Χρόνια πολλά για το Πάσχα από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851-1911). Το Πάσχα δεν είναι μόνο «τερπνόν», αλλά και «λύτρον λύπης» για τον Παπαδιαμάντη.. ο οποίος δημοσίευσε πολλά διηγήματα για τη Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Χριστού, ξετυλίγοντας ιστορίες ικανές να μαγέψουν όχι μόνο τους αναγνώστες της εποχής του, αλλά και όσους δεν έχουν πάψει να αγαπούν τη λογοτεχνία μέχρι και το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ αναπαράγει όχι ένα διήγημα, αλλά ένα άρθρο του Παπαδιαμάντη, που δημοσιεύτηκε, υπό τον τίτλο «Το Πάσχα», στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εφημερίς», στις 6 Μαΐου 1888, την Κυριακή του Πάσχα. Ο Παπαδιαμάντης πανηγυρίζει για τις συναθροίσεις του ελληνικού λαού, που φέτος, ελέω κονοροϊού, θα περιοριστούν κατ’ οίκον και μόνον εντός αυστηρά οικογενειακού πλαισίου, αλλά υμνεί και λατρεύει το γιορτινό πνεύμα της αγάπης, το οποίο παραμένει υψηλόφρον και ανθηρό όπως η αναστημένη φύση.
ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ *
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Το Πάσχα
«Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν… Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα, εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα…Ω Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα το πύλας ημίν του παραδείσου ανοίξαν. Πάσχα πάντας αγιάζον πιστούς…»
Μέσα από τέτοια στιχηρά (ύμνοι του όρθρου της Αναστάσεως) πηγάζει χαρά και αγαλλίαση απερίγραπτη με λόγια, η εκκλησία υμνεί και πανηγυρίζει την Ανάσταση του Σωτήρα. Η λέξη Πάσχα επενεργεί με τρόπο μαγικότατο, στους όσιους υμνογράφος οι οποίοι λησμονούν για λίγο την αυστηρή και μελαγχολική ομορφιά η οποία χαρακτηρίζει τις εμπνεύσεις τους, μπροστά στην απαλή και Λυδική θα μπορούσαμε να πούμε μουσική αρμονία η οποία, αυτομάτως διαχέεται από τις ιερές αυτές λύρες, για την αναγγελία της τρισμέγιστης είδησης.
Η εκκλησία αποβάλλοντας την πένθιμη ενδυμασία, ντύνεται λευκή και φεγγοβόλα στολή, σαν να αντανακλά πάνω σε αυτήν, λευκότητα και η λάμψη του άγγελου που μετακίνησε την πέτρα που κάλυπτε την είσοδο του μνημείου.
Τα ανήλιαγα βάθη, οι σκοτεινοί θόλοι των χριστιανικών ναών, φωτίζονται λαμπρά σαν να είναι ημέρα που το φως του ήλιου δεν δύει, και τα άνθη ταμυρωδάτα, και δροσερά, τα οποία από τα λιβάδια και τους κήπους μεταφέρθηκαν, για να στολίσουν την επιτάφιο σινδόνα του Σωτήρα διατηρούν ακόμα τη λεπτοκαμωμένη τους χάρη, της φυσικής τους ομορφιάς τα σημάδια, μέσα στη θολωμένη από το λιβάνι ατμόσφαιρα των ναών
Και η Εκκλησία εκφράζει την ευχή της την αναστάσιμη, την ημέρα αυτή, με γλώσσα διαφορετική από τη συνηθισμένη. Με γλώσσα γεμάτη παιδικά θα λέγαμε σκιρτήματα (χορευτικά πηδηματάκια) και παιδική συγκατάβαση (επιείκια, αποδοχή, κατανόηση)
Στο μεγάλο γιορτινό τραπέζι-γλέντι της Ανάστασης, προσκαλεί όλους τους παρόντες και απόντες, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, πιστούς και απίστους, και τους ντυμένους με ρούχα γάμου και τους ντυμένους με πρόχειρα ρούχα.
Ώ μέθη της Νύφης (Εκκλησίας) που ξαναβρήκε το Σύζυγό της (Χριστό) , ώ μέθη τρισάγια και ανερμήνευτη!
Την υψηλή αυτή μέθη, συναισθάνεται μέσα στην καρδιά του ο ελληνικός λαός, όσο κανένας άλλος λαός.
Καμιά άλλη χριστιανική γιορτή δεν κατέχει μέσα του, τη θέση της γιορτής του Πάσχα.
Οι Δυτικοί (ευρωπαίοι) έχουν τα Χριστούγεννα. Εμείς έχουμε την Ανάσταση. Αυτή είναι η βασίλισσα των εορτών, η πανήγυρις των των δικών μας πανηγύρεων.
Οι Δυτικοί γιορτάζουν τη γέννηση του Χριστού με πλούσια τρυφερά και ωραία έθιμα με σε οικογενρειακή συνένωση και απολαύσεις ανθρώπων που από καιρό είναι εξοικειωμένοι με τον πολιτισμό.
Αλλά του ελληνικού γένους η Λαμπρή, ανατέλλει και δύει, με θορυβώδεις εκδηλώσεις, και υπέρτατη χαρά ανθρώπων, οι οποίοι στις φλέβες τους, διατηρούν ακόμα μερικές σταγόνες από το αίμα των ατίθασων και από τον έρωτα της ελευθερίας ξελογιασμένων πατέρων τους.
Συνήθειες των αρματολών, άγρια ποίηση, γεμίζουν τη γιορτή
Βαρύς χειμώνας κάθεται πάνω στη φύση , στενάζει ο βοριάς, και πέφτουν τα χιόνια, και τα Καλά Χριστούγεννα συσπειρώνονται γύρω από το τζάκι που σπινθηροβολεί.
Αλλά πόσο διαφορετική εικόνα παρουσιάζει η φύση σε μας, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών εξαγγέλλουν χαρμόσυνα την Ανάσταση!
Η άνοιξη γιορτάζει μαζί με την Εκκλησία , η φύση χαίρεται μαζί με την πίστη.
Οι πλαγιές των βουνών μοσχοβολούν, ο σμαράγδινος μανδύας των πεδιάδων ανακινείται ήρεμα από την αύρα του Ζέφυρου (Πουνέντε, ανέμου δυτικού, απαλού, δροσερού, που ευνοεί την βλάστηση) και λάμπει ολοκέντητος, από λευκά άνθη, οι ευωδιές των οποίων βυθίζουν τις ψυχές σε μυστικές εξτάσεις, τα τριαντάφυλλα τα εφήμερα, τα αίώνια ρόδα,ξανθά, λευκά, ωχρά, πορφυρά, διηγούνται την δόξα του Θεού.
Η Άνοιξη, σαν άλλη μυροφόρα, σαν της Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, φωνάζει με χίλια στόματα ότι «είδε τον Κύριο». Ελάτε, ας βγούμε από τους σκοτεινούς θόλους των ναών, οι οποίοι δεν αφήνουν τη χαρά μας να εκραγεί ακράτητη. Ελάτε, ας υμνήσουμε τον Κύριο κάτω από τον ζαφειρένιο έναστρο θόλο του ουρανού, και ας λάβουμε το φως που δεν δύει ποτέ, και ας περιμένουμε τα πρώτα χαμόγελα της Αυγής που φοράει πέπλο σε χρώμα κρόκου.
Τέτοια ώρα ο Κύριος αναστήθηκε, «ζωήν τοις εν τοις μνήμασι χαρισάμενος”
Σε εμάς που ζούμε, ας χαρίσει ζωή στη ζωή μας! Χριστός ανέστη!
Ας συναθροισθούμε γύρω από το σουβλιστό αρνί και ας συνοδεύσουμε το ψήσιμό του, όπως έντεχνα περιστρέφεται πάνω από τα κάρβουνα, με τον κρότο των πυροβόλων.
Η πυρίτιδα ας είναι το σύμβολο της Αναστάσεως και το φίλημα ας είναι το σύμβολο της Αγάπης.
Δεν εννοούμε τη λάμψη της Ανάστασης χωρίς τη γλώσσα του τρομπονιού. Και η αγάπη χωρίς φίλημα είναι λουλούδι χωρίς άρωμα.
Έτσι υποδέχεται και έτσι αντιλαμβάνεται την εορτή του Πάσχα ο ελληνικός λαός. Αυτά τα ονόματα με τα οποία υποδηλώνεται το Πάσχα χρησιμεύουν για να εμπνέουν σε αυτόν ενθουσιασμό και να τον ανεβάζουν σε ονειρικούς κόσμους , όπως σε καμιά άλλη εορτή
Όταν λέει η Ανάσταση ο ελληνικός λαός, κάποια κρυφή χορδή που πάλλεται στα εσώτερα βάθη της καρδιάς του, υπενθυμίζει σε αυτόν και του Γένους την ανάσταση, και ο Χριστός και η Πατρίδα συναντιούνται μέσα του, σε αυτόν ισοπαθείς και ισόθεοι.
Και όταν λέει Αγάπη ο ελληνικός λαός, εκφωνεί την πιο γλυκιά από όλες τις λέξεις, η οποία περισσότερο από όλες τονίζεται στο Ευαγγέλιο, και ανακηρυσσόμενη στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου παρέμεναν στη γλώσσα του το κατεξοχήν το περισσότερο περιπαθές και εγκάρδιο ρήμα, με το οποίο εκφράζει κάθε στοργή, και κάθε έρωτα και κάθε αφοσίωση.
Και νομίζει κάποιος, ότι ο λαός μας κατεξοχήν αισθάνθηκε και αποδέχθηκε και πραγματοποίησε το κήρυγμα, όπως αυτό υπάρχει στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου.
«Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν ξιπάζεται (= δεν καυχιέται), δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.».
Ευνόητο είναι, ότι για να λάβει κάποιος αγνή ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο προσδεχόμαστε, κατανοούμε και εορτάζουμε την Ανάσταση, θα πρέπει να ευρεθεί τη σημερινή ημέρα, μακριά από την πρωτεύουσα, όπου είναι φυσικό να μη μπορεί η ζωή να παρέχει τέτοιες απολαύσεις.
Αληθινή και ανόθευτη Λαμπρή ανατέλλει για τους κατοίκους των επαρχιών, των πόλεων, των κωμοπόλεων, των χωριών ,όπου διασώζονται καθαρότερα και εκδηλώνονται εμφανέστερα του εθνικού βίου τα ήθη και τα έθιμα.
Εκεί οι γλυκύτατες παραδόσεις, εκεί οι ελληνικώτατες συνήθειες, η χριστιανικότερη πίστη, και η περισσότερο ευαγγελική χαρά, συνενώνονται και φανερώνονται στα πάντα, και ακολουθούνται από τους πάντες χωρίς προσποιήσεις και περιττά στολίδια. Εκεί και χωρίς να θέλει κάποιος, γίνεται χριστιανός και γιορτάζει την Ανάσταση και την Αγάπη.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΤΟ 1888
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Το Πάσχα
«Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν… Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα, εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα…Ω Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα το πύλας ημίν του παραδείσου ανοίξαν. Πάσχα πάντας αγιάζον πιστούς…»
Δια τοιούτων στιχηρών, εξ ων αναπέμπεται ευφροσύνη και αγαλλίασις ανεκλάλητος, η Εκκλησία υμνεί και πανηγυρίζει την Ανάστασιν του Σωτήρος. Η λέξις Πάσχα επενεργεί μαγικώτατα επί των οσίων υμνογράφων και λησμονούσιν επί βραχύ το αυστηρόν και μελαγχολικόν κάλλος, όπερ χαρακτηρίζει τας εμπνεύσεις των προ της απαλής και Λυδικής, ως ειπείν, αρμονίας, ήτις αυτόματος διαχέεται από των ιερών αυτών φορμίγγων επί τω τρισμεγίστω αγγέλματι.
Η εκκλησία, αποβάλλουσα την πένθιμον περιβολήν, ενδύεται λευκήν και φεγγοβόλον στολήν, ως αν αντανακλά επ’ αυτής η λευκότης και η λάμψις του αγγέλου, του αποκυλίσαντος τον λίθον του μνημείου.
Τα ανήλια βάθη, οι ζοφεροί θόλοι των χριστιανικών ναών, διαυγάζονται ως εν ημέρα ανεσπέρου φωτός, και τα άνθη τα εύοσμα και δροσόεντα, άτινα από των λειμώνων και των κήπων μετηνέχθησαν, όπως στολίσωσι την επιτάφιον σινδόνα του Σωτήρος, τηρούσιν έτι της ραδινής των χάριτος, των κοσμικών των θελγήτρων τα ίχνη εν τη τεθολωμένη υπό του λιβάνου ατμοσφαίρα των ναών.
Και η Εκκλησία καταπέμπει την ευχήν αυτής την αναστάσιμον κατά την ημέραν ταύτην εν γλώσση αλλοία ή η συνήθης· εν γλώσση πλήρει παιδικών, θα ελέγομεν, σκιρτημάτων και παιδικής συγκαταβάσεως.
Εις την μεγάλην ευωχίαν της Αναστάσεως προσκαλεί πάντας, παρόντας και απόντας, νηστεύσαντας και μη νηστεύσαντας, πιστούς και απίστους, και τους φέροντας ένδυμα γάμου και τους αγοραίον περιβαλλομένους ιμάτιον.
Ω μέθη της Νύμφης επί τη ανακτήσει του Νυμφίου, ω μέθη τρισαγία και ανερμήνευτος!
Την υψηλήν ταύτην μέθην συναισθάνεται εν τη καρδία αυτού ο ελληνικός λαός, ως ουδείς άλλος λαός. Ουδεμία άλλη χριστιανική εορτή κατέχει παρ’ αυτώ την θέσιν της εορτής του Πάσχα.
Οι Δυτικοί έχουσι τα Χριστούγεννα. Ημείς έχομεν την Ανάστασιν. Αύτη είναι η βασίλισσα των εορτών, η πανήγυρις των πανηγύρεων ημών.
Οι Δυτικοί εορτάζουσι την γέννησιν του Χριστού εν πλούτω τρυφερών και ωραίων εθίμων, εν οικογενειακή συνενώσει και τέρψεσιν ανθρώπων από καιρού συνωκειωμένων προς τον πολιτισμόν.
Αλλά του ελληνικού γένους η Λαμπρή ανατέλλει και δύει, εν θορυβώδει διαχύσει και υπερτάτη αγαλλιάσει ανθρώπων, οίτινες εις τας φλέβας των τηρούσιν έτι ρανίδας τινάς του αίματος των αγρίων και ατιθάσων και υπό του έρωτος της ελευθερίας βαυκαλωμένων πατέρων μας.
Αρματωλικαί συνήθειαι, αγρία ποίησις πληρούσιν εκείνην.
Βαρύς χειμών επικάθηται της φύσεως, γογγύζει ο βορράς και πίπτουσιν αι χιόνες, και τα καλά Χριστούγεννα συσπειρούνται πέριξ της σπινθηροβολούσης εστίας.
Αλλά πόσον διάφορον εικόνα παριστά η φύσις παρ’ ημίν, όταν οι κώδωνες των εκκλησιών εξαγγέλλωσι χαρμοσύνως την Ανάστασιν!
Το έαρ συνεορτάζει μετά της Εκκλησίας, η φύσις συναγάλλεται μετά της πίστεως.
Οι θύμοι των ορέων μοσχοβολούσιν, ο σμαράγδινος μανδύας των πεδιάδων ανακινείται ηρέμα υπό της ζεφυρίτιδος αύρας και στίλβει διακέντητος εκ λευκανθέμων, αι ευωδίαι των εσπεριδοειδών βυθίζουσι τας ψυχάς εις μυστικάς εκστάσεις, τα ρόδα τα εφήμερα, τα αιώνια ρόδα, ξανθά, λευκά, ωχρά, πορφυρά, διηγούνται την δόξαν του Κυρίου.
Η Άνοιξις, ως άλλη μυροφόρος, ως της Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, κηρύσσει δια μυρίων στομάτων ότι «εώρακε τον Κύριον”. Δεύτε, εξέλθωμεν των σκοτεινών θόλων των ναών, οίτινες δεν αφήνουσι την χαράν μας να εκραγή ακράτητος. Δεύτε, υμνήσωμεν τον Κύριον υπό τον σαπφείρινον και αστερόεντα θόλον του ουρανού και λάβωμεν το φως το ανέσπερον και αναμείνωμεν τα πρώτα μειδιάματα της κροκοπέπλου Ηούς
Τοιαύτην ώραν ο Κύριος ανέστη, «ζωήν τοις εν τοις μνήμασι χαρισάμενος”.
Εις ημάς, τους εν τω βίω, ας χαρίση ζωήν ζωής! Χριστός ανέστη!
Συναθροισθώμεν πέριξ του οβελισθέντος αμνού και συνοδεύσωμεν την όπτησιν αυτού, εντέχνως στρεφομένου επί της ανθρακιάς δια του κρότου των πυροβόλων.
Η πυρίτις έστω το σύμβολον της Αναστάσεως και το φίλημα έστω το σύμβολον της Αγάπης. Δεν εννοούμεν την λάμψιν της Αναστάσεως άνευ της γλώσσης του τρομπονίου· και η αγάπη χωρίς φιλήματος είναι το άνθος άνευ του αρώματος.
Ούτως υποδέχεται και ούτως αντιλαμβάνεται της εορτής του Πάσχα ο ελληνικός λαός. Αυτά τα ονόματα, δι’ ων υποδηλούται το Πάσχα, χρησιμεύουσιν, όπως εμπνέωσιν εις αυτόν ενθουσιασμόν και εξαίρωσιν εις κόσμους ονείρων, ως εν ουδεμιά άλλη εορτή.
Όταν λέγη Ανάστασις ο ελληνικός λαός, κρυφία τις χορδή αναπαλλομένη εις τα μυχιαίτατα της καρδίας του, υπενθυμίζει εις αυτόν και του Γένους την ανάστασιν, και ο Χριστός και η Πατρίς συναντώνται εν αυτώ ισοπαθείς και ισόθεοι.
Και όταν λέγη Αγάπη ο ελληνικός λαός, εκφωνεί την γλυκυτάτην των λέξεων, ήτις κατ’ εξοχήν τονιζομένη εν τω Ευαγγελίω, και ανακηρυσσομένη εν τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, παρέμεινεν εν τη γλώσση του το κατ’ εξοχήν περιπαθές και εγκάρδιον ρήμα, δι’ ου εκφράζει πάσαν στοργήν και πάντα έρωτα και πάσαν αφοσίωσιν.
Και νομίζει τις, ότι ο ημέτερος λαός κατ’ εξοχήν ησθάνθη και απεδέχθη και επραγματοποίησε το κήρυγμα της Αγάπης, ως φέρεται εν τη προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου.
«Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται· η αγάπη ου ζηλοί· η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία· πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα πιστεύει, πάντα υπομένει».
Ευνόητον δε ότι, όπως λάβη τις αγνήν ιδέαν περί του τρόπου καθ’ ον προσδεχόμεθα, κατανοούμεν και εορτάζομεν την Ανάστασιν, δέον να ευρεθή κατά την ημέραν της σήμερον μακράν της πρωτευούσης, ένθα, φυσικώ τω λόγω, ο βίος δεν δύναται να παράσχη τοιαύτας απολαύσεις.
Αληθής και ανόθευτος Λαμπρή ανατέλλει δια τους κατοίκους των επαρχιών, των πόλεων, των κωμοπόλεων, των χωρίων, όπου διασώζονται καθαρώτερον και εκδηλούνται εμφανέστερον του εθνικού βίου τα ήθη και έθιμα. Εκεί αι γλυκύταται παραδόσεις, εκεί αι ελληνικώταται συνήθειαι, η χριστιανικωτέρα πίστις και η ευαγγελικωτέρα χαρά συνενούνται και αναφαίνονται επί πάντων και υπό πάντων ακολουθούνται απροσποιήτως και απερίττως· εκεί και άκων τις καθίσταται χριστιανός και εορτάζει την Ανάστασιν και την Αγάπην.
ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ *
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Το Πάσχα
«Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν… Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα, εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα…Ω Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα το πύλας ημίν του παραδείσου ανοίξαν. Πάσχα πάντας αγιάζον πιστούς…»
Μέσα από τέτοια στιχηρά (ύμνοι του όρθρου της Αναστάσεως) πηγάζει χαρά και αγαλλίαση απερίγραπτη με λόγια, η εκκλησία υμνεί και πανηγυρίζει την Ανάσταση του Σωτήρα. Η λέξη Πάσχα επενεργεί με τρόπο μαγικότατο, στους όσιους υμνογράφος οι οποίοι λησμονούν για λίγο την αυστηρή και μελαγχολική ομορφιά η οποία χαρακτηρίζει τις εμπνεύσεις τους, μπροστά στην απαλή και Λυδική θα μπορούσαμε να πούμε μουσική αρμονία η οποία, αυτομάτως διαχέεται από τις ιερές αυτές λύρες, για την αναγγελία της τρισμέγιστης είδησης.
Η εκκλησία αποβάλλοντας την πένθιμη ενδυμασία, ντύνεται λευκή και φεγγοβόλα στολή, σαν να αντανακλά πάνω σε αυτήν, λευκότητα και η λάμψη του άγγελου που μετακίνησε την πέτρα που κάλυπτε την είσοδο του μνημείου.
Τα ανήλιαγα βάθη, οι σκοτεινοί θόλοι των χριστιανικών ναών, φωτίζονται λαμπρά σαν να είναι ημέρα που το φως του ήλιου δεν δύει, και τα άνθη ταμυρωδάτα, και δροσερά, τα οποία από τα λιβάδια και τους κήπους μεταφέρθηκαν, για να στολίσουν την επιτάφιο σινδόνα του Σωτήρα διατηρούν ακόμα τη λεπτοκαμωμένη τους χάρη, της φυσικής τους ομορφιάς τα σημάδια, μέσα στη θολωμένη από το λιβάνι ατμόσφαιρα των ναών
Και η Εκκλησία εκφράζει την ευχή της την αναστάσιμη, την ημέρα αυτή, με γλώσσα διαφορετική από τη συνηθισμένη. Με γλώσσα γεμάτη παιδικά θα λέγαμε σκιρτήματα (χορευτικά πηδηματάκια) και παιδική συγκατάβαση (επιείκια, αποδοχή, κατανόηση)
Στο μεγάλο γιορτινό τραπέζι-γλέντι της Ανάστασης, προσκαλεί όλους τους παρόντες και απόντες, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, πιστούς και απίστους, και τους ντυμένους με ρούχα γάμου και τους ντυμένους με πρόχειρα ρούχα.
Ώ μέθη της Νύφης (Εκκλησίας) που ξαναβρήκε το Σύζυγό της (Χριστό) , ώ μέθη τρισάγια και ανερμήνευτη!
Την υψηλή αυτή μέθη, συναισθάνεται μέσα στην καρδιά του ο ελληνικός λαός, όσο κανένας άλλος λαός.
Καμιά άλλη χριστιανική γιορτή δεν κατέχει μέσα του, τη θέση της γιορτής του Πάσχα.
Οι Δυτικοί (ευρωπαίοι) έχουν τα Χριστούγεννα. Εμείς έχουμε την Ανάσταση. Αυτή είναι η βασίλισσα των εορτών, η πανήγυρις των των δικών μας πανηγύρεων.
Οι Δυτικοί γιορτάζουν τη γέννηση του Χριστού με πλούσια τρυφερά και ωραία έθιμα με σε οικογενρειακή συνένωση και απολαύσεις ανθρώπων που από καιρό είναι εξοικειωμένοι με τον πολιτισμό.
Αλλά του ελληνικού γένους η Λαμπρή, ανατέλλει και δύει, με θορυβώδεις εκδηλώσεις, και υπέρτατη χαρά ανθρώπων, οι οποίοι στις φλέβες τους, διατηρούν ακόμα μερικές σταγόνες από το αίμα των ατίθασων και από τον έρωτα της ελευθερίας ξελογιασμένων πατέρων τους.
Συνήθειες των αρματολών, άγρια ποίηση, γεμίζουν τη γιορτή
Βαρύς χειμώνας κάθεται πάνω στη φύση , στενάζει ο βοριάς, και πέφτουν τα χιόνια, και τα Καλά Χριστούγεννα συσπειρώνονται γύρω από το τζάκι που σπινθηροβολεί.
Αλλά πόσο διαφορετική εικόνα παρουσιάζει η φύση σε μας, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών εξαγγέλλουν χαρμόσυνα την Ανάσταση!
Η άνοιξη γιορτάζει μαζί με την Εκκλησία , η φύση χαίρεται μαζί με την πίστη.
Οι πλαγιές των βουνών μοσχοβολούν, ο σμαράγδινος μανδύας των πεδιάδων ανακινείται ήρεμα από την αύρα του Ζέφυρου (Πουνέντε, ανέμου δυτικού, απαλού, δροσερού, που ευνοεί την βλάστηση) και λάμπει ολοκέντητος, από λευκά άνθη, οι ευωδιές των οποίων βυθίζουν τις ψυχές σε μυστικές εξτάσεις, τα τριαντάφυλλα τα εφήμερα, τα αίώνια ρόδα,ξανθά, λευκά, ωχρά, πορφυρά, διηγούνται την δόξα του Θεού.
Η Άνοιξη, σαν άλλη μυροφόρα, σαν της Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, φωνάζει με χίλια στόματα ότι «είδε τον Κύριο». Ελάτε, ας βγούμε από τους σκοτεινούς θόλους των ναών, οι οποίοι δεν αφήνουν τη χαρά μας να εκραγεί ακράτητη. Ελάτε, ας υμνήσουμε τον Κύριο κάτω από τον ζαφειρένιο έναστρο θόλο του ουρανού, και ας λάβουμε το φως που δεν δύει ποτέ, και ας περιμένουμε τα πρώτα χαμόγελα της Αυγής που φοράει πέπλο σε χρώμα κρόκου.
Τέτοια ώρα ο Κύριος αναστήθηκε, «ζωήν τοις εν τοις μνήμασι χαρισάμενος”
Σε εμάς που ζούμε, ας χαρίσει ζωή στη ζωή μας! Χριστός ανέστη!
Ας συναθροισθούμε γύρω από το σουβλιστό αρνί και ας συνοδεύσουμε το ψήσιμό του, όπως έντεχνα περιστρέφεται πάνω από τα κάρβουνα, με τον κρότο των πυροβόλων.
Η πυρίτιδα ας είναι το σύμβολο της Αναστάσεως και το φίλημα ας είναι το σύμβολο της Αγάπης.
Δεν εννοούμε τη λάμψη της Ανάστασης χωρίς τη γλώσσα του τρομπονιού. Και η αγάπη χωρίς φίλημα είναι λουλούδι χωρίς άρωμα.
Έτσι υποδέχεται και έτσι αντιλαμβάνεται την εορτή του Πάσχα ο ελληνικός λαός. Αυτά τα ονόματα με τα οποία υποδηλώνεται το Πάσχα χρησιμεύουν για να εμπνέουν σε αυτόν ενθουσιασμό και να τον ανεβάζουν σε ονειρικούς κόσμους , όπως σε καμιά άλλη εορτή
Όταν λέει η Ανάσταση ο ελληνικός λαός, κάποια κρυφή χορδή που πάλλεται στα εσώτερα βάθη της καρδιάς του, υπενθυμίζει σε αυτόν και του Γένους την ανάσταση, και ο Χριστός και η Πατρίδα συναντιούνται μέσα του, σε αυτόν ισοπαθείς και ισόθεοι.
Και όταν λέει Αγάπη ο ελληνικός λαός, εκφωνεί την πιο γλυκιά από όλες τις λέξεις, η οποία περισσότερο από όλες τονίζεται στο Ευαγγέλιο, και ανακηρυσσόμενη στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου παρέμεναν στη γλώσσα του το κατεξοχήν το περισσότερο περιπαθές και εγκάρδιο ρήμα, με το οποίο εκφράζει κάθε στοργή, και κάθε έρωτα και κάθε αφοσίωση.
Και νομίζει κάποιος, ότι ο λαός μας κατεξοχήν αισθάνθηκε και αποδέχθηκε και πραγματοποίησε το κήρυγμα, όπως αυτό υπάρχει στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου.
«Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν ξιπάζεται (= δεν καυχιέται), δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.».
Ευνόητο είναι, ότι για να λάβει κάποιος αγνή ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο προσδεχόμαστε, κατανοούμε και εορτάζουμε την Ανάσταση, θα πρέπει να ευρεθεί τη σημερινή ημέρα, μακριά από την πρωτεύουσα, όπου είναι φυσικό να μη μπορεί η ζωή να παρέχει τέτοιες απολαύσεις.
Αληθινή και ανόθευτη Λαμπρή ανατέλλει για τους κατοίκους των επαρχιών, των πόλεων, των κωμοπόλεων, των χωριών ,όπου διασώζονται καθαρότερα και εκδηλώνονται εμφανέστερα του εθνικού βίου τα ήθη και τα έθιμα.
Εκεί οι γλυκύτατες παραδόσεις, εκεί οι ελληνικώτατες συνήθειες, η χριστιανικότερη πίστη, και η περισσότερο ευαγγελική χαρά, συνενώνονται και φανερώνονται στα πάντα, και ακολουθούνται από τους πάντες χωρίς προσποιήσεις και περιττά στολίδια. Εκεί και χωρίς να θέλει κάποιος, γίνεται χριστιανός και γιορτάζει την Ανάσταση και την Αγάπη.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΤΟ 1888
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Το Πάσχα
«Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν… Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα, εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα…Ω Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα το πύλας ημίν του παραδείσου ανοίξαν. Πάσχα πάντας αγιάζον πιστούς…»
Δια τοιούτων στιχηρών, εξ ων αναπέμπεται ευφροσύνη και αγαλλίασις ανεκλάλητος, η Εκκλησία υμνεί και πανηγυρίζει την Ανάστασιν του Σωτήρος. Η λέξις Πάσχα επενεργεί μαγικώτατα επί των οσίων υμνογράφων και λησμονούσιν επί βραχύ το αυστηρόν και μελαγχολικόν κάλλος, όπερ χαρακτηρίζει τας εμπνεύσεις των προ της απαλής και Λυδικής, ως ειπείν, αρμονίας, ήτις αυτόματος διαχέεται από των ιερών αυτών φορμίγγων επί τω τρισμεγίστω αγγέλματι.
Η εκκλησία, αποβάλλουσα την πένθιμον περιβολήν, ενδύεται λευκήν και φεγγοβόλον στολήν, ως αν αντανακλά επ’ αυτής η λευκότης και η λάμψις του αγγέλου, του αποκυλίσαντος τον λίθον του μνημείου.
Τα ανήλια βάθη, οι ζοφεροί θόλοι των χριστιανικών ναών, διαυγάζονται ως εν ημέρα ανεσπέρου φωτός, και τα άνθη τα εύοσμα και δροσόεντα, άτινα από των λειμώνων και των κήπων μετηνέχθησαν, όπως στολίσωσι την επιτάφιον σινδόνα του Σωτήρος, τηρούσιν έτι της ραδινής των χάριτος, των κοσμικών των θελγήτρων τα ίχνη εν τη τεθολωμένη υπό του λιβάνου ατμοσφαίρα των ναών.
Και η Εκκλησία καταπέμπει την ευχήν αυτής την αναστάσιμον κατά την ημέραν ταύτην εν γλώσση αλλοία ή η συνήθης· εν γλώσση πλήρει παιδικών, θα ελέγομεν, σκιρτημάτων και παιδικής συγκαταβάσεως.
Εις την μεγάλην ευωχίαν της Αναστάσεως προσκαλεί πάντας, παρόντας και απόντας, νηστεύσαντας και μη νηστεύσαντας, πιστούς και απίστους, και τους φέροντας ένδυμα γάμου και τους αγοραίον περιβαλλομένους ιμάτιον.
Ω μέθη της Νύμφης επί τη ανακτήσει του Νυμφίου, ω μέθη τρισαγία και ανερμήνευτος!
Την υψηλήν ταύτην μέθην συναισθάνεται εν τη καρδία αυτού ο ελληνικός λαός, ως ουδείς άλλος λαός. Ουδεμία άλλη χριστιανική εορτή κατέχει παρ’ αυτώ την θέσιν της εορτής του Πάσχα.
Οι Δυτικοί έχουσι τα Χριστούγεννα. Ημείς έχομεν την Ανάστασιν. Αύτη είναι η βασίλισσα των εορτών, η πανήγυρις των πανηγύρεων ημών.
Οι Δυτικοί εορτάζουσι την γέννησιν του Χριστού εν πλούτω τρυφερών και ωραίων εθίμων, εν οικογενειακή συνενώσει και τέρψεσιν ανθρώπων από καιρού συνωκειωμένων προς τον πολιτισμόν.
Αλλά του ελληνικού γένους η Λαμπρή ανατέλλει και δύει, εν θορυβώδει διαχύσει και υπερτάτη αγαλλιάσει ανθρώπων, οίτινες εις τας φλέβας των τηρούσιν έτι ρανίδας τινάς του αίματος των αγρίων και ατιθάσων και υπό του έρωτος της ελευθερίας βαυκαλωμένων πατέρων μας.
Αρματωλικαί συνήθειαι, αγρία ποίησις πληρούσιν εκείνην.
Βαρύς χειμών επικάθηται της φύσεως, γογγύζει ο βορράς και πίπτουσιν αι χιόνες, και τα καλά Χριστούγεννα συσπειρούνται πέριξ της σπινθηροβολούσης εστίας.
Αλλά πόσον διάφορον εικόνα παριστά η φύσις παρ’ ημίν, όταν οι κώδωνες των εκκλησιών εξαγγέλλωσι χαρμοσύνως την Ανάστασιν!
Το έαρ συνεορτάζει μετά της Εκκλησίας, η φύσις συναγάλλεται μετά της πίστεως.
Οι θύμοι των ορέων μοσχοβολούσιν, ο σμαράγδινος μανδύας των πεδιάδων ανακινείται ηρέμα υπό της ζεφυρίτιδος αύρας και στίλβει διακέντητος εκ λευκανθέμων, αι ευωδίαι των εσπεριδοειδών βυθίζουσι τας ψυχάς εις μυστικάς εκστάσεις, τα ρόδα τα εφήμερα, τα αιώνια ρόδα, ξανθά, λευκά, ωχρά, πορφυρά, διηγούνται την δόξαν του Κυρίου.
Η Άνοιξις, ως άλλη μυροφόρος, ως της Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, κηρύσσει δια μυρίων στομάτων ότι «εώρακε τον Κύριον”. Δεύτε, εξέλθωμεν των σκοτεινών θόλων των ναών, οίτινες δεν αφήνουσι την χαράν μας να εκραγή ακράτητος. Δεύτε, υμνήσωμεν τον Κύριον υπό τον σαπφείρινον και αστερόεντα θόλον του ουρανού και λάβωμεν το φως το ανέσπερον και αναμείνωμεν τα πρώτα μειδιάματα της κροκοπέπλου Ηούς
Τοιαύτην ώραν ο Κύριος ανέστη, «ζωήν τοις εν τοις μνήμασι χαρισάμενος”.
Εις ημάς, τους εν τω βίω, ας χαρίση ζωήν ζωής! Χριστός ανέστη!
Συναθροισθώμεν πέριξ του οβελισθέντος αμνού και συνοδεύσωμεν την όπτησιν αυτού, εντέχνως στρεφομένου επί της ανθρακιάς δια του κρότου των πυροβόλων.
Η πυρίτις έστω το σύμβολον της Αναστάσεως και το φίλημα έστω το σύμβολον της Αγάπης. Δεν εννοούμεν την λάμψιν της Αναστάσεως άνευ της γλώσσης του τρομπονίου· και η αγάπη χωρίς φιλήματος είναι το άνθος άνευ του αρώματος.
Ούτως υποδέχεται και ούτως αντιλαμβάνεται της εορτής του Πάσχα ο ελληνικός λαός. Αυτά τα ονόματα, δι’ ων υποδηλούται το Πάσχα, χρησιμεύουσιν, όπως εμπνέωσιν εις αυτόν ενθουσιασμόν και εξαίρωσιν εις κόσμους ονείρων, ως εν ουδεμιά άλλη εορτή.
Όταν λέγη Ανάστασις ο ελληνικός λαός, κρυφία τις χορδή αναπαλλομένη εις τα μυχιαίτατα της καρδίας του, υπενθυμίζει εις αυτόν και του Γένους την ανάστασιν, και ο Χριστός και η Πατρίς συναντώνται εν αυτώ ισοπαθείς και ισόθεοι.
Και όταν λέγη Αγάπη ο ελληνικός λαός, εκφωνεί την γλυκυτάτην των λέξεων, ήτις κατ’ εξοχήν τονιζομένη εν τω Ευαγγελίω, και ανακηρυσσομένη εν τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, παρέμεινεν εν τη γλώσση του το κατ’ εξοχήν περιπαθές και εγκάρδιον ρήμα, δι’ ου εκφράζει πάσαν στοργήν και πάντα έρωτα και πάσαν αφοσίωσιν.
Και νομίζει τις, ότι ο ημέτερος λαός κατ’ εξοχήν ησθάνθη και απεδέχθη και επραγματοποίησε το κήρυγμα της Αγάπης, ως φέρεται εν τη προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου.
«Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται· η αγάπη ου ζηλοί· η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία· πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα πιστεύει, πάντα υπομένει».
Ευνόητον δε ότι, όπως λάβη τις αγνήν ιδέαν περί του τρόπου καθ’ ον προσδεχόμεθα, κατανοούμεν και εορτάζομεν την Ανάστασιν, δέον να ευρεθή κατά την ημέραν της σήμερον μακράν της πρωτευούσης, ένθα, φυσικώ τω λόγω, ο βίος δεν δύναται να παράσχη τοιαύτας απολαύσεις.
Αληθής και ανόθευτος Λαμπρή ανατέλλει δια τους κατοίκους των επαρχιών, των πόλεων, των κωμοπόλεων, των χωρίων, όπου διασώζονται καθαρώτερον και εκδηλούνται εμφανέστερον του εθνικού βίου τα ήθη και έθιμα. Εκεί αι γλυκύταται παραδόσεις, εκεί αι ελληνικώταται συνήθειαι, η χριστιανικωτέρα πίστις και η ευαγγελικωτέρα χαρά συνενούνται και αναφαίνονται επί πάντων και υπό πάντων ακολουθούνται απροσποιήτως και απερίττως· εκεί και άκων τις καθίσταται χριστιανός και εορτάζει την Ανάστασιν και την Αγάπην.
Το να προσπαθεί και να μπορεί ένας νέος να διαβάσει ανοθευτη τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι αξιεπαινο και επιθυμητό. Ας μη παρεμβαίνουμε σε μεταφράσεις που μάλιστα είναι στη καθαρεύουσα οπότε παρόμοια εντύπωση προκαλούν στον αναγνώστη και ας θυμηθούμε τις τελείως αγραμματες γιαγιες του παρελθόλος που άκουγαν το Ευαγγέλιο και το κατανοουσαν μια χαρά. Ας μην κάνουμε τα πάντα εύκολα για τη νεότητα, ας κοπιασει λίγο με τον ευλογημενο κόπο της Ορθοδοξιας να διαβάσει κάποια κείμενα στο πρωτότυπο, πιο πολύ θα ωφεληθεί....
ΑπάντησηΔιαγραφή