Από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού συνήρχοντο οι πιστοί “επί το αυτό” σε ιερές Συνάξεις και με αναγνώσεις από την Αγία Γραφή, ύμνους και ιερές ψαλμωδίες εδόξαζαν και ελάτρευαν τον Θεόν. “Εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, ύμνουν, ευλόγουν και εδοξολόγουν τον Κύριον” (Πράξεις Αποστόλων).
Στις ιερές ψαλμωδίες συμμετείχε όλο το εκκλησίασμα, αργότερα, όμως, όταν άρχισαν ν’ αυξάνουν οι Χριστιανοί και διαμορφώθηκαν οι ιερές τελετές και ακολουθίες, τότε έγινε διαχωρισμός των “εν τη Εκκλησία” ιερών διακονημάτων και η ψαλμωδία ανατέθηκε στους ιεροψάλτες, οι οποίοι είχαν ειδικήν προς τούτο χειροθεσία, διαχωρίσθηκαν από τον λαόν και ανέβηκαν επάνω σε ανάβαθρο, το οποίο ονομάσθηκε αναλόγιο και αργότερα καθιερώθηκε να περιβάλλωνται το ράσο και μαζί με τους Αναγνώστες, Κανονάρχες, Νεωκόρους και Υποδιακόνους αποτελούσαν και αποτελούν τον κατώτερο Κλήρο, όχι ως επάγγελμα, αλλ’ ως διακόνημα και ιερό λειτούργημα.
Όπως, πολύ σωστά, γράφει ο λόγιος και μουσικολογιώτατος αγιορείτης μοναχός π. Ανδρέας Θεοφιλόπουλος “ο ψάλτης είναι ο εκπρόσωπος του λαού προς τον Θεόν, ο οποίος δίδει τας αποκρίσεις εις τον Ιερέα και τον Διάκονον και συμπροσεύχεται μετ’ αυτών υπέρ του περιεστώτος λαού και του σύμπαντος κόσμου.
Εκ τούτου, έκαστος αντιλαμβάνεται τας ευθύνας τας οποίας επωμίζεται ο περιβαλλόμενος τον ιερόν τρίβωνα του Ιεροψάλτου, ο οποίος πρέπει να είναι ψυχή τε και σώματι καθαρός. Να ψάλη συνετώς, με προσοχήν και ευλάβειαν ούτως ώστε και η στάσις και όλος ο τρόπος αυτού να προκαλή το δέος και την ευλάβειαν των πιστών.
Ψάλλων, δεν πρέπει να κινή ούτε χείρας ούτε πόδας, πολύ δε περισσότερον το σώμα του με ατάκτους και θεατρικάς κινήσεις, ως συνηθίζουν τινές να κάμνουν. Ο Ψάλτης, πρέπει να είναι σώματι και πνεύματι υγιής, δεν πρέπει να ψάλη με ατάκτους φωνάς, καθώς ορίζει και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, αλλά με πραείαν φωνήν, δια να αποδίδη την έννοιαν των ψαλλομένων”.
Αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε και τα εξής:
α) Επειδή ο Ψάλτης είναι κατά το …ήμισυ λαϊκός ενδέχεται να έχη υποπέσει και σε αμαρτίες που δημιουργούν “πρόβλημα” στο υπόλοιπο ήμισύ του (στήν “κληρικήν” του δηλαδή ιδιότητα).
Σ’ αυτήν την περίπτωση, προσωπικά πιστεύουμε ότι, θα πρέπη να είναι σε διαρκή σχέση με πνευματικό πατέρα μέσα από το ιερό μυστήριο της Εξομολογήσεως. Θεωρούμε, δηλαδή, πώς Ψάλτης δίχως πνευματικό και τακτή Εξομολόγηση (τουλάχιστον) δεν θα πρέπη να ανεβαίνη στο ιερό Αναλόγιο.
Και με την ευκαιρία, πιστεύουμε, ακόμη, πώς κάθε “επαγγελματίας” Ψάλτης θα πρέπη νάχη Χειροθεσία από τον Επίσκοπόν του.
β) Ο Σεπτός Ποιμενάρχης μας κ.κ. Ιερόθεος, σε πρόσφατη ομιλία του στο Αντίρριο, αναφέρθηκε σ’ ένα γέροντα Ψάλτη, που ενώ έψαλλε ύψωνε προσευχητικά και ικετευτικά τα χέρια του προς τον Θεό!!
Αυτό, βεβαίως, επιτρέπεται όταν προέρχεται εκ καρδίας –όπως στον συγκεκριμένο γέροντα Ψάλτη– και ασφαλώς δεν μπορεί να ενταχθή στις όποιες θεατρικές κινήσεις πού, όπως προείπαμε, δεν είναι σωστό να γίνωνται.
Με την γλώσσα και τον λάρυγγα πρέπει να συμψάλη και ο νούς, ίνα μή, ως λέγει ο ιερός υμνογράφος“τή μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος”, αλλά με μια αρμονία σώματος και ψυχής, καρδίας και νοός, να προσφέρη ύμνους και ωδές πνευματικές, ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού.
Τότε πληρούται και ο ίδιος της του Θεού Χάριτος και μεταφέρει αυτήν προς τον λαόν, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος “μάθε ψάλλειν και όψει του πράγματος την ηδονήν· οι ψάλλοντες γαρ Πνεύματος Αγίου πληρούνται, ώσπερ οι άδοντες τας σατανικάς ωδάς πνεύματος ακαθάρτου” (ομιλ. ΙΘ’ προς Εφεσ.).
Μόνον με αυτόν τον τρόπον ψάλλοντας γίνεται μεσίτης των εκκλησιαζομένων προς τον Θεό, επειδή, όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες, όταν ο Ψάλτης αποσπάση την προσοχή του εκ των αδομένων, τότε παύει να έχη πνευματική επικοινωνία με τον Θεόν.
Οι παρατάσεις, εξάλλου, της φωνής χωρίς μέτρο δεν έχουν θέσιν στην Εκκλησία του Χριστού, η δε ακριβής εκτέλεση της Βυζ. Μουσικής στηρίζεται κυρίως στην εκτέλεση των χρόνων και ρυθμικών ποδών, χωρίς την τήρηση των οποίων, δεν αποδίδονται τα αριστουργήματα των μουσικών μαθημάτων, των παλαιών κυρίως μουσικοδιδασκάλων, όπως είναι τα Δοξαστικά Ιακώβου του Πρωτοψάλτου, οι πολυέλαιοι Πέτρου του Πελοποννησίου, Χουρμουζίου του Χαρτοφύλακος κ.ά. θαυμάσια, όντως, έργα μουσικής τέχνης.
Ο Ιεροψάλτης επιβάλλεται, θα έλεγα, να έχη και μόρφωση αλλά και φωνή καλή, πού, βεβαίως, αποτελεί (η φωνή) δώρο Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπον θ’ αντιλαμβάνεται αυτός ο ίδιος το μέγεθος και το βάθος των εννοιών των ιερών κειμένων ενώ, παραλλήλως, θ’ αποδίδη με σοβαρή και μεγαλοπρεπή γλυκύτητα τα ψαλλόμενα.
Έτσι, θα τέρπεται πρώτον αυτός ο ίδιος και θα τέρπη και θα ευχαριστή τους πιστούς και δεν θα προκαλή την αηδίαν από τήν, τυχόν, παράφωνη κακοφωνία του. Αλλά, και ύφος εκκλησιαστικό, σοβαρό και αυστηρό πρέπει να έχη ο Ψάλτης τόσο οσάκις ευρίσκεται στο Αναλόγιο όσο και στην καθόλου “πολιτικήν” του ζωήν.
Μέσα στον ιερό Ναό και κατά την ώρα της ψαλμωδίας δεν επιτρέπεται να ομιλή, να ανοίγη (ή να δέχεται) συζητήσεις, να γελά καθώς και να αστειεύεται· ούτε να κοιτάζη προς το εκκλησίασμα με κομπορρημοσύνην και έπαρση αλλά μάλλον προς το ιερό Βήμα.
Οι όποιες συνεννοήσεις με τους Ιερείς, με τον άλλον Ψάλτη του Ναού ή τους βοηθούς του καλό είναι να γίνωνται πριν ανέβη στο Αναλόγιο ή αν υπάρχη ανάγκη κατά τρόπον σιωπηρό διακριτικό.
Από την άλλην, ο Ψάλτης πρέπει νάναι εγκρατής, νηφάλιος και αφοσιωμένος με ζήλο στο ιερό του έργο. Πάντοτε δε να ψάλη “από δειφθέρας”, μέσα από το βιβλίο δηλαδή και τούτο προς αποφυγή λαθών.
Αλλά και τα μουσικά μέλη που εκτελεί, καλόν είναι να τα έχη προετοιμάση (διαβάσει καλά) από το σπίτι του ενώ τα ψάλματα θα πρέπη να κινούνται στην γνήσια, απλή βυζαντινή μουσική μας παράδοση και να μην είναι επιτηδευμένα ή ξένα προς την πνευματικότητα. Προσωπικά, θα επρότεινα να προτιμώνται τα κλασσικά μαθήματα.
Το ορθόδοξο ήθος του Ιεροψάλτη επεκτείνεται και στην συνεργασία του με τους συναδέλφους του, με τους λειτουργούς Ιερείς, με τους εκκλησιαστικούς Επιτρόπους. Ας μη ξεχνά ότι το “γενικό πρόσταγμα” στις ιερές ακολουθίες το έχει ο Ιερεύς.
Κατά συνέπεια, θα πρέπη να συνεργάζεται μαζί του ως προς τον χρόνο (π.χ. τί ώρα θα μπούμε στην θ. Λειτουργία, πότε θα γίνη η Αρτοκλασία, ή τί ώρα θα σχολάση η ιερά ακολουθία κ.λπ.).
Ακόμη, βασικό σημείο ορθοδόξου ήθους είναι, πριν αναλάβη …δράση στο Αναλόγιο να πάρη την ευχή του Λειτουργού, να προσκυνήση τον Εσταυρωμένο πίσω από την Αγία Τράπεζα, να βάλη το ράσο του και ν’ ανέβη στο Αναλόγιο κάνοντας το σημείο του σταυρού και λέγοντας μυστικώς “ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω”.
Πολλά, βεβαίως, μπορούμε να πούμε για το ορθόδοξο ήθος που πρέπει να διακρίνη τον Ιεροψάλτη. Ας περιορισθούμε, όμως, λόγω χώρου σ’ αυτά και κατακλείοντας ας τονίσουμε ότι ο Ιεροψάλτης πρέπει πρώτα να νιώθη ταπεινός διάκονος της Εκκλησίας του Χριστού καί, κατόπιν, καλλιτέχνης. Πάντοτε δε ας έχει κατά νουν ότι “μείζων πασών των αρετών εστί η διάκρισις”.
Στις ιερές ψαλμωδίες συμμετείχε όλο το εκκλησίασμα, αργότερα, όμως, όταν άρχισαν ν’ αυξάνουν οι Χριστιανοί και διαμορφώθηκαν οι ιερές τελετές και ακολουθίες, τότε έγινε διαχωρισμός των “εν τη Εκκλησία” ιερών διακονημάτων και η ψαλμωδία ανατέθηκε στους ιεροψάλτες, οι οποίοι είχαν ειδικήν προς τούτο χειροθεσία, διαχωρίσθηκαν από τον λαόν και ανέβηκαν επάνω σε ανάβαθρο, το οποίο ονομάσθηκε αναλόγιο και αργότερα καθιερώθηκε να περιβάλλωνται το ράσο και μαζί με τους Αναγνώστες, Κανονάρχες, Νεωκόρους και Υποδιακόνους αποτελούσαν και αποτελούν τον κατώτερο Κλήρο, όχι ως επάγγελμα, αλλ’ ως διακόνημα και ιερό λειτούργημα.
Όπως, πολύ σωστά, γράφει ο λόγιος και μουσικολογιώτατος αγιορείτης μοναχός π. Ανδρέας Θεοφιλόπουλος “ο ψάλτης είναι ο εκπρόσωπος του λαού προς τον Θεόν, ο οποίος δίδει τας αποκρίσεις εις τον Ιερέα και τον Διάκονον και συμπροσεύχεται μετ’ αυτών υπέρ του περιεστώτος λαού και του σύμπαντος κόσμου.
Εκ τούτου, έκαστος αντιλαμβάνεται τας ευθύνας τας οποίας επωμίζεται ο περιβαλλόμενος τον ιερόν τρίβωνα του Ιεροψάλτου, ο οποίος πρέπει να είναι ψυχή τε και σώματι καθαρός. Να ψάλη συνετώς, με προσοχήν και ευλάβειαν ούτως ώστε και η στάσις και όλος ο τρόπος αυτού να προκαλή το δέος και την ευλάβειαν των πιστών.
Ψάλλων, δεν πρέπει να κινή ούτε χείρας ούτε πόδας, πολύ δε περισσότερον το σώμα του με ατάκτους και θεατρικάς κινήσεις, ως συνηθίζουν τινές να κάμνουν. Ο Ψάλτης, πρέπει να είναι σώματι και πνεύματι υγιής, δεν πρέπει να ψάλη με ατάκτους φωνάς, καθώς ορίζει και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, αλλά με πραείαν φωνήν, δια να αποδίδη την έννοιαν των ψαλλομένων”.
Αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε και τα εξής:
α) Επειδή ο Ψάλτης είναι κατά το …ήμισυ λαϊκός ενδέχεται να έχη υποπέσει και σε αμαρτίες που δημιουργούν “πρόβλημα” στο υπόλοιπο ήμισύ του (στήν “κληρικήν” του δηλαδή ιδιότητα).
Σ’ αυτήν την περίπτωση, προσωπικά πιστεύουμε ότι, θα πρέπη να είναι σε διαρκή σχέση με πνευματικό πατέρα μέσα από το ιερό μυστήριο της Εξομολογήσεως. Θεωρούμε, δηλαδή, πώς Ψάλτης δίχως πνευματικό και τακτή Εξομολόγηση (τουλάχιστον) δεν θα πρέπη να ανεβαίνη στο ιερό Αναλόγιο.
Και με την ευκαιρία, πιστεύουμε, ακόμη, πώς κάθε “επαγγελματίας” Ψάλτης θα πρέπη νάχη Χειροθεσία από τον Επίσκοπόν του.
β) Ο Σεπτός Ποιμενάρχης μας κ.κ. Ιερόθεος, σε πρόσφατη ομιλία του στο Αντίρριο, αναφέρθηκε σ’ ένα γέροντα Ψάλτη, που ενώ έψαλλε ύψωνε προσευχητικά και ικετευτικά τα χέρια του προς τον Θεό!!
Αυτό, βεβαίως, επιτρέπεται όταν προέρχεται εκ καρδίας –όπως στον συγκεκριμένο γέροντα Ψάλτη– και ασφαλώς δεν μπορεί να ενταχθή στις όποιες θεατρικές κινήσεις πού, όπως προείπαμε, δεν είναι σωστό να γίνωνται.
Με την γλώσσα και τον λάρυγγα πρέπει να συμψάλη και ο νούς, ίνα μή, ως λέγει ο ιερός υμνογράφος“τή μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος”, αλλά με μια αρμονία σώματος και ψυχής, καρδίας και νοός, να προσφέρη ύμνους και ωδές πνευματικές, ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού.
Τότε πληρούται και ο ίδιος της του Θεού Χάριτος και μεταφέρει αυτήν προς τον λαόν, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος “μάθε ψάλλειν και όψει του πράγματος την ηδονήν· οι ψάλλοντες γαρ Πνεύματος Αγίου πληρούνται, ώσπερ οι άδοντες τας σατανικάς ωδάς πνεύματος ακαθάρτου” (ομιλ. ΙΘ’ προς Εφεσ.).
Μόνον με αυτόν τον τρόπον ψάλλοντας γίνεται μεσίτης των εκκλησιαζομένων προς τον Θεό, επειδή, όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες, όταν ο Ψάλτης αποσπάση την προσοχή του εκ των αδομένων, τότε παύει να έχη πνευματική επικοινωνία με τον Θεόν.
Οι παρατάσεις, εξάλλου, της φωνής χωρίς μέτρο δεν έχουν θέσιν στην Εκκλησία του Χριστού, η δε ακριβής εκτέλεση της Βυζ. Μουσικής στηρίζεται κυρίως στην εκτέλεση των χρόνων και ρυθμικών ποδών, χωρίς την τήρηση των οποίων, δεν αποδίδονται τα αριστουργήματα των μουσικών μαθημάτων, των παλαιών κυρίως μουσικοδιδασκάλων, όπως είναι τα Δοξαστικά Ιακώβου του Πρωτοψάλτου, οι πολυέλαιοι Πέτρου του Πελοποννησίου, Χουρμουζίου του Χαρτοφύλακος κ.ά. θαυμάσια, όντως, έργα μουσικής τέχνης.
Ο Ιεροψάλτης επιβάλλεται, θα έλεγα, να έχη και μόρφωση αλλά και φωνή καλή, πού, βεβαίως, αποτελεί (η φωνή) δώρο Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπον θ’ αντιλαμβάνεται αυτός ο ίδιος το μέγεθος και το βάθος των εννοιών των ιερών κειμένων ενώ, παραλλήλως, θ’ αποδίδη με σοβαρή και μεγαλοπρεπή γλυκύτητα τα ψαλλόμενα.
Έτσι, θα τέρπεται πρώτον αυτός ο ίδιος και θα τέρπη και θα ευχαριστή τους πιστούς και δεν θα προκαλή την αηδίαν από τήν, τυχόν, παράφωνη κακοφωνία του. Αλλά, και ύφος εκκλησιαστικό, σοβαρό και αυστηρό πρέπει να έχη ο Ψάλτης τόσο οσάκις ευρίσκεται στο Αναλόγιο όσο και στην καθόλου “πολιτικήν” του ζωήν.
Μέσα στον ιερό Ναό και κατά την ώρα της ψαλμωδίας δεν επιτρέπεται να ομιλή, να ανοίγη (ή να δέχεται) συζητήσεις, να γελά καθώς και να αστειεύεται· ούτε να κοιτάζη προς το εκκλησίασμα με κομπορρημοσύνην και έπαρση αλλά μάλλον προς το ιερό Βήμα.
Οι όποιες συνεννοήσεις με τους Ιερείς, με τον άλλον Ψάλτη του Ναού ή τους βοηθούς του καλό είναι να γίνωνται πριν ανέβη στο Αναλόγιο ή αν υπάρχη ανάγκη κατά τρόπον σιωπηρό διακριτικό.
Από την άλλην, ο Ψάλτης πρέπει νάναι εγκρατής, νηφάλιος και αφοσιωμένος με ζήλο στο ιερό του έργο. Πάντοτε δε να ψάλη “από δειφθέρας”, μέσα από το βιβλίο δηλαδή και τούτο προς αποφυγή λαθών.
Αλλά και τα μουσικά μέλη που εκτελεί, καλόν είναι να τα έχη προετοιμάση (διαβάσει καλά) από το σπίτι του ενώ τα ψάλματα θα πρέπη να κινούνται στην γνήσια, απλή βυζαντινή μουσική μας παράδοση και να μην είναι επιτηδευμένα ή ξένα προς την πνευματικότητα. Προσωπικά, θα επρότεινα να προτιμώνται τα κλασσικά μαθήματα.
Το ορθόδοξο ήθος του Ιεροψάλτη επεκτείνεται και στην συνεργασία του με τους συναδέλφους του, με τους λειτουργούς Ιερείς, με τους εκκλησιαστικούς Επιτρόπους. Ας μη ξεχνά ότι το “γενικό πρόσταγμα” στις ιερές ακολουθίες το έχει ο Ιερεύς.
Κατά συνέπεια, θα πρέπη να συνεργάζεται μαζί του ως προς τον χρόνο (π.χ. τί ώρα θα μπούμε στην θ. Λειτουργία, πότε θα γίνη η Αρτοκλασία, ή τί ώρα θα σχολάση η ιερά ακολουθία κ.λπ.).
Ακόμη, βασικό σημείο ορθοδόξου ήθους είναι, πριν αναλάβη …δράση στο Αναλόγιο να πάρη την ευχή του Λειτουργού, να προσκυνήση τον Εσταυρωμένο πίσω από την Αγία Τράπεζα, να βάλη το ράσο του και ν’ ανέβη στο Αναλόγιο κάνοντας το σημείο του σταυρού και λέγοντας μυστικώς “ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω”.
Πολλά, βεβαίως, μπορούμε να πούμε για το ορθόδοξο ήθος που πρέπει να διακρίνη τον Ιεροψάλτη. Ας περιορισθούμε, όμως, λόγω χώρου σ’ αυτά και κατακλείοντας ας τονίσουμε ότι ο Ιεροψάλτης πρέπει πρώτα να νιώθη ταπεινός διάκονος της Εκκλησίας του Χριστού καί, κατόπιν, καλλιτέχνης. Πάντοτε δε ας έχει κατά νουν ότι “μείζων πασών των αρετών εστί η διάκρισις”.
Του Βασιλείου Π. Καυκόπουλου, Καθηγητή και Πρωτοψάλτη
Από Askitikon