Ένα από τα πιο δύσκολα στην απάντηση ερωτήματα που αντιμετωπίζουμε όσοι πιστεύουμε στο Θεό είναι το γιατί «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται και πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον,
πλανώντες και πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3, 12-13).
Όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο. Θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν. Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, λίγο καιρό πριν το μαρτύριό του στην Ρώμη στα χρόνια του Νέρωνα, κάνει τον απολογισμό της ζωής του και περιγράφει αυτό το οποίο πάντοτε οι χριστιανοί είχαμε και έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Να διαπιστώνουμε ότι εκείνοι οι οποίοι όχι μόνο δεν τηρούν το θέλημα του Θεού, αλλά δρούνε εναντίον Του, εναντίον της αλήθειας και της δικαιοσύνης, προκόπτουν. Δοξάζονται. Ζούνε καλά. Εξαπατούν τους άλλους ανθρώπους και εξαπατούνται από εκείνους, καθώς μεταξύ των πονηρών υπάρχει ανταγωνισμός στο κακό. Θριαμβεύει το συμφέρον και η ανομία. Και την ίδια στιγμή, όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με σεβασμό στο Θεό και σύμφωνα με το θέλημά Του, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς, είτε αίματος, είτε συνειδήσεως.
Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν αυτά τα γεγονότα. Όποιες ερμηνείες και να δοθούν, έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη δυνατότητα κατανόησης των πραγμάτων και όχι με τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός δρα. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι στη σχέση Θεού και ανθρώπου δεν λειτουργεί η λογική της ανταπόδοσης και του συμφέροντος, δηλαδή θα δώσουμε στο Θεό και θα περιμένουμε από Εκείνον να λάβουμε, δείχνει ότι η σχέση μας με το Θεό στηρίζεται στην αγάπη και την ελευθερία. Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας, τις αποφάσεις μας, τον τρόπο με τον οποίο πορευόμαστε, ακόμη κι αν αυτός δεν έχει να κάνει με το θέλημά Του, ακόμη κι αν αυτός είναι βλαπτικός για τους άλλους ανθρώπους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι εντός μας δεν έχουμε σήματα, τα οποία δείχνουν τι αληθινά ζητά από εμάς ο Θεός και τι από όσα πράττουμε είναι αντίθετο. Τοποτηρητής του Θεού στην ψυχή μας είναι η φωνή της συνείδησής μας. Αυτή μας υπενθυμίζει τι είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού και τι όχι. Τι μας κάνει να εκφράζουμε το νόημα και τα έργα της ζωής μας στηριγμένοι στην αγάπη για το Θεό και τον συνάνθρωπο και τι όχι. Το ερώτημα είναι κατά πόσον επιτρέπουμε στη συνείδησή μας να λειτουργήσει ή την έχουμε περιορίσει σε μία ψυχολογική λειτουργία επίγνωσης ότι υπάρχουμε και ότι είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους, χωρίς να τη συνδέουμε με το ήθος της ζωής μας.
Μας βολεύει να αποδίδουμε στο Θεό ευθύνες για το κακό στον κόσμο, όπως επίσης και για το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, όντας πονηροί και γόητες, προοδεύουν. Έτσι αποφεύγουμε τις ευθύνες μας διότι ανεχόμαστε οι δομές του κόσμου και της κοινωνίας να προχωρούν χωρίς το Θεό. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήσει, εάν δε γίνει αποδεκτός από το περιβάλλον στο οποίο ζει. Εάν η συμπεριφορά του απορριφθεί, τότε αναγκαστικά και αυτός θα κατανοήσει ότι δεν μπορεί ν θέλει να προοδεύσει μέσα στην πονηρία και την ανηθικότητα. Την ίδια στιγμή κατεχόμαστε από έναν κρυφό θαυμασμό γι’ αυτούς, διότι θεωρούμε πως έχουν κέρδος από την αντίθεη ζωή και συμπεριφορά τους, ενώ όσοι είμαστε χριστιανοί και θέλουμε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αντιμετωπίζουμε απόρριψη και διωγμό. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιούμε φαρισαϊκά το παράδειγμα αυτών των ανθρώπων για να αυτοδικαιωθούμε, διότι δεν είμαστε όπως εκείνοι και έτσι θεωρούμε ότι δικαιούμαστε την αποδοχή του Θεού για τις δικές μας επιλογές.
Το κοινωνικό κακό, η εξαπάτηση των ανθρώπων από όσους ελεύθερα επιλέγουν να ζούνε αντίθετα με το θέλημα του Θεού, δεν μπορεί να διορθωθεί εάν δεν πεινάσουμε για την δικαιοσύνη, δηλαδή για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού στη ζωή μας και στη ζωή του κόσμου, όπως επίσης και δεν αγωνιστούμε γι’ αυτήν στην κοινωνία, στο περιβάλλον, στον εαυτό μας, στη. Αγώνας σημαίνει πρωτίστως μη αποδοχή τέτοιας ζωής και συμπεριφοράς ως υγιούς. Σημαίνει καταγγελία όχι του ανθρώπου, αλλά του τρόπου. Σημαίνει διακήρυξη της ανάγκης για μετάνοια και ταπεινότητα. Την ίδια στιγμή σημαίνει αγώνας να κρατηθεί η συνείδησή μας στα όσα έχει μάθει από αυτούς που αγαπούν το Θεό, αλλά και εμάς, τους αγίους, τους πνευματικούς μας πατέρες, την παράδοση της Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και ο Παύλος προτρέπει τον Τιμόθεο: «Συ δε μένε εν οις επιστώθης, ειδώς παρά τίνος έμαθες» (Β’ Τιμ. 3,14). Εσύ όμως να μένεις σ’ αυτά που έμαθες και που για την αξιοπιστία τους έχεις τεκμήρια.
Ας θριαμβεύουν οι πονηροί και οι γόητες. Ας μας διώκουν για το ότι τηρούμε το θέλημα του Θεού. «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 10). Την ίδια στιγμή που μας διώκουν, εμείς καλούμαστε να προσευχόμαστε, να συγχωρούμε και να εμμένουμε στο θέλημα του Θεού. Όχι για να αυτοδικαιωθούμε, αλλά γιατί αγαπούμε ελεύθερα Αυτόν που μας άνοιξε το δρόμο της σωτηρίας. Και εμπιστευόμαστε σε Εκείνον το γιατί επιτρέπει σε όσους Τον αρνούνται να δείχνουν ότι επικρατούν. Δεν μας εκφράζει το ήθος τους. Άλλωστε, προσωρινή είναι η επικράτησή τους, καθώς ο θάνατος καραδοκεί.
Την ίδια στιγμή όμως δεν υπερηφανευόμαστε για ό,τι κάνουμε, αλλά αναγνωρίζουμε ότι έναντι του Θεού είμαστε ελλιπείς. Και δεν προσδοκούμε δικαίωση διότι βλέπουμε και την δική μας κατάσταση. Και ο Κύριος θεωρεί την δική μας τελωνική αυτεπίγνωση και δίνει το έλεός Του, αλλά και την ενίσχυση στη ζωή μας ώστε να παραμείνουμε επιθυμούντες ευσεβώς ζην. Αυτό είναι και το νόημα του Τριωδίου, στο οποίο εισερχόμαστε. Να μην αλλοτριωθούμε από το ήθος του κακού και της πονηρίας, αλλά να αναζητούμε τον δρόμο του θελήματος του Θεού. Τον τρόπο που μας οδηγεί στην βίωση της Βασιλείας Του. Την ελευθερία από τα πάθη και τον έπαινο των ανθρώπων, την μετάνοια και την υιοθέτηση της αγάπης προς το Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Ό,τι κι όπως είναι. Ας αφήσουμε λοιπόν την συνείδησή μας να λειτουργεί κατά Θεόν κι Εκείνος δεν θα μας αφήσει αστήρικτους.
πλανώντες και πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3, 12-13).
Όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο. Θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν. Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, λίγο καιρό πριν το μαρτύριό του στην Ρώμη στα χρόνια του Νέρωνα, κάνει τον απολογισμό της ζωής του και περιγράφει αυτό το οποίο πάντοτε οι χριστιανοί είχαμε και έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Να διαπιστώνουμε ότι εκείνοι οι οποίοι όχι μόνο δεν τηρούν το θέλημα του Θεού, αλλά δρούνε εναντίον Του, εναντίον της αλήθειας και της δικαιοσύνης, προκόπτουν. Δοξάζονται. Ζούνε καλά. Εξαπατούν τους άλλους ανθρώπους και εξαπατούνται από εκείνους, καθώς μεταξύ των πονηρών υπάρχει ανταγωνισμός στο κακό. Θριαμβεύει το συμφέρον και η ανομία. Και την ίδια στιγμή, όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με σεβασμό στο Θεό και σύμφωνα με το θέλημά Του, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς, είτε αίματος, είτε συνειδήσεως.
Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν αυτά τα γεγονότα. Όποιες ερμηνείες και να δοθούν, έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη δυνατότητα κατανόησης των πραγμάτων και όχι με τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός δρα. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι στη σχέση Θεού και ανθρώπου δεν λειτουργεί η λογική της ανταπόδοσης και του συμφέροντος, δηλαδή θα δώσουμε στο Θεό και θα περιμένουμε από Εκείνον να λάβουμε, δείχνει ότι η σχέση μας με το Θεό στηρίζεται στην αγάπη και την ελευθερία. Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας, τις αποφάσεις μας, τον τρόπο με τον οποίο πορευόμαστε, ακόμη κι αν αυτός δεν έχει να κάνει με το θέλημά Του, ακόμη κι αν αυτός είναι βλαπτικός για τους άλλους ανθρώπους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι εντός μας δεν έχουμε σήματα, τα οποία δείχνουν τι αληθινά ζητά από εμάς ο Θεός και τι από όσα πράττουμε είναι αντίθετο. Τοποτηρητής του Θεού στην ψυχή μας είναι η φωνή της συνείδησής μας. Αυτή μας υπενθυμίζει τι είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού και τι όχι. Τι μας κάνει να εκφράζουμε το νόημα και τα έργα της ζωής μας στηριγμένοι στην αγάπη για το Θεό και τον συνάνθρωπο και τι όχι. Το ερώτημα είναι κατά πόσον επιτρέπουμε στη συνείδησή μας να λειτουργήσει ή την έχουμε περιορίσει σε μία ψυχολογική λειτουργία επίγνωσης ότι υπάρχουμε και ότι είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους, χωρίς να τη συνδέουμε με το ήθος της ζωής μας.
Μας βολεύει να αποδίδουμε στο Θεό ευθύνες για το κακό στον κόσμο, όπως επίσης και για το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, όντας πονηροί και γόητες, προοδεύουν. Έτσι αποφεύγουμε τις ευθύνες μας διότι ανεχόμαστε οι δομές του κόσμου και της κοινωνίας να προχωρούν χωρίς το Θεό. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήσει, εάν δε γίνει αποδεκτός από το περιβάλλον στο οποίο ζει. Εάν η συμπεριφορά του απορριφθεί, τότε αναγκαστικά και αυτός θα κατανοήσει ότι δεν μπορεί ν θέλει να προοδεύσει μέσα στην πονηρία και την ανηθικότητα. Την ίδια στιγμή κατεχόμαστε από έναν κρυφό θαυμασμό γι’ αυτούς, διότι θεωρούμε πως έχουν κέρδος από την αντίθεη ζωή και συμπεριφορά τους, ενώ όσοι είμαστε χριστιανοί και θέλουμε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αντιμετωπίζουμε απόρριψη και διωγμό. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιούμε φαρισαϊκά το παράδειγμα αυτών των ανθρώπων για να αυτοδικαιωθούμε, διότι δεν είμαστε όπως εκείνοι και έτσι θεωρούμε ότι δικαιούμαστε την αποδοχή του Θεού για τις δικές μας επιλογές.
Το κοινωνικό κακό, η εξαπάτηση των ανθρώπων από όσους ελεύθερα επιλέγουν να ζούνε αντίθετα με το θέλημα του Θεού, δεν μπορεί να διορθωθεί εάν δεν πεινάσουμε για την δικαιοσύνη, δηλαδή για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού στη ζωή μας και στη ζωή του κόσμου, όπως επίσης και δεν αγωνιστούμε γι’ αυτήν στην κοινωνία, στο περιβάλλον, στον εαυτό μας, στη. Αγώνας σημαίνει πρωτίστως μη αποδοχή τέτοιας ζωής και συμπεριφοράς ως υγιούς. Σημαίνει καταγγελία όχι του ανθρώπου, αλλά του τρόπου. Σημαίνει διακήρυξη της ανάγκης για μετάνοια και ταπεινότητα. Την ίδια στιγμή σημαίνει αγώνας να κρατηθεί η συνείδησή μας στα όσα έχει μάθει από αυτούς που αγαπούν το Θεό, αλλά και εμάς, τους αγίους, τους πνευματικούς μας πατέρες, την παράδοση της Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και ο Παύλος προτρέπει τον Τιμόθεο: «Συ δε μένε εν οις επιστώθης, ειδώς παρά τίνος έμαθες» (Β’ Τιμ. 3,14). Εσύ όμως να μένεις σ’ αυτά που έμαθες και που για την αξιοπιστία τους έχεις τεκμήρια.
Ας θριαμβεύουν οι πονηροί και οι γόητες. Ας μας διώκουν για το ότι τηρούμε το θέλημα του Θεού. «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 10). Την ίδια στιγμή που μας διώκουν, εμείς καλούμαστε να προσευχόμαστε, να συγχωρούμε και να εμμένουμε στο θέλημα του Θεού. Όχι για να αυτοδικαιωθούμε, αλλά γιατί αγαπούμε ελεύθερα Αυτόν που μας άνοιξε το δρόμο της σωτηρίας. Και εμπιστευόμαστε σε Εκείνον το γιατί επιτρέπει σε όσους Τον αρνούνται να δείχνουν ότι επικρατούν. Δεν μας εκφράζει το ήθος τους. Άλλωστε, προσωρινή είναι η επικράτησή τους, καθώς ο θάνατος καραδοκεί.
Την ίδια στιγμή όμως δεν υπερηφανευόμαστε για ό,τι κάνουμε, αλλά αναγνωρίζουμε ότι έναντι του Θεού είμαστε ελλιπείς. Και δεν προσδοκούμε δικαίωση διότι βλέπουμε και την δική μας κατάσταση. Και ο Κύριος θεωρεί την δική μας τελωνική αυτεπίγνωση και δίνει το έλεός Του, αλλά και την ενίσχυση στη ζωή μας ώστε να παραμείνουμε επιθυμούντες ευσεβώς ζην. Αυτό είναι και το νόημα του Τριωδίου, στο οποίο εισερχόμαστε. Να μην αλλοτριωθούμε από το ήθος του κακού και της πονηρίας, αλλά να αναζητούμε τον δρόμο του θελήματος του Θεού. Τον τρόπο που μας οδηγεί στην βίωση της Βασιλείας Του. Την ελευθερία από τα πάθη και τον έπαινο των ανθρώπων, την μετάνοια και την υιοθέτηση της αγάπης προς το Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Ό,τι κι όπως είναι. Ας αφήσουμε λοιπόν την συνείδησή μας να λειτουργεί κατά Θεόν κι Εκείνος δεν θα μας αφήσει αστήρικτους.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
πηγη: https://panagia-ierosolymitissa.blogspot.com
Tags:
Πνευματικές διδαχές