Τα Σαββατοκύριακα, ανέβαινα 100 μέτρα παραπάνω από την σχολή που ήταν ο λαμπρός και επιβλητικός ναός της Παναγίας, με την ιερά εικόνα της, και έψαλα στις παρακλήσεις. Κάθε μια ώρα σχεδόν είχε πλοίο. Κόσμος, άνθρωποι όλων των ηλικιών, κοινωνικών και μορφωτικών τάξεων, γινόντουσαν ίσοι. Ο πόνος τους ένωνε. Μάτια δακρυσμένα, πρόσωπα απελπισμένα, γεμάτα φόβο και αγωνία, αδύναμα να ελέγξουν το ανεξέλεγκτο της θνητότητας. Σαφέστατα υπήρχαν και οι χαρούμενες όψεις του προσκυνήματος, άλλα κι εκείνοι είχαν περάσει από την κόλαση και τώρα χαμογελούσαν από τον παράδεισο. Ερχόντουσαν αυτή την φορά να πούνε ένα «ευχαριστώ» στην μεγάλη Μάνα.
Η πιο συγκλονιστική όμως εικόνα ήταν εκείνη των ανθρώπων που σχεδόν από το πλοίο, από το λιμάνι, διέσχιζαν γονατιστοί την μεγάλη λεωφόρο, την τεράστια ανηφόρα που οδηγούσε στον ναό της Παναγίας. Ένας Γολγοθάς γεμάτος πόνο και πολύ ελπίδα. Εκεί ένιωθες να ραγίζουν τα μέσα σου, συγκίνηση και απόλυτο σεβασμό σε ανθρώπινα πρόσωπα που ο πόνος τα είχε γονατίσει. Όλοι έκαναν στην άκρη και με ρίγη συγκινήσεως κοιτούσαν. Κάποιοι προσεύχονταν γι αυτούς κι ας μην τους ήξεραν, γνώριζαν όμως ότι κουβαλούσαν αβάστακτο πόνο. Αυτή η μυσταγωγία ολοκληρώνονταν όταν εισέρχονταν μετα από πολύ ώρα ματωμένοι και ταλαιπωρημένοι, μέσα στο ναό. Δέος, κατάνυξη, δάκρυα και συγκίνηση. Σταυρωμένοι άνθρωποι που αναζητούσαν την ανάσταση.
Σαφέστατα και η Παναγία δεν έχει ανάγκη τίποτε απο ολα αυτά για να συντρέξει εις βοήθεια. Όμως έχει αξία να σταθούμε στον πόνο, την αγωνία, την απελπισία αυτών των ανθρώπων. Στην πίστη τους για θεραπεία, για λύτρωση, για μια ζωή «Αλλιώς». Και ξέρετε οταν φτάσει κανείς στα όρια του θανάτου, οχι μόνο του δικού του, αλλά του παιδιού του, γενικότερα του ανθρώπου του, τότε μπορεί ολότελα να αντιληφθεί αυτό τον σωματοποιημένο σπαργαμό. Να νιώσει το δίκαιωμα σε αυτή την σωματοποιημένη κραυγή, στο μοναχικό «γιατί».
Βέβαια όλα αυτά για να τα καταλάβεις και να μην τα λοιδορήσεις, χρειάζονται τρεις προϋποθέσεις: πίστη, ταπείνωση και πόνος. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, περιγράφει μοναδικά την εικόνα αυτή, όταν η χρόνια πάσχουσα αδελφή του Γιούλα, επισκέφθηκε την Τήνο, : «μια χρονιά, αργότερα, ταξίδεψε στην Τήνο, και έκανε το προσκύνημα των απελπισμένων, πήγε γονατιστή από το λιμάνι στην Παναγία. Τρέχαν τα γόνατα της αίμα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η μοκέτα που υπάρχει σήμερα. Δεν την ένοιαζε το βλέμμα του κόσμου, το σχήμα της αξιοπρέπειας. Μου γυρίζουν πάντα τα άντερα διάφοροι αγέρωχοι προοδευτικοί που χλευάζουν αυτούς του απελπισμένους ανθρώπους που σέρνονται στα γόνατα γυρεύοντας την γιατρειά τους, όλοι αυτοί που αισθάνονται ανώτεροι από τη μάνα εκείνη που έχει κάνει τούτο το τάμα, για να σταθεί στα πόδια του το παράλυτο παιδί της. Περπατώντας με το κεφάλι ψηλά στην λεωφόρο της Προόδου, δεν προλαβαίνουν να κοντοσταθούν και να αναρωτηθούν τι πόνος μπορεί να δέρνει αυτους τους ανθρώπους. Όταν πολύ αργότερα πήγα και εγώ στην Τήνο, είδα με πόσο σεβασμό περιβάλλουν οι άλλοι προσκυνητές αυτούς που πάνε στα γόνατα. Η στιγμή της εισόδου τους στην εκκλησία είναι μια ιερή στιγμή, ένα δέος δονεί την ατμόσφαιρα…» .
plibyos.blogspot.com
Tags:
Παναγία