Ἰά, ἔτσιας ἴλιγι ἡ μπάμπουσ’ ἡ Στέργηνα. Θὰ ἦσαν, ἀ ρὰ πιδίμ’, κάνα πέντ’ ἕξ’ μῆνις κούτσκου. Σὰ νὰ σὶ βλέπου τώρα. Σ’εἶχα φασκιουμένουν κι σὶ σὶ πῆρι ἡ μπαμπάκασ’ στὰ χέργιατ’ κι σὶ χόριβι. Ἰσὺ μόνου σιαστοῦσις, δὲν καταλάβισκνις καντίπουτας. Ἰτότις τὰ κούτσκα φόντς γιννιοῦνταν τἄβανάμι ἅλας χουντρὸ ἀπάν’ στοὺ κιφάλ’ κι σὶ ὅλου τοὺ κουρμάκιτ’, γιὰ νὰ σφίξν’ κι τὰ φάσκιουνάμι. Γιὰ νὰ φασκιώσουμι τοὺ μκρό, πρώτου ἔστρουνάμι τοὺ ἰξουτιρικὸ τοὺ μαλλίσιου σπάργανου. Ὕστιρα ἔβανάμι τς πάνις π’θἄρχουνταν δεύτιρις, ἀπ’ τς ἴλιγαν κι κου..πανα (ἄει, νὰ μὴν τοὺ γράψου ὅλου). Ἰσένα σεἶχα τρεῖς πάνις ὑφαντὲς μαλλίσις, ἀποὺ τς εἶχι φκιάσ’ ἡ πιθιράμ’, ἡ μπάμπουσ’ ἡ Σουλτάνα, γιὰ τρουβάδγια. Κι τὶ καλά, μιτιαὐτὲς τρανιψέτι κι σὺ κι ἡ Βασίλτς. Ὕστιρα ἔβανάμι ἴσια τὰ χέργια ἀ κι τὰ πουδάργια, γιὰ νὰ γέν’ ἴσια κι ὄχ’ στραβά. Σμάζουνάμι τοὺ σπάργανου, τὄδινάμι μὶ τ’φασκιά, ἔβανάμι τοὺ μκρὸ μέσα στοὺ μπισίκ’, σὰ μκρὴ βάρκα, κι τοὺ σκέπαζάμι μὶ κάνα σιντόν’ ἢ κιλίμ’ μαλλίσιου.
-Κι τὶ στρουματάκ’ ἐβαζέτι στοὺ μπισίκ’, λέου τ’μάνναμ’; -Τὶ στρουματάκ’, ἀ ρὰ πιδίμ’. Ἰά, γιόμπζαμι κάνα σακκὶ λόζιου ἀποὺ βρίζα ἢ κθαριὰ ἀπ’ ἦταν ἁπαλότιρ’.
Ἅμα κάνα πιδούλ’ συγκαίουνταν χαμπλὰ στὰ μαλακάτ’, ξοῦσαν λίγου κουκκινόχουμα ἀποὺ κάνα ντβάρ’ κι τοὺ πασπαλνοῦσαν. Ἔμ κι αὐτὸ τοὺ ἔρμου, χάλιβι δὲ χάλιβι, σιλαρώνουνταν. Σιαποῦ νἄβρισκνις ἰτότις ὅλα αὐτάϊας τὰ σαλουκινούργια, μποῦντρις κρέμις κι μουρουμάντηλα, ἀπ’ γιόμπσι ἡ κόζμους κι καργάρουσαν ἀράδα οἱ σουλῆνις σιακάτ’.
Ἅμα ὕφινάμι, τοὺ μπισίκ’ τὄβαζάμι ζιρβὰ ἀπ’τοὺν ἀργαλειό μας, γιὰ νὰ τοὺ κνοῦμι κὶ λίγου, γιὰ νὰ μὴν τσιουρίζ’ κι βιρκιάζ’ μαναχότ’ τοὺ μκρό. Ἀπάν’ στοὺ σανίδ’ ἀπ’ ἦταν καρφουμένου ἄκρια κι ἄκρια ἀπ’ τὰ πουδάργια ὡς τοὺ κιφάλ’ κριμοῦσαν τίπουτας χαϊμαλιά, μπιχλιμπίδγια, κάνα κρανέτου, καμνιὰ βαρβάγκα, ἢ ντραγκανάργια, γιὰ νὰ ξιχάη τοὺ πιδὶ φόντας ξυπνοῦσι κι νὰ μὴ νταβίζ’ ἀράδα γάλα ἢ τραχανᾶ παπάρα.
-Κι τὶ στρουματάκ’ ἐβαζέτι στοὺ μπισίκ’, λέου τ’μάνναμ’; -Τὶ στρουματάκ’, ἀ ρὰ πιδίμ’. Ἰά, γιόμπζαμι κάνα σακκὶ λόζιου ἀποὺ βρίζα ἢ κθαριὰ ἀπ’ ἦταν ἁπαλότιρ’.
Ἅμα κάνα πιδούλ’ συγκαίουνταν χαμπλὰ στὰ μαλακάτ’, ξοῦσαν λίγου κουκκινόχουμα ἀποὺ κάνα ντβάρ’ κι τοὺ πασπαλνοῦσαν. Ἔμ κι αὐτὸ τοὺ ἔρμου, χάλιβι δὲ χάλιβι, σιλαρώνουνταν. Σιαποῦ νἄβρισκνις ἰτότις ὅλα αὐτάϊας τὰ σαλουκινούργια, μποῦντρις κρέμις κι μουρουμάντηλα, ἀπ’ γιόμπσι ἡ κόζμους κι καργάρουσαν ἀράδα οἱ σουλῆνις σιακάτ’.
Ἅμα ὕφινάμι, τοὺ μπισίκ’ τὄβαζάμι ζιρβὰ ἀπ’τοὺν ἀργαλειό μας, γιὰ νὰ τοὺ κνοῦμι κὶ λίγου, γιὰ νὰ μὴν τσιουρίζ’ κι βιρκιάζ’ μαναχότ’ τοὺ μκρό. Ἀπάν’ στοὺ σανίδ’ ἀπ’ ἦταν καρφουμένου ἄκρια κι ἄκρια ἀπ’ τὰ πουδάργια ὡς τοὺ κιφάλ’ κριμοῦσαν τίπουτας χαϊμαλιά, μπιχλιμπίδγια, κάνα κρανέτου, καμνιὰ βαρβάγκα, ἢ ντραγκανάργια, γιὰ νὰ ξιχάη τοὺ πιδὶ φόντας ξυπνοῦσι κι νὰ μὴ νταβίζ’ ἀράδα γάλα ἢ τραχανᾶ παπάρα.
Ἄει, καρτιροῦντα τὰ Χριστούγιννα (κλεισμέν’ λέτι πάλι;)
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ξιφάσκιουτους
ἀρ.νι.μα. 23.11.2020
Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Μανάδης
Πρωτοσύγκελλος Εορδαίας & Φλωρίνης
Tags:
π. Νικηφόρος Μανάδης