Το μοναστήρι της Αγ. Τριάδας στο Βυθό Βοΐου της Κατερίνας Μ. Μάτσου


Χτισμένο μέσα στο πυκνό ακόμη δάσος του Βόιου όρους στη Β.Δ. άκρη της Δυτικής Μακεδονίας, 95 περίπου χλμ. από την Κοζάνη και 5 από το Βυθό, το κοντινότερο από τα χωριά που το περιβάλλουν, στα 1010 μέτρα υψόμετρο ζει και αναπνέει εδώ και δυόμιση αιώνες το ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ. Η παρουσία του επιβλητική, όπως και το τοπίο και το βουνό και το δάσος που το περιβάλει, καθώς προβάλλει απροειδοποίητα σε κάποια στροφή του δρόμου που οδηγεί εκεί τους προσκυνητές από τα τριγύρω χωριά και από κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Δείτε το βίντεο:
 
Η ζωή για τους Βοϊώτες σ’ αυτή τη δύσκολη γωνιά της μακεδονικής γης, που τους οδήγησαν τα μονοπάτια της πολύπαθης ιστορίας τους και τα παιχνίδια των ανθρώπων, δεν ήταν ποτέ εύκολη κι ο ξενιτεμός για άλλους, καλύτερους τόπους, μοναδική ελπίδα και χιλιοειπωμένο μοτίβο στα τραγούδια και τις παραδόσεις τους. Μα το Θεό τους δεν τον ξέχασαν ποτέ και φρόντισαν να του χτίσουν εδώ ψηλά στ’ απρόσιτο βουνό και μέσα στο πυκνό, απάτητο δάσος, δίπλα σε μία φύση που θυμίζει τη σοφία Του, τον Οίκο Του, με πέτρα και ξύλο. Θεία διαταγή και ανθρώπινη επιθυμία αυτό το Μοναστήρι, εκεί που ο εχθρός και ο κατακτητής δεν έφτασαν ποτέ και κυβερνήτης ήταν πάντα ο Θεός των Ελλήνων.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου μ.Χ. αιώνα παρατηρούνται στα μέρη της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας έντονες και συχνές μετακινήσεις χριστιανικών πληθυσμών, αρχικά εξαιτίας της εισβολής και ολιγόχρονης κατοχής της περιοχής από τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν (1331 και έπειτα) κι αμέσως μετά εξαιτίας της κατάληψης και εγκατάστασης των Οθωμανών Τούρκων στις ίδιες περιοχές. Το 1389, μετά τη μεγίστης σημασίας για την τύχη και το μέλλον των Βαλκανίων Μάχη του Κοσσυφοπεδίου1, η Μακεδονία και ολόκληρη η βαλκανική περνάει πλέον οριστικά στα χέρια των Τούρκων. Ο υποχρεωτικός εξισλαμισμός, που οι νέοι δυνάστες επιβάλλουν στους κατοίκους των νεοκατακτημένων περιοχών και η βαριά φορολογία, καθώς και η εγκατάσταση στα εύφορα πεδινά χιλιάδων παλιών Τούρκων στρατιωτών και ο εποικισμός των ελληνικών επαρχιών από ομάδες γιουρούκων (= νομαδικός λαός της Μικράς Ασίας), αλλά και η συχνή διέλευση από την περιοχή τουρκικών στρατευμάτων, με ό,τι όλ’ αυτά συνεπάγονταν για τους ντόπιους πληθυσμούς, αναγκάζουν τους Έλληνες κατοίκους να καταφύγουν για ασφάλεια και προστασία στα ορεινά μέρη των επαρχιών, μέρη όπου οι Τούρκοι δε φτάνουν -ή απλά δεν έχουν κανένα συμφέρον να φτάσουν- μακριά από τους κεντρικούς άξονες μετακίνησης και στρατοπέδευσης εχθρικών στρατευμάτων και τουρκικών πληθυσμών, αναζητώντας καταφύγιο σε νέα μέρη άγονα, ορεινά και δασώδη ίσως, που μπορούν ωστόσο μέσα στην αγριάδα του τοπίου τους να τους προστατέψουν από την οργή του κατακτητή. Συνοικισμοί ολόκληροι, τόσο στη Βόρεια και Νότια Ήπειρο, όσο και στη Μακεδονία, διαλύονται και διασκορπίζονται για να εγκατασταθούν ξανά σε νέα μέρη, στα βουνά και μέσα στα πυκνά δάση, που μπορούν να τους προστατεύσουν από τα στρατεύματα του κατακτητή κι απ’ όπου θα ξαναφύγουν, όταν παρουσιαστεί η ίδια απειλή.

Οι νέοι οικισμοί δημιουργούνται σε απόκεντρες, απόκρημνες και σχετικά ασφαλείς περιοχές της μακεδονικής, ορεινής υπαίθρου, όπως οι πλαγιές του Βόιου όρους και της μακεδονικής και ηπειρωτικής Πίνδου γενικότερα. Οι χαράδρες και οι σπηλιές, οι πλαγιές και οι υπώρειες των βουνών και τα πυκνά δάση έγιναν οι φύλακες και οι σωτήρες των καταδιωκόμενων Ελλήνων. Εκεί ψηλά, το δύσβατο έδαφος και η πυκνή βλάστηση, παρότι δυσκόλευε τις ελεύθερες κινήσεις των εχθρικών στρατευμάτων και των ληστρικών συμμοριών, αντιθέτως ευνοούσε και ασφάλιζε από οποιαδήποτε εχθρική επιβουλή τους Έλληνες κατοίκους. Οι κάτοικοι στα βουνίσια, δυσπρόσιτα και άγονα μέρη κινδύνευαν πάντα λιγότερο από τους Έλληνες που ζούσαν στις πεδινές και εύφορες, άρα προσοδοφόρες για τον κατακτητή, περιοχές.
Τα νέα αυτά μέρη που οι Μακεδόνες και οι Ηπειρώτες πρόσφυγες του 14ου μ.Χ. αιώνα επέλεξαν να κατοικήσουν δεν ήταν ποτέ, ούτε και τότε, άδεια κατοίκων. Οικισμοί ανοργάνωτοι και απομονωμένοι υπήρχαν πάντα στις πλαγιές της Πίνδου, από την εποχή ακόμα των πρώτων Δωριέων Μακεδόνων, που εγκαταστάθηκαν εκεί στα μέσα της τρίτης π.Χ. χιλιετίας. Οι Δωριείς της δυτικής Παραπινδίου και Παραβοΐου Μακεδονίας, κατά το μεγαλύτερο τους μέρος, δε μετακινήθηκαν το 1150 π.Χ., όταν οι επιδρομές βορείων λαών δίνουν το έναυσμα για την έναρξη της Καθόδου των Δωριέων στη Νότια Ελλάδα, αλλά παρέμειναν κρυμμένοι στα δυσπρόσιτα βουνά και τα πυκνά δάση του τόπου τους και κατόρθωσαν να αποκρούσουν και να διώξουν από τη χώρα τους τους επιδρομείς, να ξανακτίσουν τους οικισμούς τους και να συνεχίσουν να ζουν εκεί, απομονωμένοι ίσως, μα ασφαλείς. Στα μέρη που επέλεξαν για να προστατευτούν και τόσους αιώνες αργότερα.
Από τα τέλη του 14ου μ.Χ. αιώνα, που ξεκινούν οι μεγάλες ανακατατάξεις των χριστιανικών πληθυσμών του βόρειου ελλαδικού χώρου και ως το 1600 περίπου δημιουργούνται όλα σχεδόν τα Παραπίνδια και Παραβόια χωριά από εκδιωκόμενους Νοτιομακεδόνες και μερικούς Ηπειρώτες. Τα νέα αυτά χωριά και μετά από εκείνα τα καινούργια, που οι ίδιοι κάτοικοι δημιουργούν, όταν το χωριό τους ισοπεδωνόταν από τις επιθέσεις ατάκτων συμμοριών ή τα εχθρικά στρατεύματα, με την πάροδο των χρόνων αυξάνουν σε πληθυσμό και δύναμη και κάποια από αυτά αναγνωρίζονται από τους Σουλτάνους ως κεφαλοχώρια αποκτώντας κάποιο είδος τοπικής αυτοδιοίκησης, κυρίως μετά το 1700. Ιδρύουν σχολεία, χτίζουν εκκλησίες και μοναστήρια για να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ταυτότητα και την χριστιανική θρησκεία και προσφέρουν άξιους πολεμιστές σε όλους τους μεγάλους αγώνες του έθνους.
Από τον 17ο αιώνα και μέχρι και το 1822 η νοτιοανατολική βαλκανική βρίσκεται στο στόχαστρο νέων δεινών από αλβανικές συμμορίες, που λυμαίνονται την περιοχή, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις περιουσίες των Ελλήνων. Οι Αλβανοί, ως άτακτοι ληστές αρχικά και ως επίσημοι φεουδάρχες των ελληνικών περιοχών αργότερα, με μία εξουσία παραχωρημένη από τους ίδιους τους Τούρκους, για την ελάφρυνση των δικών τους υποχρεώσεων, ήταν η χειρότερη μάστιγα για τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, αλλά και της ίδιας της Αλβανίας, καθ’ όλο τον 17ο και 18ο αιώνα. Οι Αλβανοί, μετά το θάνατο του Γεωργίου Καστριώτη, του θρυλικού Σκεντέρμπεη, εθνικού τους ήρωα και πρωτεργάτη της εναντίον των Τούρκων αντίστασης το 1478, την ολική κατάληψη της χώρας τους και τον επιτυχή εξισλαμισμό του μεγαλύτερου ποσοστού του αλβανικού πληθυσμού δύο αιώνες αργότερα, έγιναν οι καλύτεροι σύμμαχοι των Τούρκων στις επιδρομές καταστροφής και λεηλασίας των τουρκοκρατούμενων επαρχιών. Αγαπημένοι τους τόποι εφόδου και λεηλασίας ήταν οι ελληνικές και παρά την όποια σκλαβιά πολύ πλουσιότερες της Αλβανίας, επαρχίες της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Η αφορμή δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί. Οι εξεγέρσεις ήταν συχνές και οι ανυπότακτοι κάτοικοι ακόμα περισσότεροι. Άλλωστε, σε μία εποχή σαν εκείνη, αφορμές πολέμου τόσο σοβαρές, όσο τα μάτια της Ωραίας Ελένης, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρεθούν ή και να εφευρεθούν, όταν το απαιτούσε η απληστία και η δίψα για χρήμα των κατακτητών και των συμμάχων τους.
Το 1646 αλβανικές συμμορίες επιτίθενται εναντίον της Κοζάνης και τη λεηλατούν άγρια επί διήμερο. Οι ληστές λεηλάτησαν και έκαψαν και το ναό του Αγίου Αθανασίου, έναν από τους παλαιότερους ναούς της πόλης, με ιστορία από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια2. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1649, καταστράφηκε, επίσης από αλβανικές συμμορίες, η ιστορική πόλη Κτένιον, το σημερινό Χτένι, με το γνωστό κάστρο του και οι επιζήσαντες Έλληνες κάτοικοί του, 120 οικογένειες βοσκών με προεστό τον Ιωάννη Τράντα ή Τραντογιάννη και 12.000 αιγοπρόβατα κατέφυγαν για προστασία στην πολυπληθέστερη Κοζάνη, όπου εγκαταστάθηκαν στη θέση Κρεβατάκια.
Το 1769 λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε από αλβανικά στίφη η πλούσια ελληνική πόλη της Βορείου Ηπείρου Μοσχόπολη με τα περίφημα ελληνικά σχολεία και τα ελληνικά τυπογραφεία της. Τότε 65.000 Μοσχοπολίτες, κυνηγημένοι από τους εξαγριωμένους Αλβανούς, φοβισμένοι και εξαθλιωμένοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και διασκορπίστηκαν εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πλούσια Μοσχόπολη ισοπεδώθηκε και η μικρή οικονομική ανάπτυξη που σημείωσε λίγα χρόνια αργότερα, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τον προ της καταστροφής της πλούτο. Το 1850, ογδόντα ένα χρόνια μετά την άγρια λεηλασία και καταστροφή της, η Μοσχόπολη των 65.000 κατοίκων κατοικούνταν μόνο από 250 οικογένειες κτηνοτρόφων.
Το 1774 έγινε στην επαρχία της Ανασελίτσας επιδρομή 3.000 Αλβανών, οι οποίοι έσπειραν στο πέρασμα τους τον τρόμο και την καταστροφή. Επιδόθηκαν σε φόνους, αιχμαλωσίες, λεηλασίες και στην επιβολή βαρύτατων φορολογιών. Δεκαπέντε σακούλες πουγκιά ήταν η επιβληθείσα φορολογία! Είναι άγνωστο πόσα ακριβώς πουγκιά περιείχε η κάθε σακούλα, το κάθε πουγκί όμως ισοδυναμούσε με ποσό 5 χρυσών λιρών. Πήραν ακόμη και προύχοντες ομήρους, ώσπου οι κάτοικοι να συγκεντρώσουν και να τους δώσουν τα χρήματα. Την επιδρομή αυτή περιγράφει σε χειρόγραφο σημείωμά του στο εσώφυλλο ενός παλιού βιβλίου ο κατά την εποχή εκείνη ιερομόναχος και ιδρυτής του σημερινού μοναστηριού της Αγίας Τριάδας, Νεόφυτος. «Εκατέβηκαν», γράφει ο Νεόφυτος, «Αρβανήτες τρης χηληάδες και πήγαν οι Ζηοπανηότες στο λιμπόχοβον (Δίλοφο) και τους έδοσαν γρόσια και δεν σέβηκαν εις τη χόρα τους και κατεβένοντας ης μηρασάν (Μόρφη) εκεί τεργιάστηκεν και το Κωστάνζικου (Αυγερινός) και έδοσαν γρόσια οκτακόσια…»3. Ο Νεόφυτος στο σύντομο, αλλά περιεκτικό, σημείωμά του περιγράφει όλα τα γεγονότα της καταστροφικής επιδρομής των Αλβανών το Γενάρη του 1774. Τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις των χωριών (…έκαψαν το μησό το Λούβρη…), την ομηρία των προκρίτων και τα χρήματα, που οι επιδρομείς ζητούσαν, σα λύτρα.
Για να προστατευτούν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών φρόντιζαν με τη βοήθεια έμπιστων αγγελιοφόρων, που περιπολούσαν συνεχώς στην περιοχή, να πληροφορούνται από πριν τις κινήσεις των διαφόρων συμμοριών και όταν αυτές πλησίαζαν με απειλητικές διαθέσεις στα χωριά τους, να τις καλοπιάνουν με διάφορα ταιριάσματα, με την καταβολή δηλαδή χρημάτων, για ν’ αποφευχθεί η είσοδος στο χωριό και οι λεηλασίες. Το ίδιο μέσο αποφυγής χρησιμοποιούσαν και για τους τοπικούς σιπαχήδες4 και μπέηδες. Όταν όμως δυνατότητα καταβολής χρημάτων δεν υπήρχε και οι επιδρομές γινόταν πλέον συνεχείς, οι Έλληνες κάτοικοι, για να προστατευτούν, αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν σε νέα μέρη πιο ορεινά και πιο δασώδη, που μπορούσαν να τους προστατεύσουν καλύτερα από τις απειλητικές διαθέσεις των διαφόρων εκμεταλλευτών τους.
Οι Τούρκοι, σε μία προσπάθεια περιορισμού των Αλβανών, που στα τέλη του 18ου αιώνα κινούνταν πλέον ανεξέλεγκτοι μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας τους, εκδίδουν στις 31 Μαΐου 1779 φιρμάνι (=σουλτανικό διάταγμα) διατάσσοντας τους Τούρκους αξιωματούχους να μεριμνήσουν «όπως του λοιπού μη δίδωνται εις την φυλήν ταύτην ζιαμέτια και τιμάρια εις τους καζάδες της Ρούμελης ούτε και να ενοικιάζεται εις αυτούς ο κεφαλικός φόρος»5. Σκοπός της διαταγής αυτής ήταν να περιορίσουν τη ληστρική μανία των Αλβανών και την ανεξέλεγκτη δράση τους στη Μακεδονία και την Ήπειρο, αφού είχαν αρχίσει πλέον να γίνονται ενοχλητικοί και για τους ίδιους τους Τούρκους. Μόνο τότε, όταν έχασαν την εμπιστοσύνη των Τούρκων, περιορίστηκαν κάπως, χωρίς ποτέ να εξαλειφθούν οριστικά, οι ληστρικές και φονικές επιδρομές των Αλβανών στη Δυτική Μακεδονία.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ανατέλλει απειλητικό το ληστρικό άστρο του Αλή του Τεπελενλή ο οποίος αρχικά ως λήσταρχος, ως επόπτης της Πίνδου και του Βοΐου αργότερα και τέλος ως πασάς, ο περιβόητος Αλή πασάς των Ιωαννίνων, έσπειρε τον όλεθρο και την καταστροφή ως εκεί που έφτανε η δικαιοδοσία του. Όταν έγινε επίσημα πασάς στα Ιωάννινα από το 1788 μέχρι τη δολοφονία του από ανθρώπους του Σουλτάνου το 1822, αφού απειλούσε πλέον φανερά και τη δική του εξουσία, μετέτρεψε όλα τα Παραπίνδια και Παραβόια χωριά σε ατομικά του τσιφλίκια, αφαιρώντας τους κάθε μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης. Για να εξασφαλίσει ακόμη περισσότερα κέρδη ανάγκαζε τους κατοίκους να «εξαγοράζουν» την ανεξαρτησία των χωριών τους, καταβάλλοντας του υπέρογκα χρηματικά ποσά κι ενώ πολλές φορές κατέληγε σε συμφωνία με τους βεκίληδες, τους αντιπροσώπους των χωριών για την εξαγορά του τόπου τους και τους παρέδιδε το μπουγιουρντί, τη διαταγή της εξαγοράς, έστελνε ανθρώπους του, οι οποίοι επιτίθονταν στους βεκίληδες, στο δρόμο της επιστροφής, τους λήστευαν και τους έπαιρναν συν τοις άλλοις και το μπουγιουρντί κι έτσι το χωριό εμφανιζόταν και πάλι τσιφλίκι του. Αυτό το άνομο παζάρι σταμάτησε μόνο μετά το θάνατο του Αλή το 1822.


 ΑΠΟ ΤΟ 16ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΟ 1802

ΤΟ «ΠΑΛΙΟΜΟΝΑΣΤΗΡΟ» ΤΗΣ ΦΤΕΡΗΣ

Μέσα σ’ αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα, που επικρατούσε κατά την επέλαση των Οθωμανών σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο, δύο μοναχοί, όπως όλα τα στοιχεία συνηγορούν, στα μέσα του 16ου αιώνα, εγκαταλείπουν το μοναστήρι του Φιλοθέου του Αγίου Όρους και μετά από περιήγηση στη Μακεδονία θεμελιώνουν μοναστήρι κάτω από την ψηλότερη κορυφή του Βοΐου, τον Αη-λιά, δίπλα στο σημερινό παλιοχώρι Φτέρη. Ο χρόνος δημιουργίας της πρώτης αυτής μοναστικής κοινότητας δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, όλες όμως οι μαρτυρίες την ανάγουν στα μέσα του 16ου αιώνα. Ο ναός, που σώζεται έως σήμερα, τιμάται στη μνήμη των Αγίων Ταξιαρχών και αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο θρησκευτικό μνημείο στην περιοχή.

Για ποιο λόγο μοναχοί από τον Άθωνα προτιμούν έναν τόπο τόσο μακριά από την αφετηρία τους και πώς έγινε η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Κανένα γραπτό στοιχείο δεν υπάρχει από εκείνη την πρώτη εποχή του μοναστηριού, που να ρίχνει φως σ’ αυτές τις πρώτες σελίδες της ιστορίας του. Η απόφαση εγκατάλειψης της μονής του Φιλοθέου πιθανόν να οφείλεται στην οικονομική και οργανωτική κρίση, που έπληττε την εποχή εκείνη (16ος αιώνας) τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Μια κρίση που ανάγκασε πολλούς μοναχούς να εγκαταλείψουν τον Άθω και να αναζητήσουν νέους τόπους για τη συνέχιση του μοναστικού τους βίου. Η επιλογή του μέρους, κάτω από την ψηλότερη κορυφή του Βοΐου όρους, αποτελεί επίσης μυστήριο. Η παράδοση της αρβανίτικης επιρροής των μοναχών αυτών, καθώς το μοναστήρι του Φιλοθέου βρισκόταν την εποχή εκείνη κάτω από αρβανίτικη επιρροή, δικαιολογεί ως ένα βαθμό την εύρεση ενός τόπου κοντά στην Αλβανία. Ωστόσο κανένα γραπτό στοιχείο δεν ενισχύει τις προφορικές αυτές παραδόσεις και αναφέροντας την υποψία αυτή, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το πρώτο αυτό μοναστήρι βρισκόταν δίπλα στο σημερινό παλιοχώρι, τότε υπάρχων οικισμό της Φτέρης, χωριό αποκλειστικά ελληνορθόδοξο.

Ίσως πιθανότερη να είναι η πιο απλή εξήγηση επιλογής του μέρους αυτού λόγω του δύσβατου της περιοχής και του πυκνού δάσους, όπου ο εχθρός δεν έφτανε εύκολα, των αποκλειστικά ελληνορθόδοξων χωριών και πληθυσμών της τριγύρω περιοχής ή και της καταγωγής ενός από τους δύο ή και των δύο μοναχών από τα μέρη του Βοΐου.

Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης τέλος, δίπλα στη Φτέρη, μπορεί να έγινε και για λόγους συναισθηματικούς, αφού το μοναστήρι του Φιλοθέου, η αφετηρία των μοναχών αυτών, ονομαζόταν και «μοναστήρι της Φτέρης».

Γι’ αυτό το πρώτο μοναστήρι η παράδοση ακόμη αναφέρει πως από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του λειτούργησε σαν σχολείο, κρυφό σχολειό, για τα ελληνόπουλα της περιοχής. Η διδασκαλία τους ήταν η πίστη στην παράδοση της ελληνικής συνειδήσεως και της απελευθέρωσης του Γένους και την παρακολουθούσαν, όχι μόνο τα μικρά παιδιά, αλλά και οι μεγαλύτεροι. Άλλωστε όλα τα μοναστήρια και οι εκκλησίες των χωριών του Βοΐου και της Ελλάδας ολόκληρης ήτανε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας κρυφά σχολειά για τα ελληνόπουλα της περιοχής και παράλληλα οι στυλοβάτες της ελληνικής ιδέας και της χριστιανικής θρησκείας.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΣΤΗ ΓΚΡΕΖΗ

Στα τέλη του 17ου αιώνα η περιοχή της Φτέρης εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της, εξαιτίας της εγκατάστασης εκεί κοντά ενός σταθμού τουρκικής οδοφυλακής, ενός ντερβενιού. Από τα μέρη εκείνα, από την ψηλότερη κορυφή του Βόιου όρους, περνούσε από τα αρχαία ακόμη χρόνια μία από τις σημαντικότερες οδικές αρτηρίες, που ένωναν την Ήπειρο με τη Μακεδονία. Κατά τη διάρκεια του Τουρκοενετικού πολέμου οι Τούρκοι φοβούμενοι, μήπως οι Ενετοί έρθουν σε συνεννόηση με τους Έλληνες και τους ωθήσουν σε εξεγέρσεις, ανανεώνουν τα ήδη υπάρχοντα ντερβένια και συστήνουν κι άλλα σε σημαντικά σημεία του οδικού τους δικτύου, όπως στην περιοχή της Φτέρης. Η δημιουργία αυτού του ντερβενιού μάλλον οδήγησε και στην ερήμωση του οικισμού της Φτέρης, αλλά και του πρώτου μοναστηριού την ίδια εποχή, καθώς οι βίαιοι ντερβεναγάδες δεν ανέχονταν να βρίσκονται τόσο κοντά σε ελληνικό οικισμό ή σε χριστιανικό μοναστήρι, αλλά ούτε και το μοναστήρι και το χωριό μπορούσαν να επιβιώσουν μετά τις συνεχείς επιδρομές και βιοπραγίες των ντερβεναγάδων, που μόνο αστυνόμευση της περιοχής δεν έκαναν. Οι κάτοικοι της Φτέρης κατέφυγαν για προστασία στη χαράδρα του σημερινού Βυθού, ενώ οι μοναχοί των Ταξιαρχών βρίσκουν καταφύγιο μέσα στο πυκνό δάσος του Βοΐου.

Και εδώ τα γραπτά στοιχεία είναι ανύπαρκτα και τα πραγματικά γεγονότα άγνωστα. Το πιο πιθανό είναι πως μετά τη διάλυση του μοναστηριού της Φτέρης οι μοναχοί διασκορπίζονται στο Βόιο και ιδρύουν ασκητήρια σε διάφορα σημεία της περιοχής. Το 1782 χτίζεται στη θέση Γκρέζη νέος ναός «περί αντικαταστάσεως του εν Φτέρη Παλαιομοναστηρίου», όπως αναφέρεται σε κάποια χειρόγραφη ανέκδοτη μελέτη του Βυθινού γιατρού Κοσμά Αγακίδη για την ιστορία του παλαιοχωρίου της Καλογρίτσας και του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας. Ωστόσο δε γνωρίζουμε αν το νέο μοναστήρι, αν και χτίστηκε για να αντικαταστήσει το πρώτο μοναστήρι της Φτέρης, τιμώνταν στο όνομα των Αγίων Ταξιαρχών. Ένα χοτζέτι, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, μιλάει για μοναστήρι της Αγίας Τριάδας σ’ αυτή την περιοχή του Βοΐου το 1742 με 1745. Μέχρι το 1781 ωστόσο δεν υπάρχει ούτε στη Γκρέζη, ούτε πουθενά αλλού στην περιοχή οργανωμένη μοναστική κοινότητα.

Από το 1781 και μετά εμφανίζεται μια κάποιαοργάνωση με ηγούμενο το μοναχό Νεόφυτο. Ο Νεόφυτος καταγόταν από το Ζουπάνι, τον Πεντάλοφο και ήταν άνθρωπος ενεργητικός και δραστήριος. Άφησε πλήθος σημειώσεων και μόχθησε πολύ για τη δημιουργία μιας οργανωμένης μοναστικής κοινότητας στην περιοχή και για την περιουσία του μοναστηριού. Πριν το Νεόφυτο το μοναστήρι της Γκρέζης λειτουργούσε σαν απλό ερημοκλήσι και κατά καιρούς μόνο κάποιος καλόγερος ή ασκητής από τα τριγύρω ασκητήρια τριγύριζε στα χωριά «ος τις συνάζων προσφοράς άρτου και οίνου, ελαίου και κηρίων, ετέλει την ιεράν λειτουργίαν εν τω ερημοκλησίω»6. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως η γραπτή ιστορία του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας ξεκινά με το Νεόφυτο, αφού πριν από αυτόν κανένα γραπτό στοιχείο για τη μονή, εκτός από το χοτζέτι που αναφέραμε παραπάνω, δεν υπάρχει. Το 1792 ξεκινά, με πρωτοβουλία του Νεόφυτου πάντα, η ανέγερση του νέου μεγάλου Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας στη θέση Αλώνια και παράλληλα η οργανωμένη μοναστική ζωή στο Βοΐο.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ

Σύμφωνα με την παράδοση η δημιουργία του νέου μεγάλου Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας οφείλεται σε ένα θαύμα:

Ένα βράδυ ο Νεόφυτος, καθισμένος μπροστά στο ναό της Γκρέζης, είδε σε όραμα κάποιον άνθρωπο να τον προστάζει να χτίσει μοναστήρι στο όνομα της Αγίας Τριάδας στη θέση Αλώνια. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, μα το όραμα επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ, ώσπου μια μέρα κατέβηκε στο μοναστήρι ο κλεφταρματωλός Κοντοδήμος, που λημέριαζε με τα παλικάρια του στην περιοχή. Όταν άκουσε για το όραμα του Νεόφυτου ομολόγησε πως κι ο ίδιος εδώ και λίγο καιρό έβλεπε από το καραούλι του μια ουράνια λάμψη να βγαίνει από ένα δένδρο που βρισκόταν εκεί κοντά. Μαζί με το Νεόφυτο πήγαν στο δένδρο και στην κουφάλα του βρήκαν την εικόνα της Αγίας Τριάδας. Τότε ο Νεόφυτος πείστηκε για τη θεϊκή προέλευση του οράματος του και υποσχέθηκε να χτίσει μοναστήρι, προς τιμήν της Αγίας Τριάδας, στο μέρος που είχε υποδειχθεί στο όραμα του, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το παλιομονάστηρο της Γκρέζης, στη θέση Αλώνια.

Η παράδοση αυτή σώζεται με διάφορες παραλλαγές. Μια από αυτές διηγείται πως μετά την ανέγερση του νέου Μοναστηριού οι μοναχοί επιχείρησαν πολλές φορές να μεταφέρουν την εικόνα από το δένδρο όπου βρέθηκε, στο ναό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Γιατί, ενώ κάθε μέρα την τοποθετούσαν στο ναό και το βράδυ διπλοκλείδωναν όλες τις πόρτες, το πρωί η εικόνα βρισκόταν πάλι μέσα στον κορμό του δένδρου. Έτσι αποφασίστηκε να μείνει οριστικά εκεί. Φράχτηκε με τζάμι το κοίλωμα και το δένδρο μεταβλήθηκε σε προσκυνητάρι. Το δένδρο αυτό κάηκε το 1904 από απροσεξία κάποιων γυναικών που άναψαν κεριά, μα η εικόνα σώθηκε και μεταφέρθηκε στο ναό, όπου και παρέμεινε οριστικά.

Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Αγίας Τριάδας, που έδωσε και το όνομα της στο νέο μοναστήρι, προερχόταν από κάποιο ομώνυμο μοναστήρι, που βρισκόταν κατά τους βυζαντινούς χρόνους στην περιοχή του χωριού Πελεκάνος και που καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την πρώτη εποχή της Τουρκοκρατίας. Τότε η εικόνα του μοναστηριού, άγνωστο με ποιο τρόπο, κατέφυγε στην περιοχή του Βυθού, κοντά στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, όπου και παρέμεινε κρυμμένη μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα.

ΑΠΟ ΤΟ 1792 ΕΩΣ ΤΟ 1912

Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ

Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ

Οι εργασίες για την ανέγερση του νέου, μεγάλου μοναστηριού της Αγίας Τριάδας ξεκίνησαν το Μάρτιο του 1792 και ολοκληρώθηκαν 10 χρόνια αργότερα, το 1802, με την ολοκλήρωση του μεγαλοπρεπούς ναού της Αγίας Τριάδας.

Μέχρι το Νοέμβριο του πρώτου χρόνου κατασκευάστηκαν οι εξωτερικοί τοίχοι και οι εσωτερικές διαιρέσεις, τα κελιά των μοναχών, χειμωνιάτικα στο ισόγειο και καλοκαιρινά στο πάνω πάτωμα, οι στάβλοι και το υπόγειο. Οι εργασίες διακόπηκαν το Νοέμβρη για να συνεχιστούν το Μάρτη του 1793 και μέχρι το Δεκαπενταύγουστο κατασκευάστηκαν τα «μουσαφιρικά», τα δωμάτια δηλαδή για τη φιλοξενία των προσκυνητών και των διαβατών και τα κτίσματα της εξωτερικής περιοχής.

Τα μαστοροχώρια ολόκληρης της Ανασελίτσας έστελναν τα «ισνάφια»7 τους για την κατασκευή του νέου μοναστηριού. Είκοσι χωριά βοήθησαν στην ανοικοδόμηση της Αγίας Τριάδας με χέρια, αλλά και χρήματα, αδιαφορώντας για τη σωματική κούραση και τους άλλους κινδύνους, που δεν ήταν λίγοι. Το κτίσιμο γινόταν χωρίς βιασύνη και «εκ περιτροπής» για κάθε χωριό. Τη μια βδομάδα δηλαδή έχτιζαν οι μάστοροι από το ένα χωριό, την άλλη από το δεύτερο κ.ο.κ. Στην αρχή τόσο οι μοναχοί, όσο και οι κάτοικοι των τριγύρω χωριών, προσπάθησαν να μην μάθουν τίποτα οι τοπικές τουρκικές αρχές. Όμως ένα τόσο μεγάλο έργο δεν ήταν δυνατό να κρατηθεί μυστικό για πολύ καιρό. Η αποκάλυψη του έδωσε στην τοπική τουρκική εξουσία μια καλή ευκαιρία για ρουσφέτια και δώρα από μεριάς των Ελλήνων, που προσπαθούσαν και ήθελαν να συνεχίσουν το έργο τους, παρά τις τουρκικές απειλές. Όλοι οι κάτοικοι της Ανασελίτσας προσέφεραν χρήματα και χέρια για τον ιερό αυτό σκοπό και τα ονόματα των δωρητών καταγραφόταν σε ειδικά κατάστιχα και μνημονεύονταν στις διάφορες ακολουθίες.

Οι εργασίες για την ανέγερση της οικοδομής περατώθηκαν το 1797 και τρία χρόνια αργότερα, το 1800, ξεκίνησε η ανέγερση του μεγαλοπρεπέστατου ναού της Αγίας Τριάδας. Πριν από την πυρκαγιά του 1924, που κατέστρεψε ανεπανόρθωτα τη δυτική πτέρυγα η μονή είχε 34 κελιά, 14 αποθήκες, 7 εξώστες, 2 στάβλους, σιταποθήκη και μαγειρεία. Έξω από τον περίβολο βρισκόταν ο αχυρώνας, οι ξυλαποθήκες και άλλα κτίσματα, που εξυπηρετούσαν διάφορες ανάγκες του Μοναστηριού. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν το νεκροταφείο για την ταφή των μοναχών και το παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων. Σαν κοιμητήριο των μοναχών ίσως να χρησιμοποιούνταν και το παλιομονάστηρο της Γκρέζης. Όπως παρατηρεί στο βιβλίο του για το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας ο Λάζαρος Παπαϊωάννου «…η όλη οικοδομή παρουσιάζει μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της ανασελιτσιώτικης λαϊκής οικοδομικής τέχνης. Οι σκάλες και το χαγιάτι, το ηγουμενείο και η αίθουσα υποδοχής, το μαγειρείο, το ιδιαίτερο δωμάτιο του μητροπολίτη, το υπόγειο και οι άλλοι βοηθητικοί του χώροι, οι πόρτες και τα παράθυρα, οι κάμαρες και οι μεσάντρες είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν ένα πολύ καλά δεμένο αρχιτεκτονικό και δομικό σύνολο»8.

Για όλες τις παραπάνω εργασίες λεπτομερή αναφορά κάνει στα γραπτά του κείμενα ο Νεόφυτος που άφησε γραπτά ενθυμήματα για την κάθε φάση ανέγερσης της μονής της Αγίας Τριάδας.

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

Ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται κτισμένος στο κέντρο της αυλής του Μοναστηριού, ανεγέρθηκε το 1800 με πρωτοβουλία του ηγούμενου Νεόφυτου από Πενταλοφίτες κτίστες με πρωτομάστορα το Γεώργιο Κούστα. Η εντοιχισμένη σε πλάκα επιγραφή στη βόρεια πλευρά του ναού αναφέρει:

ΕΚΤΗSΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΙΣ / ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ 1800

ΝΕΟΦΙΤΟΣ ΙΕΡΟΜΟ / ΝΑΧΟΣ ΙCΙΝΕΜΗ

ΑΔΕΛΦΥ ΠΤΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ / ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥSΑ

«Ο ναός», σημειώνει ο Λάζαρος Παπαϊωάννου, «είναι ρυθμού σταυροειδούς βασιλικής με τρεις τρούλους, ένα μεγαλύτερο στο κέντρο και δύο μικρότερους πάνω από το άγιο βήμα. Έχει οικοδομικά στοιχεία δανεισμένα και από το βυζαντινό παρελθόν και από τα πρότυπα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Είναι κτισμένος με ντόπια πελεκητή πέτρα και σκεπασμένος με σχιστόλιθους. Το δάπεδο είναι πλακόστρωτο με δύο μαρμάρινα ομφάλια γεωμετρικής μορφής κάτω από το δυτικό θόλο και τον τρούλο και μία τετράγωνη μαρμάρινη πλάκα με παράσταση το δικέφαλο αϊτό μπροστά στην ωραία πύλη. Οι διαστάσεις εξωτερικά είναι 18,50 επί 11,00 μ. περίπου. Ο ναός έχει δύο εισόδους. Μία κύρια από τα νότια και μία δευτερεύουσα από τα δυτικά. Τα παράθυρα, σε ακανόνιστες θέσεις τοποθετημένα, είναι και μικρά και λίγα αναλογικά με το μέγεθος του όγκου του ναού. Αυτό συνεπάγεται ο φωτισμός στον εσωτερικό χώρο να είναι άτονος, σε αντίθεση με τους τρούλους – ιδιαίτερα το μεγάλο – που φωτίζονται πολύ καλά από τα πολλά μονόλοβα παραθυράκια τους.

Ο κυρίως ναός χωρίζεται από το νάρθηκα – γυναικωνίτη με χοντρό πέτρινο τοίχο. Η επικοινωνία ανάμεσα στο γυναικωνίτη και τον κυρίως ναό γίνεται με μία ενδιάμεση πόρτα, ενώ δύο μεγάλα καφασωτά εξασφαλίζουν την οπτική επαφή. Από το γυναικωνίτη μια στενή και απότομη σκάλα οδηγεί στο θολωτό και σχεδόν σκοτεινό υπερώο, όπου βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Μόδεστου»9.

Ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Από τα ξυλόγλυπτα ξεχωρίζουν το τέμπλο και ο δεσποτικός θρόνος, ενώ οι τοιχογραφίες του ναού καλύπτουν με εκατοντάδες αγιογραφικά θέματα ολόκληρη την επιφάνεια των τοίχων, ακόμα και των ξύλινων δοκαριών που υποστηρίζουν τα θολωτά μέρη του ναού. Όλες οι τοιχογραφίες που σώζονται σε άριστη κατάσταση τοιχογραφήθηκαν από το Χιοναδίτη λαϊκό ζωγράφο Μιχαήλ στα 1802. Οι τοιχογραφίες της Αγίας Τριάδας είναι το τελευταίο έργο του Μιχαήλ. Μόλις τελείωσε την εργασία του στο Μοναστήρι, γέρος πια και κουρασμένος, έφυγε για να επιστρέψει στο χωριό του και να ζήσει όση ζωή του απέμενε. Δεν τα κατάφερε. Στο δρόμο αρρώστησε βαριά. Ξαναγύρισε στο Μοναστήρι, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή.

Στο ναό φυλάσσεται και η εικόνα που κατά την παράδοση βρέθηκε στην κοιλότητα του δένδρου και έδωσε το όνομά της στο Μοναστήρι. Είναι πολύ παλιά, δεν έχει χρονολογηθεί με ακρίβεια, αλλά οι ειδικοί την ανάγουν στο 14ο αιώνα.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΥΛΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

Κατά τον πρώτο αιώνα της λειτουργίας του το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς της δράσης του.

Μία από τις προτεραιότητες του Νεόφυτου ήταν η δημιουργία σχολείου για τους μοναχούς και τους κατοίκους και τα παιδιά των γύρω χωριών. Και στα δύο προηγούμενα παλιομονάστηρα λειτουργούσε, με τη φροντίδα των μοναχών, κρυφό σχολειό και από το 1782 ξεκίνησε πλέον φανερά η διδασκαλία με την έκδοση δύο μπουγιουρντιών =διαταγών του κατά τα χρόνια εκείνα πασά των Ιωαννίνων. Τα μπουγιουρτιά αυτά, γραμμένα στα ελληνικά, επέτρεπαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη μονή. Μετά την έκδοσή τους το σχολείο λειτουργεί πια χωρίς κανένα φόβο, μα η εκπαιδευτική δραστηριότητα του μοναστηριού δε σταματά εκεί. Κάποια χρόνια αργότερα, όταν απέκτησε οικονομική δύναμη, η μέριμνα του για τη μόρφωση των ελληνόπουλων επεκτάθηκε. Άρχισε να επιδοτεί τα ταμεία των σχολείων της περιοχής και κατά τον 19ο αιώνα χορηγούσε υποτροφίες σε νέους για να φοιτήσουν στο ιστορικό γυμνάσιο Τσοτυλίου, απ’ όπου αποφοίτησαν σπουδαίες πνευματικές μορφές της περιοχής.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων της ακμής του το μοναστήρι διατηρούσε και πλούσια βιβλιοθήκη. Είχε φιρμάνια και χρυσόβουλα, πολύτιμους κώδικες, εκκλησιαστικά και άλλα βιβλία γραμμένα σε περγαμηνή, διάφορα λεξικά και συγγράμματα απ’ όλους τους τομείς του επιστητού. Στο μοναστήρι βρέθηκε για προστασία και η πλούσια σε ιατρικά και ιστορικά βιβλία, βιβλιοθήκη του γιατρού Κόσμα Αγακίδη από το Βυθό. Ο Αγακίδης έστειλε τα βιβλία του στο μοναστήρι για να τα προστατέψει από τη μανία των Τούρκων. Όταν οι κατακτητές ήθελαν να τρομοκρατήσουν, ερχόταν και έψαχναν στο σπίτι του γιατρού, που όλοι οι συγχωριανοί του τον σεβόταν και τον άκουγαν, μήπως βρουν «επιλήψιμα έγγραφα». Τα «επιλήψιμα έγγραφα» που ζητούσαν δεν τα βρήκαν ποτέ και τα βιβλία του γιατρού δεν μπορούσαν να τα καταλάβουν. Κάθε τι άγνωστο ήταν για τους κατακτητές επικίνδυνο κι έπρεπε να καταστραφεί. Τέσσερις φορές είχαν ψάξει στο σπίτι του Αγακίδη. Τέσσερις φορές είχαν καταστρέψει τα πιο σπάνια και πιο πολύτιμα βιβλία του. Και για να μη του τα κάψουν ξανά ο γιατρός τα ‘στειλε για προστασία στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Η νύφη του, η Ντούλινα, τα πήγε φορτωμένη στους ώμους μέσα σε μία νύχτα.

Το περιστατικό αυτό, που πιθανώς συνέβη περί τα τέλη του 19ου αιώνα (δεδομένου του ότι ο γιατρός πέθανε το 1910), αναφέρεται σε κάποια επιστολή του Δημητρίου Αγακίδη από το Farchout της Αιγύπτου προς το δάσκαλο Χρίστο Γερ. Κατσίκα στο Βυθό, εγγονό του γιατρού, με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 1928, όπου ο αποστολέας μεταξύ των άλλων αναφέρει το γεγονός της μεταφοράς των βιβλίων, περιστατικό που φανερώνει την εμπιστοσύνη των κατοίκων απέναντι στην ιερά μονή.

Πολλά από τα βιβλία του μοναστηριού καταστράφηκαν κατά τις διάφορες λεηλασίες που υπέστη το μοναστήρι, δυστυχώς όχι μόνο από αλλόθρησκους και ξένους κατακτητές και άλλα, σύμφωνα με κάποια συνήθεια της μονής, δωρίζονταν σε διάφορους απεσταλμένους του Δεσπότη, οι οποίοι μπορούσαν να πάρουν φεύγοντας βιβλία της αρεσκείας τους. Μερικά σώζονταν και πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα περισσότερα χάθηκαν, καθώς με την κατάργηση της μονής το 1932, τα βιβλία παρέμειναν στο εγκαταλειμμένο κτίριο, έρμαια της υγρασίας, των τρωκτικών και των ανθρώπινων αρπαγών. Τα λίγα που υπάρχουν σήμερα τα διαφύλαξε κυρίως η άγνοια. Οι άνθρωποι δεν τα άρπαξαν, γιατί τα έβλεπαν παλιά και δυσανάγνωστα.

Μεγάλη ήταν η περιουσία του μοναστηριού και σε ζώα και κτήματα. Διατηρούσε μεγάλα κοπάδια από μουλάρια, άλογα, βόδια και γιδοπρόβατα. Η παράδοση αναφέρει πως τα βακούφικα πρόβατα, τα πρόβατα δηλ. που άνηκαν στο μοναστήρι είχαν κόκκινη προβιά κι έλαμπαν από μακριά. Ο μεγάλος αριθμός των ζώων εξηγεί και το μεγάλο αριθμό του υπαλληλικού και υπηρετικού προσωπικού που απασχολούσε η μονή. Μοναχοί, αλλά και λαϊκοί, τσοπαναραίοι, γελαδάρηδες, βαλμάδες (=οδηγοί αλόγων) και άλλοι φρόντιζαν για όλες τις εργασίες της μονής. Όσο για τα κτήματα, εκτός από τις διάφορες εκτάσεις με καστανιές και άλλα δένδρα, που διατηρούσε το μοναστήρι στην γύρω περιοχή και προέρχονταν κυρίως από δωρεές κατοίκων του Βυθού, είχε αμπέλια και χωράφια στον Τίρναβο, στην Αράχοβα, στη Λιβαδειά, στα Γρεβενά και αλλού. Είχε ακόμα έσοδα από κάστανα, από ξυλεία, από αρωματικό τσάι και σαλέπι.

Αλλά και οι κάτοικοι της γύρω περιοχής πρόσφεραν στο μοναστήρι. Όπως αναφέρει σε χειρόγραφο κείμενο του 1923 ο δάσκαλος Χρίστος Γερ. Κατσίκας:

«Εις την επαρχίαν της Ανασελίτσης και εις τμήματα τινά της Επαρχίας Καστορίας (Βουλγάρ – Κολ) και Γρεβενών (Τσουρχλ – Κολ) έχει καθιερωθεί, όπως εκάστη γεωργ. οικογένεια συνεισφέρει εις ετησίαν συνδρομήν εν ταγάριον σίτου, όπερ έκτοτε χορηγείται εις ταξιδιώτας του Μοναστηρίου και εκτός του σίτου πολλάκις συνεισφέρουσι και άλλα αφιερώματα, τα οποία οι καλόγηροι τα ιδιοποιούνται διότι η Μονή δεν τρώγει χρήματα, ούτε και φλωριά και χρυσαφικά. Συνεισφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπον σίτος περί τα 400 – 500 κοιλά δηλ. περί τας 9 – 11 χιλ. οκάδες. Εις τα πέριξ δε χωρία έχει καθιερωθεί ίνα η εικών της Αγίας Τριάδος περιφέρεται μετά πομπής συνοδευομένη υπό του Ηγουμένου (βραδύτερον δε υπό οιουδήποτε ιερομονάχου) και συλλέγη ούτως προαιρετικάς συνδρομάς δι’ αγιασμών τελουμένων μετά της ιεράς και Αγίας εικόνος υπό του Ηγουμένου εις εκάστην οικίαν. Αι συνδρομαί εδώ είναι χρηματικαί διότι τα χωριά δεν είναι γεωργικά, όπως εις άλλα μέρη. Συνεισφέρονται ούτως σε Ζουπανίου περί τας 800 δραχμάς, εκ Ντόλου περί τας 400, εκ Κωνσταντσίκου περί τας 500 εκ λυμπόχοβου περί τας 300 εκτός άλλων αφιερωμάτων».

Το μοναστήρι είχε συστήσει και μετόχια στη Μικροβινίτσα Γρεβενών, στην Τσαρίτσανη Ελασσόνας και στη Δράκεια του Βόλου. Και τα τρία αυτά μετόχια υπήρχαν πριν το 1923.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Το άβατο του δάσους του Βοΐου και το δύσβατο βουνό σπάνια επέτρεψαν στον οποιοδήποτε κατακτητή να το εξερευνήσει και να καυχηθεί την κατάκτηση του. Το βουνό ήταν πάντα των Ελλήνων και η πλούσια βλάστηση έκρυβε καλά όποιον της το ζητούσε, όπως έκρυψε και προστάτεψε και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας και μαζί του τους αγωνιστές της ελληνικής ανεξαρτησίας, που κατέφευγαν σ’ αυτό από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του. Όταν ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας το μοναστήρι δεν μπορούσε να απέχει από τη μεγαλειώδη αυτή προσπάθεια των Ελλήνων και προσέφερε κάθε υλική και ηθική βοήθεια στους αγωνιστές με χρήματα, προτρεπτικά λόγια, αλλά και ελληνορθόδοξο αίμα.

Ο μοναχός Διονύσιος Αγακίδης, από την οικογένεια των Αγακιδέων του Βυθού, δρα στην περιοχή λίγο πριν το 1821 και ντυμένος τα ράσα ξεσηκώνει τους κατοίκους και προετοιμάζει το έδαφος για τη μεγάλη Επανάσταση. Ο Διονύσιος, το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Δημήτριος, ασπάστηκε το μοναχισμό μετά τη δολοφονία της συζύγου και των παιδιών του από τον Αλή πασά. Ο ίδιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρία από το 1815 και την άνοιξη του 1821, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, βρισκόταν στην Ελασσόνα. Εκεί συνελήφθη από τους Τούρκους και ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, απαγχονίστηκε. Ο αδερφός του χάρισε τότε όλη την περιουσία του Διονυσίου στο μοναστήρι κι έκανε ιερέα το γιο του και ανιψιό του Διονύσιου Κωνσταντίνο.

Την ίδια εποχή και λίγο νωρίτερα έδρασε στην περιοχή ο καπετάν Κοντοδήμος. Η παράδοση τον αναφέρει και νωρίτερα κατά την ανέγερση του μεγάλου μοναστηριού της Αγίας Τριάδας, όταν μαζί με το Νεόφυτο ανακάλυψαν την εικόνα της Αγίας Τριάδας στην κουφάλα του δέντρου που έλαμπε. Ο Κοντοδήμος είχε το λημέρι του κοντά στο μοναστήρι και ενεργούσε πάντα με τις οδηγίες και τις ευλογίες των μοναχών. Ο ελληνικός λαός έχει τραγουδήσει γι’ αυτόν:

Στις δεκαπέντε του Μαγιού, στις είκοσ’ απ’ το μήνα,

παναηράκι γίνονταν ψηλά στην Άι – Τριάδα.

Σαράντα δίπλες ο χορός κι εξήντα δυο τραπέζια

κι ο Κοντοδήμος φώναξε ‘πο μια ψηλά ραχούλα.

Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε

τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος τον ξέρει,

για ζούμε, για πεθάνουμε, για σ’ άλλον κόσμο πάμε.

Σε κάθε ξεσηκωμό το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας υπήρξε μόνιμος χορηγός βοήθειας υπέρ των Ελλήνων και φιλοξένησε στα κελιά του αγωνιστές, αλλά και όπλα και πολεμοφόδια για τις ανάγκες του αγώνα. Κατά το κίνημα του 1854 οι μοναχοί φρόντιζαν για τη συγκρότηση ενόπλων τμημάτων από ντόπιους αγωνιστές και την ένταξη τους στο σώμα του Θεόδωρου Ζιάκα και στην επανάσταση του 1878 τα κελιά και οι αποθήκες του μοναστηριού διατέθηκαν για τις ανάγκες του αγώνα.

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η προσφορά του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας κατά τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908). Ηγούμενος της μονής κατά την περίοδο εκείνη ήταν ο ιερομόναχος και δάσκαλος Σεραφείμ Χονδροκώστας, ένας από τους χαρισματικότερους ηγέτες της. Στα χρόνια της ηγουμενίας του η μονή βρέθηκε στη μεγαλύτερη ακμή της.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα το μοναστήρι με πρωτοβουλία του Σεραφείμ και τη συνεργασία όλων των μοναχών και όλων των κατοίκων του Βυθού και των άλλων χωριών της περιοχής φιλοξενούσε και κατεύθυνε μέσα από το δάσος τα αντάρτικα σώματα. Οι πολλές και ασφαλείς κρύπτες του προστάτευσαν και έσωσαν εκατοντάδες αγωνιστές, ενώ και σ’ αυτήν την δοκιμασία του μακεδονικού λαού η μονή πρόσφερε υλικά και ηθικά, παρά τις απειλές και τις πιέσεις, ακόμα και τα αντίποινα που δεχόταν, όταν η τοπική τουρκική εξουσία αντιλαμβανόταν ότι κάτι συνέβαινε.

Στο δύσκολο και επίφοβο αυτό έργο βοήθησαν και οι κάτοικοι του γειτονικού Βυθού, όπως ο καθένας μπορούσε. Το χωριό προμήθευε τους Μακεδονομάχους με είδη ρουχισμού και τρόφιμα και εξασφάλιζε έμπιστους αγγελιοφόρους για την επικοινωνία μεταξύ των αντάρτικων ομάδων. Ακόμα και τα παιδιά βοηθούσαν, αφού με το πρόσχημα του παιχνιδιού στο δάσος, μετέφεραν τρόφιμα στους αντάρτες. Όταν κατέλυσε πάνω από το χωριό το πολυάριθμο σώμα του καπετάν Ζιάκα γυναίκες του χωριού με πρωτοβουλία της Μαρίας Γιαννάκηνα-Γκιούρη ζύμωσαν μέσα σε μία νύχτα 3-4 φούρνους ψωμί και τα προώθησαν την επομένη στη θέση του καταυλισμού με άλλες γυναίκες, που πήγαιναν τάχα να φέρουν ξύλα από το δάσος και μικρά παιδιά. Η ίδια πάλι με άλλες τρεις γυναίκες πήγαν μέσα στη νύχτα στη θέση Παλιοκριμίνι, τρεις ώρες απόσταση από το Βυθό και εξαφάνισαν κάθε ίχνος που είχε απομείνει από την πρόσφατη εκεί κατασκήνωση αντάρτικου σώματος. Γνώριζαν ότι από εκεί θα περνούσε τουρκικός στρατός και δεν έπρεπε να καταλάβει ότι κάποιος είχε περάσει από εκεί. Οι κάτοικοι είχαν διαβεβαιώσει τους Τούρκους ότι δεν είχαν εμφανιστεί αντάρτες στην περιοχή.

Από το Βυθό και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας πέρασαν και εξυπηρετήθηκαν με κάθε τρόπο οι οπλαρχηγοί Καπετάν Ζιάκας (αξιωματικός Γρηγόριος Φαληρέας), ο Καπετάν Λίτσας (αξιωματικός Αντώνιος Βλαχάκης), ο Καπετάν Μάλλιος, ο Καπετάν Λούκας Κόκκινος, ο Καπετάν Αρκούδας και πλήθος άλλων οπλαρχηγών και στρατιωτών. Ακόμη δεν πρέπει να ξεχαστεί ο Καπετάν Βάρδας (αξιωματικός Γεώργιος Τσόντος), που ανέλαβε μετά το θάνατο του Παύλου Μελά την Γενική Αρχηγία των Ελληνικών Σωμάτων στη Μακεδονία. Εκείνοι που τα ονόματα τους δεν τα μάθαμε ποτέ και δεν μνημονεύονται από κανέναν, είναι απείρως περισσότεροι.

Από την περιοχή πέρασε και ο μεγάλος Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς κατά το τελευταίο ταξίδι του στη Μακεδονία το 1904. Όπως καταγράφει ο Χρίστος Γερ. Κατσίκας στο άρθρο του Ο Βυθός και η μονή Αγίας Τριάδας εις τον Μακεδονικόν Αγώναν (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ, τεύχος 65, Οκτώβριος 1971) ο Παύλος Μελάς ερχόμενος με το σώμα του από τη Σαμαρίνα τη νύχτα της 4ης προς 5ης Σεπτεμβρίου 1904 συνάντησε στη θέση Παππού Πηγάδι στα σύνορα Βυθού-Πενταλόφου τη Μαρία Γιαννάκηνα-Γκιούρη, η οποία του έδωσε συστάσεις και κατευθύνσεις πώς και πού θα προχωρήσει και λίγο παρακάτω συνάντησε τον Στέργιο Καμπερογιάννη, έναν εκ των προυχόντων του χωριού και μέλος της επιτροπής του Αγώνα, ο οποίος του έδωσε ως οδηγό τον συγχωριανό του Κώτσιο Δημουσιάρη. Αυτός, μαζί με τον επίσης Βυθινό βοσκό Νικόλαο Γυφτάκο οδήγησε με ασφάλεια τον Παύλο Μελά και το σώμα του από διάφορα ασφαλή μοποπάτια και μυστικές διελεύσεις στο χωριό Ζιάντσικο, τη σημερινή Ζώνη. Τα τελευταία τα διηγήθηκε στο Χρίστο Γερ. Κατσίκα ο ίδιος ο Κώτσιος Δημουσιάρης λίγα χρόνια πριν το θάνατό του. Εκτός των ομάδων περιφρούρησης στο χωριό και στην περιοχή, είχαν καταταγεί σε διάφορες ομάδες και πήραν μέρος σε πολλές μάχες οι Βυθινοί Απόστολος Αγακίδης, Θωμάς Χαρίζης και Στέργιος Τσιούμας. Ο πρώτος, γιος του Βυθινού ιατροφιλοσόφου Κοσμά Αγακίδη, πέθανε από φυματίωση στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1912, πέντε μόλις μήνες πριν ελευθερωθεί η Μακεδονία σε ηλικία μόλις 30 ετών, ο δεύτερος πέθανε στην Ταγκανίκα της Αφρικής μετά το 1930 και ο τρίτος στο Βυθό την 27η Ιουνίου 1966.

Τον Οκτώβριο του 1912 η Ανασελίτσα ελευθερώνεται για να αποτελέσει κομμάτι της νέας Ελλάδας. Μετά από πέντε αιώνες σκλαβιάς και δεινών οι Έλληνες αυτής της απόκρημνης γωνιάς της πατρίδας μας αποκτούν το μεγαλύτερο αγαθό. Την ελευθερία που ονειρεύτηκαν και ζωγράφισαν με το αίμα τους. Με την ένταξη της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος μια νέα εποχή ξεκινά για τα χωριά του Βοΐου και για το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας.

Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ & Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΩΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ (1912-1932)

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους τον Οκτώβριο του 1912 και την ενσωμάτωση της στο νέο ελληνικό κράτος διάφορα ατυχή περιστατικά, κατά τις δύο δεκαετίες του Μεσοπολέμου, καθόρισαν αποφασιστικά την πορεία του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας.

Το 1921 σκοτώνεται σε κυνηγετικό ατύχημα ο ιερομόναχος Κύριλλος, γνωστός στα χωριά της περιοχής σαν παπα-Κύρλας, ένας δραστήριος άνθρωπος, στενός συνεργάτης και βοηθός του ηγουμένου Σεραφείμ και τρία χρόνια αργότερα, το 1924, πυρκαγιά που ξέσπασε από άγνωστη αιτία αποτεφρώνει ολοσχερώς τη δυτική πτέρυγα της οικοδομής, χωρίς ευτυχώς να επεκταθεί και στο ναό, καταστρέφοντας όμως εκτός από το κτίριο και πολλά πολύτιμα αντικείμενα.

Το 1928 πεθαίνει ο ηγούμενος Σεραφείμ, ο τελευταίος δυναμικός ηγούμενος των χρόνων εκείνων. Μετά το θάνατο του δεν υπήρξε κανείς άξιος και δυναμικός, όπως εκείνος, διάδοχος που θα μπορούσε να συνεχίσει την λαμπρή πορεία του και να διατηρήσει το μοναστήρι στην ίδια παλιά του αίγλη. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1932, η Μονή καταργείται, αφού σύμφωνα με νόμο της εποχής τα μοναστήρια που δεν είχαν περισσότερους από πέντε μοναχούς καταργούνται και γίνονται μετόχια ενός μοναστηριού, που παρέμενε στην κάθε μητρόπολη. Με τον ίδιο νόμο καταργήθηκαν και άλλα εννέα μοναστήρια της εκκλησιαστικής επαρχίας Σισανίου & Σιατίστης κι έγιναν όλα μετόχια της Ιερής Μονής της Παναγίας Μικροκάστρου, του μοναδικού μοναστηριού που συνέχισε να λειτουργεί στην επαρχία, παρά τις αντιρρήσεις και τις διαμαρτυρίες των κατοίκων που δε μπορούσαν να φανταστούν, ούτε και να δεχτούν τη λήξη λειτουργίας του μοναστηριού τους. Η κινητή περιουσία μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Μικροκάστρου, η περιουσία του σε ζώα και ακίνητα περιήλθε στον Οργανισμό Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας και εκποιήθηκε και τα εναπομείναντα κτήματα παραχωρήθηκαν στο κράτος για την αποκατάσταση ακτημόνων.

Το μοναστήρι ερημώθηκε και ξεχάστηκε από το επίσημο ελληνικό κράτος κι αφέθηκε στη μοίρα του, στους άγριους χειμώνες και στα δροσερά καλοκαίρια του Βοΐου, δίπλα σε μια φύση που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι πιο δυνατή από τον άνθρωπο και τα δημιουργήματα του.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ’40 ΚΑΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του 1940 βρήκε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο από τους ανθρώπους, με τους θησαυρούς και τα πολύτιμα κειμήλιά του φυλαγμένα στο μοναδικό εν λειτουργία μοναστήρι της επαρχίας, στο μοναστήρι της Παναγίας του Μικροκάστρου.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου το κακό ολοκληρώθηκε. Πολλά από τα έρημα πλέον κτίρια του μοναστηριού κατέρρευσαν και μία τοιχογραφία της Πλατυτέρας στο Άγιο Βήμα καταστράφηκε σ’ ένα μεγάλο τμήμα της από τα νερά της βροχής, που εισχώρησαν στον ιερό ναό. Ευτυχώς ήταν η μόνη τοιχογραφία που υπέστη φθορές, προκαλεί όμως θλίψη το γεγονός πως ό,τι δεν κατάφεραν οι δύο αιώνες ζωής του μοναστηριού και οι κάθε λογής επιδρομείς το κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια η αδιαφορία και η εγκατάλειψη του επίσημου κράτους.

Την ίδια ώρα στα βουνά της Αλβανίας οι Έλληνες αγωνιζόταν για να διατηρήσουν την περιπόθητη ελευθερία, που απειλούνταν τώρα από ένα νέο δυνάστη που ερχόταν αυτή τη φορά από τη Δύση.

Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου το χειμώνα 1940-1941 τα χωριά του Βοΐου, όπως και όλες οι παραμεθόριες με την Αλβανία περιοχές, προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στον αγώνα του ελληνικού λαού. Από κάθε χωριό, όπως οι παλιοί διηγούνται, ξεκινούσαν ομάδες γυναικών με τον παπά και το δάσκαλο μπροστά, όπου είχαν απομείνει παπάδες και δάσκαλοι κι ανέβαζαν πολεμοφόδια και τρόφιμα πιο ψηλά, εκεί που άλλες γυναίκες τα παραλάμβαναν για να τα παραδώσουν στους Έλληνες στρατιώτες και να γυρίσουν πίσω με τους νεκρούς και τους τραυματίες στους ώμους. Προς τιμήν αυτών των ανωνύμων ηρώων του πολέμου έχει στηθεί στον Πεντάλοφο το μνημείο της Γυναίκας της Πίνδου, ελάχιστη τιμή της Ελλάδας στο λαό της.

Ιταλοί ή Γερμανοί κατακτητές δεν πάτησαν ποτέ στα χώματα του μοναστηριού. Οι δυνάμεις του Χίτλερ αρκέστηκαν μόνο κατά την υποχώρηση τους το καλοκαίρι του 1944 να πυρπολήσουν τα χωριά σκορπίζοντας τους κατοίκους στα βουνά, το μόνιμο καταφύγιο τους.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, τα κτίρια του μοναστηριού χρησιμοποιούνταν από τους αντάρτες σα φυλακή όσων συνελάμβαναν από τη γύρω περιοχή. Ενθύμημα αυτής της αδελφοκτόνας περιόδου είναι τα χιλιάδες ονόματα που είναι χαραγμένα στους τοίχους του ιερού ναού από τους διάφορους κατά καιρούς φυλακισμένους.

Όλοι όσοι έζησαν εκείνη την εποχή, αλλά και οι μεταγενέστεροι ξέρουν πως ο Εμφύλιος Πόλεμος άνοιξε στο Βόιο πολύ περισσότερες πληγές απ’ ότι η ξένη κατοχή. Άνθρωποι καταστράφηκαν και χωριά ολόκληρα ξεριζώθηκαν σ’ έναν αναίτιο, αλλά και «αιτιατό» αδελφοκτόνο πόλεμο ανάμεσα σε Έλληνες σε μία χώρα που προσπαθούσε με κόπο να μαζέψει ό,τι της είχε απομείνει μετά από τέσσερα χρόνια ξένης και βάναυσης κατοχής.

Η ΕΠΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ

Την κατάργηση του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας το 1932 την επέβαλε ο νόμος. Οι άνθρωποι όμως, που το αγαπούσαν και οι απανταχού Βοϊώτες, δεν τη δέχτηκαν ποτέ. Μόνιμο αίτημα τους από την πρώτη στιγμή της κατάργησης του ήταν η επαναλειτουργία του και όταν έμαθαν, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, τις ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Σισανίου & Σιατίστης Ιακώβου και τις προσπάθειές του για την επανασύσταση και επαναλειτουργία του μοναστηριού τους βρέθηκαν όλοι στο πλευρό του. Με τη βοήθεια όλων και με αλλεπάλληλα υπομνήματα προς την Ιερά Σύνοδο και το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων ο μακαριστός Ιάκωβος πέτυχε στις 30 Οκτωβρίου 1952 την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος που ορίζει: «Ανασυνιστώμεν την ανδρώαν Ιεράν Μονήν Αγίας Τριάδος Πενταλόφου της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου & Σιατίστης άνευ επιβαρύνσεως του Ο.Δ.Ε.Π.».

Το γεγονός έδωσε χαρά, ανακούφιση και ικανοποίηση στους κατοίκους των χωριών του Βοΐου, αλλά και ολόκληρου του νομού Κοζάνης. Το μοναστήρι τους, ένα κομμάτι της ζωής και της ιστορίας όλων, θα λειτουργούσε ξανά μετά από 20 χρόνια σιωπής και ερήμωσης. Στις 28 Ιουνίου του 1953 πραγματοποιήθηκε η πρώτη, μετά την επανασύσταση, μεγάλη, πανηγυρική λειτουργία την οποία παρακολούθησαν περισσότερα από 1000 άτομα. Αυτή που τόσο ζωντανά περιγράφει ο Γιάννης Ζήρας στην εφημερίδα ΤΟ ΦΩΣ της Θεσσαλονίκης της 12ης Ιουλίου 1953. Το μοναστήρι τους θα λειτουργούσε ξανά με τη βοήθεια του Θεού και των ανθρώπων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Έχοντας συμπληρώσει πλέον δύο αιώνες ζωής και δράσης το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Βυθό του Βοΐου συνεχίζει σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, την ιστορική του πορεία. Μια πορεία που είναι πλέον περισσότερο μοναχική και σιωπηλή, απ’ όσο ποτέ άλλοτε. Μοναδικός του φύλακας εδώ και πενήντα χρόνια είναι ο ηγούμενος αρχιμανδρίτης πατέρας Σεραφείμ Μαραγκίδης, που ζει εκεί από τα πρώτα χρόνια της επανασύστασης του μοναστηριού. Σε μία ένδειξη τιμής και αναγνώρισης της ανιδιοτελούς προσφοράς του η Κοινότητα Πενταλόφου σε συνεργασία με τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Βυθού, μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, στις 8 Νοεμβρίου 2010, τίμησαν τον Ηγούμενο Σεραφείμ για τη μακροχρόνια προσφορά του στο Μοναστήρι και την ασίγαστη δράση του για τη διαφύλαξη της Αγίας Τριάδας με την απονομή τιμητικής πλακέτας από τον τέως πρόεδρο της Κοινότητας Πενταλόφου κο Γεώργιο Καρούτα.

Ο πατέρας Σεραφείμ εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας το 1957 σε ηλικία 19 ετών και από το 1960, μετά την αποχώρηση του Ηγούμενου Γεδεών, απέμεινε εκεί μόνος με τη συντροφιά της μητέρας του Βαρβάρας, που έφυγε από τη ζωή το 2002 και αναπαύεται σήμερα στα ιερά χώματα του μοναστηριού.

Οι οικονομικές και άλλες δυσκολίες όλα αυτά τα χρόνια ήταν και είναι ακόμα πολλές. Ο αυτοκινητόδρομος έφθασε στη Μονή το 1983 και μόλις πρόσφατα ασφαλτοστρώθηκε. Μέχρι τότε ο πατέρας Σεραφείμ γύριζε στα γύρω χωριά με τ’ άλογο του με την εικόνα της Αγίας Τριάδας για να την προσκυνήσουν οι πιστοί και να πάρουν την ευλογία της. Σήμερα πλέον ανθεί ο θρησκευτικός τουρισμός και η ευαισθητοποίηση του κόσμου μεγαλώνει. Με τις προσφορές, τις δωρεές και τις συνδρομές απλών πιστών ξεκίνησαν οι αναγκαίες εργασίες για να κρατηθεί ζωντανό το Μοναστήρι. Οι εργασίες αυτές συμπεριλάμβαναν τα τοιχία στήριξης -σκεπές της εκκλησίας και των κελιών, την ανανέωση εξοπλισμού των δωματίων, τη συντήρηση και τον καθαρισμό των τοιχογραφιών, τη διαμόρφωση του εξωτερικού προαύλιου χώρου, τη συντήρηση-αναστήλωση του Παλιομονάστηρου και πολλά άλλα.

Ο ρόλος του πατέρα Σεραφείμ, του μοναδικού ενοίκου του μοναστηριού, υπήρξε πάντοτε πρωταγωνιστικός, καθοριστικός και ουσιαστικός και γι’ αυτό τον λόγο κέρδισε τον σεβασμό και την αγάπη όχι μόνο των κατοίκων των κοντινών χωριών, αλλά και όλων των επισκεπτών της μονής. «Δεν μετάνιωσα ποτέ για την επιλογή μου», είπε κάποτε ο πατέρας Σεραφείμ, «παρόλο που οι δυσκολίες ήταν πολλές». Η δική του τεράστια αγάπη για τον προσωπικό του παράδεισο, όπως χαρακτηρίζει την ιερά μονή και η αγάπη των απλών ανθρώπων είναι εκείνοπου κράτησε ζωντανό το μοναστήρι στους δύο αιώνες της παρουσίας του στις κορυφές του Βοΐου. Η Αγία Τριάδα είναι για όλους τους Βοϊώτες, σε όποιο μέρος του κόσμου και αν βρίσκονται, το «μοναστήρι τους» και η φροντίδα της είναι δικό τους, αναφαίρετο δικαίωμα και καθήκον. Κομμάτι και σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας των χωριών τους και κατ’ επέκταση της δικής τους, προσωπικής ιστορίας. Η πνευματική τους κληρονομιά που διδάχτηκαν να κουβαλούν και να προστατεύουν και στους υπόλοιπους αιώνες, όπως τους προστάτεψε και τους βοήθησε η Αγία Τριάδα στα διακόσια χρόνια της παρουσίας της.

Κοζάνη, Ιούνιος 2014


Βίντεο - Φωτογραφίες:

Διονύσης Μπόσιακας 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξάνδρου Κων. Αδαμίδη. Ο Μακεδονικός Αγώνας στα Καστανοχώρια.

Θεσσαλονίκη : 1976.

Του ιδίου. Παλιοχώρια Βοΐου Κοζάνης.

Θεσσαλονίκη : 1990.

Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλη. Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας.

Εκδ: Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη : 1954.

Γνωριμία με τον νομόν Κοζάνης.

Έκδοσις Νομαρχίας Κοζάνης. Θεσσαλονίκη : 1970.

Αναστ. Ν. Δάρδα. Τα μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου & Σιατίστης.

Μακεδονική Βιβλιοθήκη.

Δημοσιεύματα της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη : 1993.

ΕΛΛΑΣ. Η ιστορία & ο πολιτισμός του ελληνικού έθνους από τις απαρχές μέχρι σήμερα.

Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ. Αθήνα : 1997.

Γιάννη Ζήρα. Το ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας Βυθού. ΤΟ ΦΩΣ, 12 Ιουλίου 1953.
Ιστορία του ελληνικού έθνους.

Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. Αθήνα : 1974.

Χρίστου Κατσίκα. Βυθός. Λεύκωμα Ν. Κοζάνης.

ΒΟΡΕΙΟΣ ΕΛΛΑΣ. Κοζάνη : 1930.

Του ιδίου. Ο Βυθός και η μονή Αγίας Τριάδας εις τον Μακεδονικόν Αγώναν. ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ, τεύχος 65, Οκτώβριος 1971.
Κωνσταντίνου Κοκόλη. Βοϊώτικα ισνάφια μαστόρων. Ο ΧΡΟΝΟΣ, αρ.φ. 2002, 1/9/1996, σελ. 2.
Αριστ. Χρ. Κωστοπούλου. Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους.

Σύνδεσμος Γραμμάτων & Τεχνών νομού Κοζάνης. Θεσσαλονίκη : 1970.

Παναγ. Ν. Λιούφη δ.φ. Ιστορία της Κοζάνης.

Τύποις Ιωαν. Βαρτσου. Αθήνα : 1924.

Ιωακείμ Μαρτινιανού Μητροπολίτου Ξάνθης. Η Μοσχόπολις 1330 – 1930.

Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη : 1957.

Λαζάρου Αθ. Παπαϊωάννου. Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Βυθό Κοζάνης.

Θεσσαλονίκη : 1982.

Μιχ. Παπακωνσταντίνου. Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία-Ιστορία της Κοζάνης (1400-1912).

Εκδόσεις Εστία. Αθήνα : 1992.

Κων. Τσιτσελίκη. Ο θρύλος της Καλογρήτσας. Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας -1934.

ΒΟΡΕΙΟΣ ΕΛΛΑΣ. Κοζάνη : 1934.

ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ.Εγκυκλοπαίδεια.

Αθήνα : 1990.

Μαρτυρίες από ανέκδοτες μελέτες του Χρίστου Γερ. Κατσίκα (1897-1984) και του Κοσμά Αγακίδη (1838-1910).

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Λάζαρος Παπαϊωάννου, δάσκαλος, ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας, συγγραφέας του βιβλίου: Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Βυθό Κοζάνης.

Κοζάνη: Μάρτιος 1997

Δρ. Αναστάσιος Δάρδας, διδάκτωρ θεολογίας του Α.Π.Θ., συγγραφέας, συγγραφέας του βιβλίου: Τα μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου & Σιατίστης.

Κοζάνη: Μάρτιος 1997

1 Μάχη του Κοσσυφοπεδίου (28 Ιουνίου 1389): μάχη ανάμεσα στα στρατεύματα του Σέρβου ηγεμόνα Λάζαρ Γαβριλόνοβιτς και τις τουρκικές δυνάμεις του Μουράτ Α΄. Η μάχη έληξε με την τουρκική νίκη, που επέφερε την κατάρρευση της Σερβίας και την ολοκλήρωση της περικύκλωσης της ετοιμόρροπης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που είχε πλέον περιοριστεί σ’ ένα μικρό μόνο τμήμα στις δυτικές ακτές του Εύξεινου πόντου, γύρω από την Κωνσταντινούπολη (ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τόμος 35, σελ. 274).

2 «Κατά τους χρόνους τούτους στίφη Ιλλυριών και Αλβανών περιέτρεχον την Ήπειρον, Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν· ου σμικρόν δε κίνδυνον εδοκίμασε και η κωμόπολις λεηλατηθείσα επί διήμερον. Κατά ταύτην την επιδομήν εσυλήθη και ο ναός του Αγ. Αθανασίου και επυρπολήθη· Λεπτομερείας της επιδρομής ταύτης δεν γνωρίζομεν άλλας». (Παναγ. Ν. Λιούφη. Ιστορία της Κοζάνης, σελ. 44).

3 Λαζ. Αθ. Παπαϊωάννου. Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Βυθό Κοζάνης, σελ. 41-42 και Αριστ. Χρ. Κωστοπούλου. Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους, σελ. 38.

4 Οι σιπαχήδες ή σπαχήδες ήταν Τούρκοι φεουδάρχες που αποτελούσαν την κυριότερη στρατιωτική τάξη των επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν συνήθως Τούρκοι, αλλά αργότερα και ντόπιοι εξισλαμισθέντες και εκτός από στρατιωτικές είχαν και φορολογικές αρμοδιότητες. Εκτός από τους σιπαχήδες-φεουδάρχες, υπήρχαν και οι σιπαχήδες της Πύλης, που συνόδευαν το Σουλτάνο στις εκστρατείες του σαν σωματοφύλακες-ιππείς και στην αρχή της Τουρκοκρατίας προερχόταν από το παιδομάζωμα. (ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τόμος 55, σελίδα 68).

5 Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλη. Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Τόμος Β΄, έγγραφο 220 (Περί απαγορεύσεως αναμίξεως των Αλβανών εις τους καζάδες της Ρούμελης ένεκα της απληστίας, ήτις διακρίνει αυτούς), σελ. 209-210.

6 Χειρόγραφο Κοσμά Αγακίδη.

7 Την εποχή της Τουρκοκρατίας με την αραβοπερσική και τουρκική ονομασία ισνάφ ή εσνάφ ή ενσάφ (το συνάφι) και με την αραβική ρουφέτ (ρουφέτι) ήταν γνωστοί διάφοροι συνεταιρισμοί, κύρια βιοτεχνικοί, σαν συνέχεια των Βυζαντινών συντεχνιών. Τέτοιους συνεταιρισμούς είχαν δημιουργήσει και οι μάστοροι των χωριών της Ανασελίτσας κι έτσι ταξίδευαν και δούλευαν σε όλη την Ελλάδα, αλλά και έξω από τα σύνορα. (Κωνσταντίνου Κοκόλη. Βοϊώτικα ισνάφια μαστόρων. Ο ΧΡΟΝΟΣ, αρ.φ. 2002, 1/9/1996, σελ. 2).

8 Λαζ. Παπαϊωάννου. Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στο Βυθό Κοζάνης. Θεσσαλονίκη: 1982, σελ. 24.

9 Λάζ. Παπαϊωάννου. όπ. π, σελ. 28 -29.

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology