Ίσως η πιο δύσκολη κατάσταση στη ζωή μιας οικογένειας, όπως και κάθε ανθρώπου, είναι ο θάνατος, είτε με την μορφή της εξόδου από τον κόσμο είτε με την μορφή της οριστικής απώλειας μιας σχέσης που έχει περάσει κρίση. Στην πρώτη περίπτωση χάνεται κάθε ελπίδα. Στην δεύτερη μπορεί να διατηρείται στο πίσω μέρος του μυαλού ένα αίσθημα ότι κάπου, κάπως, κάποτε η σχέση θα επανέλθει, ωστόσο η διαχείριση έχει να κάνει με το “τώρα”. Ποιο νόημα ζωής μπορεί να μας δώσει δύναμη, ώστε να ξεπεράσουμε την λύπη που ο θάνατος φέρνει; Επιτρέπεται, αν θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί, να είμαστε λυπημένοι; Είναι σώφρον να προσπαθούμε να διαχειριστούμε μόνοι μας το γεγονός ή καλό είναι να το μοιραζόμαστε;
Ας λάβουμε υπόψιν μας ότι είναι δύσκολο για κάποιον που δεν έχει περάσει αντίστοιχη δοκιμασία, να βοηθήσει, όχι γιατί δεν έχει τις θεωρητικές προϋποθέσεις, αλλά γιατί η στάση του έρχεται εκ του ασφαλούς.
Πόσο πιστευτός μπορεί να γίνει ένας ιερέας ο οποίος, ασφαλώς από πίστη και ευλάβεια, διακηρύσσει ότι ο Θεός ορίζει την ζωή και τον θάνατο του ανθρώπου και επομένως είναι συναίτιος που ένα αγαπημένο πρόσωπο φεύγει και ότι είναι αρκετό να εμπιστευθούμε Κάποιον που μας κάνει να πονάμε τόσο πολύ;
Πόσο πιστευτός μπορεί να γίνει ένας ψυχολόγος όταν διακηρύσσει ότι η απώλεια είναι μέρος της ζωής, ότι πρέπει εξορθολογισμένα να την αντιμετωπίσουμε, ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με το γεγονός και να το αποδεχθούμε και αυτός που πονά νιώθει ότι οι λόγοι προέρχονται από κάποιον που δεν ζει τον πόνο του;
Ακόμα και στην απώλεια του έρωτα ή της φιλίας για διαφόρους λόγους, πόσο ενθαρρυντικό μπορεί να είναι το γεγονός ότι στο μέλλον θα ξαναερωτευθούμε, θα κάνουμε άλλες παρέες και μπορεί και να αφήσουμε τον χρόνο να γίνει ο καλύτερος γιατρός, όταν πονάμε και πενθούμε για την αγάπη που φαίνεται ότι έχει χαθεί;
Είναι γιατρικά λοιπόν η πίστη, ο εξορθολογισμός, η συμφιλίωση με την απώλεια,
ο χρόνος;Βοηθούν, αλλά δεν αρκούν.
Ο κάθε άνθρωπος μαθαίνει, με σκληρότητα είναι αλήθεια, ότι είναι τρωτός. Ότι η απώλεια είναι νόμος της ζωής και μπροστά της είμαστε ανίσχυροι, όσες ασπίδες κι αν χρησιμοποιήσουμε. Η ιατρική μας, η τεχνολογία μας, η δύναμη του μυαλού μας, η υπομονή δεν αναιρούν ένα αίσθημα αδικίας που γεννιέται μπροστά στον θάνατο, στην κακία των άλλων, στην άρνηση της αγάπης μας, στο πλήγωμα της ψυχής μας. Παρηγορούν, αλλά δεν λυτρώνουν. Μπορούμε να συμβιβαστούμε, να σκληρύνουμε τον χαρακτήρα μας, να καταθλιβούμε, να κλειστούμε στον εαυτό μας ή να αποφασίσουμε ότι “μια ζωή την έχουμε” και να το ρίξουμε έξω, όμως τη νύχτα η απώλεια θα είναι μπροστά μας. Μπορεί να μιλήσουμε για την λύπη μας, να την μοιραστούμε με ειδικούς και μη, αλλά δεν μπορούμε να την διαγράψουμε.
Δεν είναι λύση να αντιτάξουμε μία άτρωτη πίστη. Η απάντηση σε κάθε απώλεια είναι το Πρόσωπο του Χριστού, όχι η αφηρημένη πίστη σ᾽ Αυτόν, αλλά η εκζήτησή Του, η κοινωνία, η σχέση μαζί Του. Η προσευχή που Τον επικαλείται, η αγάπη που Τον βλέπει στο πρόσωπο του κάθε πλησίον, η επίγνωση ότι ακολουθούμε τον δρόμο του θανάτου και της απώλειας που Εκείνος δοκίμασε. Ας Τον αναζητήσουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην « Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 4 Ιουλίου 2018
πηγή
Ας λάβουμε υπόψιν μας ότι είναι δύσκολο για κάποιον που δεν έχει περάσει αντίστοιχη δοκιμασία, να βοηθήσει, όχι γιατί δεν έχει τις θεωρητικές προϋποθέσεις, αλλά γιατί η στάση του έρχεται εκ του ασφαλούς.
Πόσο πιστευτός μπορεί να γίνει ένας ιερέας ο οποίος, ασφαλώς από πίστη και ευλάβεια, διακηρύσσει ότι ο Θεός ορίζει την ζωή και τον θάνατο του ανθρώπου και επομένως είναι συναίτιος που ένα αγαπημένο πρόσωπο φεύγει και ότι είναι αρκετό να εμπιστευθούμε Κάποιον που μας κάνει να πονάμε τόσο πολύ;
Πόσο πιστευτός μπορεί να γίνει ένας ψυχολόγος όταν διακηρύσσει ότι η απώλεια είναι μέρος της ζωής, ότι πρέπει εξορθολογισμένα να την αντιμετωπίσουμε, ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με το γεγονός και να το αποδεχθούμε και αυτός που πονά νιώθει ότι οι λόγοι προέρχονται από κάποιον που δεν ζει τον πόνο του;
Ακόμα και στην απώλεια του έρωτα ή της φιλίας για διαφόρους λόγους, πόσο ενθαρρυντικό μπορεί να είναι το γεγονός ότι στο μέλλον θα ξαναερωτευθούμε, θα κάνουμε άλλες παρέες και μπορεί και να αφήσουμε τον χρόνο να γίνει ο καλύτερος γιατρός, όταν πονάμε και πενθούμε για την αγάπη που φαίνεται ότι έχει χαθεί;
Είναι γιατρικά λοιπόν η πίστη, ο εξορθολογισμός, η συμφιλίωση με την απώλεια,
ο χρόνος;Βοηθούν, αλλά δεν αρκούν.
Ο κάθε άνθρωπος μαθαίνει, με σκληρότητα είναι αλήθεια, ότι είναι τρωτός. Ότι η απώλεια είναι νόμος της ζωής και μπροστά της είμαστε ανίσχυροι, όσες ασπίδες κι αν χρησιμοποιήσουμε. Η ιατρική μας, η τεχνολογία μας, η δύναμη του μυαλού μας, η υπομονή δεν αναιρούν ένα αίσθημα αδικίας που γεννιέται μπροστά στον θάνατο, στην κακία των άλλων, στην άρνηση της αγάπης μας, στο πλήγωμα της ψυχής μας. Παρηγορούν, αλλά δεν λυτρώνουν. Μπορούμε να συμβιβαστούμε, να σκληρύνουμε τον χαρακτήρα μας, να καταθλιβούμε, να κλειστούμε στον εαυτό μας ή να αποφασίσουμε ότι “μια ζωή την έχουμε” και να το ρίξουμε έξω, όμως τη νύχτα η απώλεια θα είναι μπροστά μας. Μπορεί να μιλήσουμε για την λύπη μας, να την μοιραστούμε με ειδικούς και μη, αλλά δεν μπορούμε να την διαγράψουμε.
Δεν είναι λύση να αντιτάξουμε μία άτρωτη πίστη. Η απάντηση σε κάθε απώλεια είναι το Πρόσωπο του Χριστού, όχι η αφηρημένη πίστη σ᾽ Αυτόν, αλλά η εκζήτησή Του, η κοινωνία, η σχέση μαζί Του. Η προσευχή που Τον επικαλείται, η αγάπη που Τον βλέπει στο πρόσωπο του κάθε πλησίον, η επίγνωση ότι ακολουθούμε τον δρόμο του θανάτου και της απώλειας που Εκείνος δοκίμασε. Ας Τον αναζητήσουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην « Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 4 Ιουλίου 2018
πηγή
https://proskynitis
Tags:
Πνευματικές διδαχές