Ο γέροντας πολύ ευχαριστήθηκε με τούτο το απρόσμενο δώρο. Ο παπαγάλος όμως ήταν τόσο άγριος, που δεν μπορούσες ούτε να τον πλησιάσεις. Ορμούσε με το δυνατό του ράμφος να σε τσιμπήσει.
Έτσι ο γέροντας αποφάσισε να τον ημερέψει.
Πήρε ένα λεπτό βεργάκι και, ακουμπώντας τον παπαγάλο απαλά στα φτερά του, έλεγε την ευχή:
-«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο παπαγάλος ημέρεψε τόσο που δεχόταν και το χέρι του γέροντα να τον χαϊδεύει.
Συχνά άκουγες τον παπαγάλο να φωνάζει:
«Γέροντα, ευλόγησον», «Γερόντισσα, ευλογείτε».
Έβγαινε θαρρετά από το κλουβί του, όταν ο γέροντας άνοιγε την πόρτα, καθόταν στον ώμο του κι έτρωγε μαζί του.
‘Εμαθε ακόμη να λέει:
«Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου».
Το πιο θαυμαστό όμως ήταν που έμαθε να ψέλνει το «Κύριε, ελέησον!».
Aπόσπασμα από το βιβλίο της Άννας Ιακώβου «Ήταν κάποτε παιδιά. Ο Άγιος Πορφύριος»
Εικονογράφηση: Kωνσταντίνος Δημητρέλος
Εκδόσεις Άθως