς και άλλες κρατούσαν «ψωμάκια στα χέρια…”.
Πηγή:
Πρωτ. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου, "Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία". («σπιτάκι της Μέλιας»)
Σκέφθηκα λοιπόν:
“Δέν πάω να της ανάψω το καντηλάκι;”
Πράγματι το άναψα και κάθισα σε μιά πέτρα. Δεν είχα μαζί μου όμως πετραχήλι κι έτσι δεν της διάβασα Τρισάγιο.
Σάν να ζαλίστηκα όμως λίγο και ξαφνικά νόμισα ότι άρχισαν να ανοίγουν οι τάφοι, να σηκώνονται τα νεκρά σώματα των ανθρώπων και να φωνάζουν!…
— ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ, Ιερείς του Υψίστου, βοήθεια…, Ορθόδοξοι χριστιανοί, βοήθεια!… Λειτουργίες, προσευχές, Μνημόσυνα, Τρισάγια… ΒΟΗΘΕΙΑΑΑ, χριστιανοί!!!
Σέ λίγο τρομαγμένος βλέπω και την μάνα μου:
— ΒΟΗΘΕΙΑ, γυιέ μου, μου είπε, βοήθεια! Βοήθεια, τώρα που είσαι παπάς, βοήθεια για όλους, βοήθεια, βοήθεια!!!…καί έπεσε επάνω μου σπαράζοντας από κραυγές απελπισίας, ζητώντας βοήθεια για την ψυχή της.
Τότε συνήλθα τρομαγμένος… Είχε πλέον βραδιάσει… Έφυγα τρέχοντας… σχίσθηκαν και τα ράσα μου… και από την τρομάρα μου όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα.
Τήν άλλη ημέρα το πρωί είπα στην πρεσβυτέρα μου: “Κοίταξε να δείς. Για τρία χρόνια θα λειτουργώ κάθε μέρα για τη μάνα μου, για όλους τους πεθαμένους, για όσους είναι γραμμένοι εκεί, στο Κοιμητήριο, και για όσα ονόματα κεκοιμημένων θα μου δίνουν από δώ και πέρα”.
Έκανα χίλιες εκατό Λειτουργίες συνεχώς, χωρίς διακοπή! Χίλια εκατό Μνημόσυνα με κόλλυβα, με Τρισάγια, με ό,τι έπρεπε· κάθε μέρα!
Πολλές φορές τις νύχτες έβλεπα τις ψυχές να μου λένε “ευχαριστώ”, άλλες γιατί ξεδίψασαν, άλλες γιατί δροσίστηκαν, άλλες γιατί χόρτασαν, άλλες γιατί ζεστάθηκαν μέσα στις παγωνιές!
“Ευχαριστώ, ζεστάθηκα, παπά μου”, μου έλεγαν, “κρύωνα, ζεστάθηκα, σ’ ευχαριστώ”. Άλλες με ευχαριστούσαν, γιατί είδαν λίγο φώς και άλλες κρατούσαν «ψωμάκια στα χέρια…”.
Πηγή:
Πρωτ. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου, "Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία". («σπιτάκι της Μέλιας»)