Ἂν ἡ ἁμαρτία, ὅταν εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, τρέχει τόσο γρήγορα στὸ δρόμο τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας, ὥστε μπορεῖ νὰ ξεπεράσει καὶ τὴν ἀρετὴ ποὺ τρέχει μὲ ἀλαζονεία, τότε ποῦ δὲ θὰ φτάσει ἡ ἀρετή, ὅταν συνυπάρχει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη; Ἂν ἐκεῖνοι ποὺ ὁμολογοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους, βρίσκουν ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε πόσα στεφάνια δὲ θὰ κερδίσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πλήρη ἐπίγνωση τῶν ἀγαθῶν τους πράξεων καὶ παραμένουν ταπεινοί;
Ἔχεις πραγματοποιήσει ἀναρίθμητα καλὰ ἔργα; Ἔχεις ἀποκτήσει κάθε ἀρετή; Ὅλα αὐτὰ εἶναι μάταια καὶ ἀνώφελα, ἂν δὲ συνοδεύονται ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη. Κανένα, μὰ κανένα κατόρθωμα δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ δίχως αὐτήν.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ σῶμα καὶ ψυχή, δηλαδὴ μὲ ἕνα στοιχεῖο ὑλικὸ καὶ μὲ ἕνα πνευματικό, εἶναι καὶ τοῦτος: ὅταν κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία, νὰ ταπεινώνεται ἀπὸ τὴν εὐτέλεια τοῦ φθαρτοῦ σώματος, καὶ ὅταν τοῦ ἔρχεται λογισμὸς ἐξευτελιστικὸς γιὰ τὴ θεόπλαστη φύση του, νὰ ἐνθαρρύνεται ἀπὸ τὴν εὐγένεια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του. Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ συλλογιζόμαστε τὴν καταγωγή μας, νὰ θυμόμαστε ἀπὸ τί καὶ πῶς δημιουργηθήκαμε.
Ἔβαλε ἀκόμα μέσα μας ὁ Θεὸς μεγάλες δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἀδυναμίες. Ἔτσι, μὲ τὶς δυνάμεις δοξάζεται ἡ δική Του σοφία καὶ μὲ τὶς ἀδυναμίες περιορίζεται ἡ δική μας ὑπερηφάνεια. Μᾶς ἔδωσε, λ.χ., γλώσσα ποὺ μιλάει, ψάλλει, ὑμνεῖ τὸν Κύριο τοῦ σύμπαντος, διηγεῖται τὴν ὡραιότητα τῆς κτίσεως, συζητάει γιὰ τὰ γήινα καὶ τὰ ἐπουράνια, γιὰ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ αἰώνια. Καὶ ὅλα αὐτά, μολονότι εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι σάρκας, ποὺ δὲν ἔχει μέγεθος οὔτε δύο δαχτύλων.
Γιὰ νὰ μὴ νομίζει, λοιπόν, ἡ γλώσσα πὼς εἶναι κάτι σπουδαῖο καὶ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὶς θεόσδοτες ἱκανότητές της, πολλὲς φορές, μὲ θεία παραχώρηση, πληγώνεται ἢ πρήζεται. Ἔτσι μαθαίνει ὅτι ἐνῶ μπορεῖ νὰ μιλάει γιὰ πράγματα ἀθάνατα, ἡ ἴδια εἶναι θνητή· καὶ ἐνῶ ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο κηρύσσει, εἶναι παντοδύναμος, ἡ ἴδια εἶναι ἀδύναμη. Μᾶς ἔδωσε ἀκόμα ὁ Πλάστης μας τὸ μάτι, τὸν μικρὸ αὐτὸ βολβό, μὲ τὸν ὁποῖο ἀτενίζουμε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται τὸ μάτι, ἔχοντας τέτοια θαυμαστὴ ἱκανότητα, προσβάλλεται συχνὰ ἀπὸ διάφορες παθήσεις, ποὺ μειώνουν ἢ καὶ ἀποσβήνουν τὴν ὅραση. Ἔτσι μαθαίνει τί εἶναι στὴν πραγματικότητα, μαθαίνει ὅμως καὶ νὰ δοξάζει, μέσω τῆς ὁρατῆς κτίσεως, τὸν Δημιουργό.
Σκέψου τώρα, ἂν ὁ ἄνθρωπος μολονότι σέρνει μαζί του τόσες ἀδυναμίες, συχνὰ ξεχνάει τὴν ἐλεεινότητά του καὶ ξεσηκώνεται μὲ θρασύτητα ἐναντίον τοῦ Εὐεργέτη του, μέχρι ποῦ θὰ ἔφτανε ἡ ἔπαρσή του ἂν ἦταν ὁλότελα ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες αὐτές;
Βάλε λοιπὸν καλὰ στὸ νοῦ σου ἐσὺ ὁ ψηλομύτης, ὅτι ὁ πλησίον σου, ποὺ δὲν καταδέχεσαι οὔτε νὰ τὸν κοιτάξεις, εἶναι κι αὐτὸς ἄνθρωπος ὅμοιος καὶ ἰσότιμος μὲ ἐσένα. Φτωχὸς εἶναι ἐκεῖνος κι ἐσὺ πλούσιος; Ἀγράμματος εἶναι ἐκεῖνος κι ἐσὺ μορφωμένος; Ἄσημος εἶναι ἐκεῖνος κι ἐσὺ ἔνδοξος; Τί σημασία ἔχουν ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσκαιρα καὶ μάταια; Δὲν ἀποτελεῖ καὶ ὁ συνάνθρωπός σου μίαν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Γιατί λοιπὸν τὸν περιφρονεῖς; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι στὸ πρόσωπό του περιφρονεῖς τὸν ἴδιο τὸν Θεό; Γιατί δὲν τὸν ἐξυπηρετεῖς, δὲν τὸν περιποιεῖσαι, δὲν τὸν τιμᾶς; Ἐπειδὴ τὸ ξέρω, τὸν θεωρεῖς κατώτερό σου. Καὶ σὲ ρωτάω: Πόσο κατώτεροι ἦταν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὸν Χριστό; Ἄνθρωποι αὐτοί, Θεὸς Ἐκεῖνος. Ἀγράμματοι αὐτοί, πάνσοφος Ἐκεῖνος. Πάμφτωχοι αὐτοί, πάμπλουτος Ἐκεῖνος. Κι ὅμως, ὁ Κύριος καταδέχθηκε νὰ πλύνει τὰ πόδια τους. Δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνεις κι ἐσὺ τὸ ἴδιο στοὺς συνανθρώπους σου; Ἀλλὰ μήτε νὰ τὸ ἀκούσεις δὲν μπορεῖς!
Ἂν δὲ μιμηθεῖς τὸν Χριστὸ στὴν ταπείνωση, δὲν θὰ ἔχεις θέση κοντά Του στὴ μέλλουσα ζωή. Τὸ αἰώνιο συμφέρον σου, ἑπομένως, ἐπιβάλλει νὰ μὴν ὑπερηφανεύεσαι γιὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ πλούτη σου. Αὐτὸ ἐπιβάλλει ὅμως καὶ τὸ πρόσκαιρο γήινο συμφέρον σου. Γιατί κανένας ἄνθρωπος δὲν προκαλεῖ τόσο τὸ φθόνο τῶν ἄλλων, ὅσο ὁ πλούσιος. Ὅταν μάλιστα ὁ πλούσιος εἶναι καὶ ὑπερφίαλος, τότε μισεῖται δύο φορές. Ὁ ταπεινός, ἀντίθετα, μετριάζει τὸ μίσος ποὺ αἰσθάνονται γι’ αὐτὸν οἱ ἄλλοι. Ἂν ἐπιπλέον εἶναι ἐλεήμων, κερδίζει καὶ τὴν ἀγάπη τους. Ἔτσι κατέχει μὲ μεγαλύτερη ἀσφάλεια τὰ ὑπάρχοντά του. Τόσο σπουδαία εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη• δὲν μᾶς χαρίζει μόνο τὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ μᾶς ὠφελεῖ καὶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο.
Ἂς μὴν ὑπερηφανευόμαστε, λοιπόν, οὔτε γιὰ τὸν πλοῦτο μας, οὔτε γιὰ κανένα προτέρημά μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν φύση μας, ἂς σκεφτοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας, ἂς μάθουμε ποιοὶ πραγματικὰ εἴμαστε. Ἡ αὐτογνωσία θὰ βάλει στὴν ψυχή μας τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἐκεῖνος, μάλιστα, ποὺ θεωρεῖ πὼς δὲν ἔχει καμιὰν ἀξία, αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔχει γνωρίσει καλὰ τὸν ἑαυτό του.
Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἀρεστὸ στὸν Κύριο, ὅσο τὸ ταπεινὸ φρόνημα. «Διδαχθεῖτε ἀπ’τὸ δικό μου παράδειγμα», εἶπε, «γιατί εἶμαι πρᾷος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ» (Ματθ. 11, 29). Καὶ πραγματικά, ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, μολονότι Υἱὸς τοῦ μεγάλου Θεοῦ, θὰ διάλεγε ὡς μητέρα μίαν ἄσημη κόρη; Ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, ὁ δημιουργός τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου, θὰ κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ; Ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ πλούτου ὅλης τῆς κτίσεως, θὰ καταδεχόταν νὰ ξαπλωθεῖ μέσα σὲ ἕνα φτωχικὸ παχνί; Ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, ὁ ἀναμάρτητος καὶ ἀθῶος, θὰ μαστιγωνόταν, θὰ χλευαζόταν, θὰ πέθαινε πάνω στὸ σταυρό, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἔνοχων ἀνθρώπων; Τόσο ταπεινὸς εἶναι, ὥστε θυσιάστηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἐμεῖς κάναμε. Τόσο ταπεινὸς εἶναι, ὥστε Θεὸς αὐτός, παρακαλάει καὶ ἱκετεύει ἐμᾶς, τὰ πλάσματά Του, νὰ μετανοήσουμε, γιὰ νὰ μὴν καταστραφοῦμε.
Ἔχεις λοιπὸν ταπεινὸ φρόνημα; Μὴ θαυμάζεις τὸν ἑαυτό σου! Σκέψου πόσο χαμηλὰ κατέβηκε ὁ Κύριός σου καὶ τότε ὄχι μόνο δὲ θὰ θαυμάσεις, ἀλλὰ καὶ θὰ περιγελάσεις τὸν ἑαυτό σου. Ἀκόμα κι ἂν ἤσουνα ὁ ταπεινότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δὲ θὰ εἶχες κάνει τίποτα τὸ σπουδαῖο, μπροστὰ σὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Ποιὸ θὰ εἶναι τὸ κέρδος σου, ἄλλωστε, ἂν ἡ ταπεινοφροσύνη σὲ ὁδηγήσει στὴν ὑπερηφάνεια; Καὶ ὅποιος λέει, πὼς εἶναι καλύτερα νὰ κατορθώνουμε μίαν ἀρετὴ καὶ νὰ ὑπερηφανευόμαστε, παρὰ νὰ πέφτουμε σὲ ἕνα ἁμάρτημα καὶ νὰ ταπεινωνόμαστε, αὐτὸς ἀγνοεῖ τὴ ζημιὰ ποὺ προξενεῖ ἡ ἀλαζονεία καὶ τὸ κέρδος ποὺ ἐπιφέρει ἡ ταπεινοφροσύνη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατορθώνει κάτι καὶ ὑπερηφανεύεται γι’ αὐτό, γρήγορα θὰ πέσει, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ πείρα, στὴν ἔσχατη ἀπώλεια. Ἀπεναντίας, ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σὲ ἕνα παράπτωμα καὶ ταπεινώνεται ἀπὸ τὴν πτώση του καὶ ἐμπειρότερος γίνεται καὶ γρήγορα ξανασηκώνεται, ἂν βέβαια θέλει, καὶ ἐπανορθώνει τὸ σφάλμα του.
Ὡστόσο θὰ μοῦ πεῖτε πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προχωροῦσαν σταθερὰ στὸν σωστὸ δρόμο πρὶν δοκιμάσουν πειρασμούς, ἔπεσαν σὲ παραπτώματα ὅταν τοὺς βρῆκαν πειρασμοί. Σᾶς ἀπαντῶ, λοιπόν: Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καλά, ἂν κάποιος βαδίζει στὸν σωστὸ δρόμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν παντογνώστη Κύριο, τὸν δημιουργό μας, ποὺ δὲν ἀγνοεῖ καμία πράξη, κανένα λόγο, κανένα αἴσθημά μας; Γιατί, πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ ἐμεῖς τοὺς θεωροῦμε χρηστοὺς καὶ ἐνάρετους, εἶναι ἀνήθικοι καὶ ἀνέντιμοι.
Ἂς τοὺς ἀφήσουμε, ὅμως αὐτοὺς καὶ ἂς μιλήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, ποὺ πραγματικὰ ζοῦν μὲ χρηστότητα. Καὶ ὅλες τὶς ἀρετὲς νὰ ἔχουν ἀποκτήσει, ἂν ἔχουν παραμελήσει τὴ σπουδαιότερη, τὴν ταπεινοφροσύνη, ἐγκαταλείπονται ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν ἔτσι ὅτι ὅσα κατόρθωσαν δὲν ὀφείλονται στὴ δική τους δύναμη, ἀλλὰ στὴ δική Του χάρη, βοήθεια καὶ προστασία. Γιατί ὁ φιλάνθρωπος Κύριος πάντα συντρέχει τοὺς πιστοὺς καὶ ταπεινοὺς δούλους Του. Θὰ σᾶς θυμίσω δύο τρία σχετικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Γεράρων Ἀβιμέλεχ καὶ οἱ Φιλισταῖοι βοσκοὶ ἔδιωξαν ἄδικα τὸν Ἰσαὰκ ἀπὸ τὰ χωράφια του κι ἀπὸ τὰ πηγάδια ποὺ μὲ τόσον κόπο εἶχε ἀνοίξει, αὐτὸς δὲ φέρθηκε μικρόψυχα, δὲν ἀγανάκτησε, δὲ λιποψύχησε, δὲν εἶπε καὶ δὲν σκέφτηκε τίποτα κακὸ μήτε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν ἀδίκησαν, μήτε γιὰ τὸν Θεό, ποὺ δὲν τὸν ὑπερασπίστηκε. Γι’αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν τίμησε καὶ τὸν βοήθησε ὑπερβολικά. Τοῦ φανερώθηκε τὴν ἴδια νύχτα καὶ τοῦ εἶπε «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα σου τοῦ Ἀβραάμ. Μὴ φοβᾶσαι. Εἶμαι μαζί σου καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω» (Γεν. 26, 24). Σὰν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦτα ὁ δίκαιος Ἰσαάκ, παρηγορήθηκε καὶ ἐγκαρδιώθηκε. Ἡ θεϊκὴ ὑπόσχεση δὲν ἄργησε νὰ ἐκπληρωθεῖ. Κοίτα πόση δύναμη ἔχει ἡ ταπείνωση! Ἐκεῖνοι ποὺ πρωτύτερα τὸν εἶχαν διώξει, ἦρθαν τώρα νὰ τὸν συναντήσουν, νὰ τοῦ ζητήσουν συγνώμη καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴ δύναμή του. «Εἴδαμε πιὰ καθαρὰ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου», τοῦ εἶπαν (Γεν. 26, 28). Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι δυνατότερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τὸν Θεὸ μαζί του;
Ἂς δοῦμε τώρα πῶς ταξίδεψε σὲ ξένη γῆ ὁ γιὸς τοῦ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, ὅταν τὸν καταδίωκε ὁ ἀδελφός του, γιατί μεγάλη ὠφέλεια θὰ ἀποκομίσουμε καὶ ἀπ’ αὐτό. «Καθὼς πήγαινε πρὸς τὴν Χαρράν», λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἔδυσε ὁ ἥλιος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε ἕνα λιθάρι, τὸ ἔβαλε γιὰ προσκέφαλό του καὶ κοιμήθηκε στὸν τόπο ἐκεῖνο» (Γεν. 28, 10-11). Βλέπεις φιλοσοφικὴ διάθεση, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ λόγια; Βλέπεις μεγαλοψυχία καὶ ἁπλότητα σὲ ἕναν νέο ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια, ἀναθρεμμένο μὲ κάθε φροντίδα καὶ περιποίηση; Μία πέτρα χρησιμοποίησε γιὰ προσκέφαλο καὶ πάνω στὸ χῶμα πλαγίασε γιὰ νὰ κοιμηθεῖ. Καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαάκ, τῶν πατέρων σου. Μὴ φοβᾶσαι. Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σου καὶ θὰ σὲ προστατεύω σὲ κάθε δρόμο σου, ὅπου κι ἂν πᾶς» (Γεν. 28, 13-15).
Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ εἶναι πραγματικὰ μεγάλα τὰ κατορθώματά σου, οὔτε μεγάλα νὰ τὰ θεωρήσεις, οὔτε στὸν ἑαυτό σου νὰ τὰ ἀποδώσεις ποτέ. Πάντα νὰ ὁμολογεῖς ὅτι στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὀφείλονται ὅλα. Ἔτσι κάνεις τὸν Κύριο ὀφειλέτη σου, ὄχι μόνο γιὰ τὰ κατορθώματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴ μετριοφροσύνη, τὴν ταπείνωσή σου. Ἔτσι κερδίζεις καὶ τὴν ἀγάπη, τὴ συμπάθεια, τὴν εὐμένεια τῶν ἀνθρώπων• γιατί κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸς καὶ συμπαθητικός, ὅσο ὁ ταπεινός.
Ἡ ταπείνωσή σου, ὅμως πρέπει νὰ εἶναι γνήσια καὶ πηγαία, ὄχι ὑποκριτικὴ ἢ ἐπιφανειακή. Νὰ εἶναι ἀμετάπτωτη καὶ νὰ ἐκδηλώνεται ὅμοια σὲ ὅλους, εἴτε φίλοι εἶναι εἴτε ἐχθροί, εἴτε μεγάλοι εἴτε μικροί. Νὰ μὴν ἀποτελεῖ μόνο χαρακτηριστικό τῆς ἐξωτερικῆς σου συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ καὶ βίωμα τῆς καρδιᾶς σου.
Τὴν ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη, ποὺ εἶναι συνδυασμένη μὲ τὴ διάκριση, μπορεῖ νὰ σοῦ τὴ διδάξει ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητὲς Του ἦρθαν στὴν Καπερναούμ, πλησίασαν τὸν Πέτρο οἱ εἰσπράκτορες τοῦ φόρου γιὰ τὸν ναὸ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὁ δάσκαλός σας δὲν πληρώνει τὶς δύο δραχμὲς τοῦ φόρου;» (Ματθ. 17, 24). Παρατήρησε ὅτι δὲν τόλμησαν νὰ μιλήσουν στὸν Χριστό, ἀλλὰ στὸν Πέτρο· καὶ σὲ αὐτὸν ὄχι ἐπιθετικά, ἀλλὰ συγκρατημένα. Δὲν κατηγόρησαν τὸν Κύριο. Ἁπλῶς ρώτησαν μὰ συστολή: «Δὲν πληρώνει;». Γιατί δὲν πίστευαν, βέβαια, πὼς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Τὸν σέβονταν ὅμως γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε.
Τί ἀπάντησε λοιπὸν ὁ Πέτρος; «Ναί, πληρώνει.». Μὰ μόλις μπῆκε στὸ σπίτι, ὅπου ἔμενε, καὶ πρὶν πεῖ τίποτα, τὸν πρόλαβε ὁ παντογνώστης Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Τί γνώμη ἔχεις, Σίμων; Οἱ βασιλιάδες τῆς γῆς ἀπὸ ποιοὺς εἰσπράττουν φόρους; Ἀπὸ τοὺς δικούς τους γιοὺς ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους;». «Ἀπὸ τοὺς ξένους», ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος. «Ἑπομένως οἱ γιοὶ τους ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν πληρωμὴ τῶν φόρων», συμπέρανε ὁ Ἰησοῦς (Ματθ. 17 ,25-26). Τί ἐννοοῦσε μὲ αὐτό; Ὅτι ἀφοῦ οἱ γιοὶ τῶν ἐπίγειων βασιλιάδων ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴ φορολογία, πολὺ περισσότερο Ἐκεῖνος, ὁ Υἱὸς τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ καὶ Βασιλιὰς ὁ ἴδιος. Ὡστόσο πρόσθεσε: «Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσουμε, πάντως, τοὺς εἰσπράκτορες τοῦ φόρου, πήγαινε στὴ θάλασσα, ρίξε τὸ ἀγκίστρι καὶ πάρε τὸ πρῶτο ψάρι ποὺ θὰ βγάλεις· ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ θὰ βρεῖς μέσα ἕνα τετράδραχμο· παρ’ το καὶ δῶσέ τοὺς το, γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα» (Μάτθ. 17, 27).
Βλέπεις ὅτι δὲν ἀρνεῖται νὰ πληρώσει τὸ φόρο, οὔτε καὶ προστάζει ἁπλὰ τὸν Πέτρο νὰ τὸν πληρώσει. Πληρώνει, ἀφοῦ πρῶτα ἀποδεικνύει ὅτι δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τὸ κάνει. Γιατί; Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν οἱ εἰσπράκτορες καὶ οἱ μαθητές Του. Δὲν δίνει δηλαδὴ τὸν φόρο σὰν ὑποχρεωμένος σὲ πληρωμή, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδυναμία ἐκείνων.
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν τοὺς λέει νὰ δώσουν τὸ φόρο ἀπὸ τὸ ταμεῖο τους; Γιὰ νὰ δείξει καὶ σὲ τούτη τὴν περίσταση ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ σύμπαντος, ὅτι ἐξουσιάζει καὶ τὴ θάλασσα. Προεῖπε, λοιπόν, ὅτι ἀπὸ τὸν βυθό της θὰ πιαστεῖ ἕνα ψάρι, ποὺ θὰ πληρώσει τὸν φόρο. Καὶ πραγματικά, μὲ τὴ βουλὴ καὶ τὸ πρόσταγμά Του, πιάστηκε τὸ ψάρι, ποὺ εἶχε στὸ στόμα του ἕνα τετράδραχμο. Αὐτὸ τὸ νόμισμα προσφέροντάς Του ὡς δῶρο ἡ θάλασσα, ἔδειξε τὴν ὑποταγή της στὸν Δημιουργό της. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος ἔδειξε τὴν ταπείνωσή Του, πληρώνοντας φόρο στοὺς εἰσπράκτορες-ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους, ὁ Πλάστης στὰ πλάσματα, ὁ εὐεργέτης στοὺς ὀφειλέτες.
Ἂς μὴν ὑπερηφανευόμαστε, λοιπόν, γιὰ τίποτα. Ἂς θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας τιποτένιο. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί; Ἂν τὸ παραδεχόμαστε καὶ τὸ ὁμολογοῦμε μὲ συντριβή, ὅπως ὁ τελώνης τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, γινόμαστε δίκαιοι. Εἴμαστε δίκαιοι; Ἂν πιστεύουμε ταπεινὰ πὼς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, γινόμαστε δύο φορὲς δίκαιοι. Γιατί «ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει τὴ χάρη Του» (Ἰακ. 4, 6).
Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ σῶμα καὶ ψυχή, δηλαδὴ μὲ ἕνα στοιχεῖο ὑλικὸ καὶ μὲ ἕνα πνευματικό, εἶναι καὶ τοῦτος: ὅταν κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία, νὰ ταπεινώνεται ἀπὸ τὴν εὐτέλεια τοῦ φθαρτοῦ σώματος, καὶ ὅταν τοῦ ἔρχεται λογισμὸς ἐξευτελιστικὸς γιὰ τὴ θεόπλαστη φύση του, νὰ ἐνθαρρύνεται ἀπὸ τὴν εὐγένεια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του. Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ συλλογιζόμαστε τὴν καταγωγή μας, νὰ θυμόμαστε ἀπὸ τί καὶ πῶς δημιουργηθήκαμε.
Ἔβαλε ἀκόμα μέσα μας ὁ Θεὸς μεγάλες δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἀδυναμίες. Ἔτσι, μὲ τὶς δυνάμεις δοξάζεται ἡ δική Του σοφία καὶ μὲ τὶς ἀδυναμίες περιορίζεται ἡ δική μας ὑπερηφάνεια. Μᾶς ἔδωσε, λ.χ., γλώσσα ποὺ μιλάει, ψάλλει, ὑμνεῖ τὸν Κύριο τοῦ σύμπαντος, διηγεῖται τὴν ὡραιότητα τῆς κτίσεως, συζητάει γιὰ τὰ γήινα καὶ τὰ ἐπουράνια, γιὰ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ αἰώνια. Καὶ ὅλα αὐτά, μολονότι εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι σάρκας, ποὺ δὲν ἔχει μέγεθος οὔτε δύο δαχτύλων.
Γιὰ νὰ μὴ νομίζει, λοιπόν, ἡ γλώσσα πὼς εἶναι κάτι σπουδαῖο καὶ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὶς θεόσδοτες ἱκανότητές της, πολλὲς φορές, μὲ θεία παραχώρηση, πληγώνεται ἢ πρήζεται. Ἔτσι μαθαίνει ὅτι ἐνῶ μπορεῖ νὰ μιλάει γιὰ πράγματα ἀθάνατα, ἡ ἴδια εἶναι θνητή· καὶ ἐνῶ ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο κηρύσσει, εἶναι παντοδύναμος, ἡ ἴδια εἶναι ἀδύναμη. Μᾶς ἔδωσε ἀκόμα ὁ Πλάστης μας τὸ μάτι, τὸν μικρὸ αὐτὸ βολβό, μὲ τὸν ὁποῖο ἀτενίζουμε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται τὸ μάτι, ἔχοντας τέτοια θαυμαστὴ ἱκανότητα, προσβάλλεται συχνὰ ἀπὸ διάφορες παθήσεις, ποὺ μειώνουν ἢ καὶ ἀποσβήνουν τὴν ὅραση. Ἔτσι μαθαίνει τί εἶναι στὴν πραγματικότητα, μαθαίνει ὅμως καὶ νὰ δοξάζει, μέσω τῆς ὁρατῆς κτίσεως, τὸν Δημιουργό.
Σκέψου τώρα, ἂν ὁ ἄνθρωπος μολονότι σέρνει μαζί του τόσες ἀδυναμίες, συχνὰ ξεχνάει τὴν ἐλεεινότητά του καὶ ξεσηκώνεται μὲ θρασύτητα ἐναντίον τοῦ Εὐεργέτη του, μέχρι ποῦ θὰ ἔφτανε ἡ ἔπαρσή του ἂν ἦταν ὁλότελα ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες αὐτές;
Βάλε λοιπὸν καλὰ στὸ νοῦ σου ἐσὺ ὁ ψηλομύτης, ὅτι ὁ πλησίον σου, ποὺ δὲν καταδέχεσαι οὔτε νὰ τὸν κοιτάξεις, εἶναι κι αὐτὸς ἄνθρωπος ὅμοιος καὶ ἰσότιμος μὲ ἐσένα. Φτωχὸς εἶναι ἐκεῖνος κι ἐσὺ πλούσιος; Ἀγράμματος εἶναι ἐκεῖνος κι ἐσὺ μορφωμένος; Ἄσημος εἶναι ἐκεῖνος κι ἐσὺ ἔνδοξος; Τί σημασία ἔχουν ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσκαιρα καὶ μάταια; Δὲν ἀποτελεῖ καὶ ὁ συνάνθρωπός σου μίαν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Γιατί λοιπὸν τὸν περιφρονεῖς; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι στὸ πρόσωπό του περιφρονεῖς τὸν ἴδιο τὸν Θεό; Γιατί δὲν τὸν ἐξυπηρετεῖς, δὲν τὸν περιποιεῖσαι, δὲν τὸν τιμᾶς; Ἐπειδὴ τὸ ξέρω, τὸν θεωρεῖς κατώτερό σου. Καὶ σὲ ρωτάω: Πόσο κατώτεροι ἦταν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὸν Χριστό; Ἄνθρωποι αὐτοί, Θεὸς Ἐκεῖνος. Ἀγράμματοι αὐτοί, πάνσοφος Ἐκεῖνος. Πάμφτωχοι αὐτοί, πάμπλουτος Ἐκεῖνος. Κι ὅμως, ὁ Κύριος καταδέχθηκε νὰ πλύνει τὰ πόδια τους. Δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνεις κι ἐσὺ τὸ ἴδιο στοὺς συνανθρώπους σου; Ἀλλὰ μήτε νὰ τὸ ἀκούσεις δὲν μπορεῖς!
Ἂν δὲ μιμηθεῖς τὸν Χριστὸ στὴν ταπείνωση, δὲν θὰ ἔχεις θέση κοντά Του στὴ μέλλουσα ζωή. Τὸ αἰώνιο συμφέρον σου, ἑπομένως, ἐπιβάλλει νὰ μὴν ὑπερηφανεύεσαι γιὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ πλούτη σου. Αὐτὸ ἐπιβάλλει ὅμως καὶ τὸ πρόσκαιρο γήινο συμφέρον σου. Γιατί κανένας ἄνθρωπος δὲν προκαλεῖ τόσο τὸ φθόνο τῶν ἄλλων, ὅσο ὁ πλούσιος. Ὅταν μάλιστα ὁ πλούσιος εἶναι καὶ ὑπερφίαλος, τότε μισεῖται δύο φορές. Ὁ ταπεινός, ἀντίθετα, μετριάζει τὸ μίσος ποὺ αἰσθάνονται γι’ αὐτὸν οἱ ἄλλοι. Ἂν ἐπιπλέον εἶναι ἐλεήμων, κερδίζει καὶ τὴν ἀγάπη τους. Ἔτσι κατέχει μὲ μεγαλύτερη ἀσφάλεια τὰ ὑπάρχοντά του. Τόσο σπουδαία εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη• δὲν μᾶς χαρίζει μόνο τὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ μᾶς ὠφελεῖ καὶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο.
Ἂς μὴν ὑπερηφανευόμαστε, λοιπόν, οὔτε γιὰ τὸν πλοῦτο μας, οὔτε γιὰ κανένα προτέρημά μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν φύση μας, ἂς σκεφτοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας, ἂς μάθουμε ποιοὶ πραγματικὰ εἴμαστε. Ἡ αὐτογνωσία θὰ βάλει στὴν ψυχή μας τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἐκεῖνος, μάλιστα, ποὺ θεωρεῖ πὼς δὲν ἔχει καμιὰν ἀξία, αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔχει γνωρίσει καλὰ τὸν ἑαυτό του.
Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἀρεστὸ στὸν Κύριο, ὅσο τὸ ταπεινὸ φρόνημα. «Διδαχθεῖτε ἀπ’τὸ δικό μου παράδειγμα», εἶπε, «γιατί εἶμαι πρᾷος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ» (Ματθ. 11, 29). Καὶ πραγματικά, ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, μολονότι Υἱὸς τοῦ μεγάλου Θεοῦ, θὰ διάλεγε ὡς μητέρα μίαν ἄσημη κόρη; Ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, ὁ δημιουργός τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου, θὰ κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ; Ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ πλούτου ὅλης τῆς κτίσεως, θὰ καταδεχόταν νὰ ξαπλωθεῖ μέσα σὲ ἕνα φτωχικὸ παχνί; Ἂν δὲν ἦταν ταπεινὸς Ἐκεῖνος, ὁ ἀναμάρτητος καὶ ἀθῶος, θὰ μαστιγωνόταν, θὰ χλευαζόταν, θὰ πέθαινε πάνω στὸ σταυρό, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἔνοχων ἀνθρώπων; Τόσο ταπεινὸς εἶναι, ὥστε θυσιάστηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἐμεῖς κάναμε. Τόσο ταπεινὸς εἶναι, ὥστε Θεὸς αὐτός, παρακαλάει καὶ ἱκετεύει ἐμᾶς, τὰ πλάσματά Του, νὰ μετανοήσουμε, γιὰ νὰ μὴν καταστραφοῦμε.
Ἔχεις λοιπὸν ταπεινὸ φρόνημα; Μὴ θαυμάζεις τὸν ἑαυτό σου! Σκέψου πόσο χαμηλὰ κατέβηκε ὁ Κύριός σου καὶ τότε ὄχι μόνο δὲ θὰ θαυμάσεις, ἀλλὰ καὶ θὰ περιγελάσεις τὸν ἑαυτό σου. Ἀκόμα κι ἂν ἤσουνα ὁ ταπεινότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δὲ θὰ εἶχες κάνει τίποτα τὸ σπουδαῖο, μπροστὰ σὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Ποιὸ θὰ εἶναι τὸ κέρδος σου, ἄλλωστε, ἂν ἡ ταπεινοφροσύνη σὲ ὁδηγήσει στὴν ὑπερηφάνεια; Καὶ ὅποιος λέει, πὼς εἶναι καλύτερα νὰ κατορθώνουμε μίαν ἀρετὴ καὶ νὰ ὑπερηφανευόμαστε, παρὰ νὰ πέφτουμε σὲ ἕνα ἁμάρτημα καὶ νὰ ταπεινωνόμαστε, αὐτὸς ἀγνοεῖ τὴ ζημιὰ ποὺ προξενεῖ ἡ ἀλαζονεία καὶ τὸ κέρδος ποὺ ἐπιφέρει ἡ ταπεινοφροσύνη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατορθώνει κάτι καὶ ὑπερηφανεύεται γι’ αὐτό, γρήγορα θὰ πέσει, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ πείρα, στὴν ἔσχατη ἀπώλεια. Ἀπεναντίας, ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σὲ ἕνα παράπτωμα καὶ ταπεινώνεται ἀπὸ τὴν πτώση του καὶ ἐμπειρότερος γίνεται καὶ γρήγορα ξανασηκώνεται, ἂν βέβαια θέλει, καὶ ἐπανορθώνει τὸ σφάλμα του.
Ὡστόσο θὰ μοῦ πεῖτε πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προχωροῦσαν σταθερὰ στὸν σωστὸ δρόμο πρὶν δοκιμάσουν πειρασμούς, ἔπεσαν σὲ παραπτώματα ὅταν τοὺς βρῆκαν πειρασμοί. Σᾶς ἀπαντῶ, λοιπόν: Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καλά, ἂν κάποιος βαδίζει στὸν σωστὸ δρόμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν παντογνώστη Κύριο, τὸν δημιουργό μας, ποὺ δὲν ἀγνοεῖ καμία πράξη, κανένα λόγο, κανένα αἴσθημά μας; Γιατί, πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ ἐμεῖς τοὺς θεωροῦμε χρηστοὺς καὶ ἐνάρετους, εἶναι ἀνήθικοι καὶ ἀνέντιμοι.
Ἂς τοὺς ἀφήσουμε, ὅμως αὐτοὺς καὶ ἂς μιλήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, ποὺ πραγματικὰ ζοῦν μὲ χρηστότητα. Καὶ ὅλες τὶς ἀρετὲς νὰ ἔχουν ἀποκτήσει, ἂν ἔχουν παραμελήσει τὴ σπουδαιότερη, τὴν ταπεινοφροσύνη, ἐγκαταλείπονται ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν ἔτσι ὅτι ὅσα κατόρθωσαν δὲν ὀφείλονται στὴ δική τους δύναμη, ἀλλὰ στὴ δική Του χάρη, βοήθεια καὶ προστασία. Γιατί ὁ φιλάνθρωπος Κύριος πάντα συντρέχει τοὺς πιστοὺς καὶ ταπεινοὺς δούλους Του. Θὰ σᾶς θυμίσω δύο τρία σχετικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Γεράρων Ἀβιμέλεχ καὶ οἱ Φιλισταῖοι βοσκοὶ ἔδιωξαν ἄδικα τὸν Ἰσαὰκ ἀπὸ τὰ χωράφια του κι ἀπὸ τὰ πηγάδια ποὺ μὲ τόσον κόπο εἶχε ἀνοίξει, αὐτὸς δὲ φέρθηκε μικρόψυχα, δὲν ἀγανάκτησε, δὲ λιποψύχησε, δὲν εἶπε καὶ δὲν σκέφτηκε τίποτα κακὸ μήτε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν ἀδίκησαν, μήτε γιὰ τὸν Θεό, ποὺ δὲν τὸν ὑπερασπίστηκε. Γι’αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν τίμησε καὶ τὸν βοήθησε ὑπερβολικά. Τοῦ φανερώθηκε τὴν ἴδια νύχτα καὶ τοῦ εἶπε «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα σου τοῦ Ἀβραάμ. Μὴ φοβᾶσαι. Εἶμαι μαζί σου καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω» (Γεν. 26, 24). Σὰν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦτα ὁ δίκαιος Ἰσαάκ, παρηγορήθηκε καὶ ἐγκαρδιώθηκε. Ἡ θεϊκὴ ὑπόσχεση δὲν ἄργησε νὰ ἐκπληρωθεῖ. Κοίτα πόση δύναμη ἔχει ἡ ταπείνωση! Ἐκεῖνοι ποὺ πρωτύτερα τὸν εἶχαν διώξει, ἦρθαν τώρα νὰ τὸν συναντήσουν, νὰ τοῦ ζητήσουν συγνώμη καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴ δύναμή του. «Εἴδαμε πιὰ καθαρὰ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου», τοῦ εἶπαν (Γεν. 26, 28). Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι δυνατότερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τὸν Θεὸ μαζί του;
Ἂς δοῦμε τώρα πῶς ταξίδεψε σὲ ξένη γῆ ὁ γιὸς τοῦ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, ὅταν τὸν καταδίωκε ὁ ἀδελφός του, γιατί μεγάλη ὠφέλεια θὰ ἀποκομίσουμε καὶ ἀπ’ αὐτό. «Καθὼς πήγαινε πρὸς τὴν Χαρράν», λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἔδυσε ὁ ἥλιος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε ἕνα λιθάρι, τὸ ἔβαλε γιὰ προσκέφαλό του καὶ κοιμήθηκε στὸν τόπο ἐκεῖνο» (Γεν. 28, 10-11). Βλέπεις φιλοσοφικὴ διάθεση, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ λόγια; Βλέπεις μεγαλοψυχία καὶ ἁπλότητα σὲ ἕναν νέο ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια, ἀναθρεμμένο μὲ κάθε φροντίδα καὶ περιποίηση; Μία πέτρα χρησιμοποίησε γιὰ προσκέφαλο καὶ πάνω στὸ χῶμα πλαγίασε γιὰ νὰ κοιμηθεῖ. Καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαάκ, τῶν πατέρων σου. Μὴ φοβᾶσαι. Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σου καὶ θὰ σὲ προστατεύω σὲ κάθε δρόμο σου, ὅπου κι ἂν πᾶς» (Γεν. 28, 13-15).
Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ εἶναι πραγματικὰ μεγάλα τὰ κατορθώματά σου, οὔτε μεγάλα νὰ τὰ θεωρήσεις, οὔτε στὸν ἑαυτό σου νὰ τὰ ἀποδώσεις ποτέ. Πάντα νὰ ὁμολογεῖς ὅτι στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὀφείλονται ὅλα. Ἔτσι κάνεις τὸν Κύριο ὀφειλέτη σου, ὄχι μόνο γιὰ τὰ κατορθώματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴ μετριοφροσύνη, τὴν ταπείνωσή σου. Ἔτσι κερδίζεις καὶ τὴν ἀγάπη, τὴ συμπάθεια, τὴν εὐμένεια τῶν ἀνθρώπων• γιατί κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸς καὶ συμπαθητικός, ὅσο ὁ ταπεινός.
Ἡ ταπείνωσή σου, ὅμως πρέπει νὰ εἶναι γνήσια καὶ πηγαία, ὄχι ὑποκριτικὴ ἢ ἐπιφανειακή. Νὰ εἶναι ἀμετάπτωτη καὶ νὰ ἐκδηλώνεται ὅμοια σὲ ὅλους, εἴτε φίλοι εἶναι εἴτε ἐχθροί, εἴτε μεγάλοι εἴτε μικροί. Νὰ μὴν ἀποτελεῖ μόνο χαρακτηριστικό τῆς ἐξωτερικῆς σου συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ καὶ βίωμα τῆς καρδιᾶς σου.
Τὴν ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη, ποὺ εἶναι συνδυασμένη μὲ τὴ διάκριση, μπορεῖ νὰ σοῦ τὴ διδάξει ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητὲς Του ἦρθαν στὴν Καπερναούμ, πλησίασαν τὸν Πέτρο οἱ εἰσπράκτορες τοῦ φόρου γιὰ τὸν ναὸ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὁ δάσκαλός σας δὲν πληρώνει τὶς δύο δραχμὲς τοῦ φόρου;» (Ματθ. 17, 24). Παρατήρησε ὅτι δὲν τόλμησαν νὰ μιλήσουν στὸν Χριστό, ἀλλὰ στὸν Πέτρο· καὶ σὲ αὐτὸν ὄχι ἐπιθετικά, ἀλλὰ συγκρατημένα. Δὲν κατηγόρησαν τὸν Κύριο. Ἁπλῶς ρώτησαν μὰ συστολή: «Δὲν πληρώνει;». Γιατί δὲν πίστευαν, βέβαια, πὼς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Τὸν σέβονταν ὅμως γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε.
Τί ἀπάντησε λοιπὸν ὁ Πέτρος; «Ναί, πληρώνει.». Μὰ μόλις μπῆκε στὸ σπίτι, ὅπου ἔμενε, καὶ πρὶν πεῖ τίποτα, τὸν πρόλαβε ὁ παντογνώστης Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Τί γνώμη ἔχεις, Σίμων; Οἱ βασιλιάδες τῆς γῆς ἀπὸ ποιοὺς εἰσπράττουν φόρους; Ἀπὸ τοὺς δικούς τους γιοὺς ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους;». «Ἀπὸ τοὺς ξένους», ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος. «Ἑπομένως οἱ γιοὶ τους ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν πληρωμὴ τῶν φόρων», συμπέρανε ὁ Ἰησοῦς (Ματθ. 17 ,25-26). Τί ἐννοοῦσε μὲ αὐτό; Ὅτι ἀφοῦ οἱ γιοὶ τῶν ἐπίγειων βασιλιάδων ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴ φορολογία, πολὺ περισσότερο Ἐκεῖνος, ὁ Υἱὸς τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ καὶ Βασιλιὰς ὁ ἴδιος. Ὡστόσο πρόσθεσε: «Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσουμε, πάντως, τοὺς εἰσπράκτορες τοῦ φόρου, πήγαινε στὴ θάλασσα, ρίξε τὸ ἀγκίστρι καὶ πάρε τὸ πρῶτο ψάρι ποὺ θὰ βγάλεις· ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ θὰ βρεῖς μέσα ἕνα τετράδραχμο· παρ’ το καὶ δῶσέ τοὺς το, γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα» (Μάτθ. 17, 27).
Βλέπεις ὅτι δὲν ἀρνεῖται νὰ πληρώσει τὸ φόρο, οὔτε καὶ προστάζει ἁπλὰ τὸν Πέτρο νὰ τὸν πληρώσει. Πληρώνει, ἀφοῦ πρῶτα ἀποδεικνύει ὅτι δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τὸ κάνει. Γιατί; Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν οἱ εἰσπράκτορες καὶ οἱ μαθητές Του. Δὲν δίνει δηλαδὴ τὸν φόρο σὰν ὑποχρεωμένος σὲ πληρωμή, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδυναμία ἐκείνων.
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν τοὺς λέει νὰ δώσουν τὸ φόρο ἀπὸ τὸ ταμεῖο τους; Γιὰ νὰ δείξει καὶ σὲ τούτη τὴν περίσταση ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ σύμπαντος, ὅτι ἐξουσιάζει καὶ τὴ θάλασσα. Προεῖπε, λοιπόν, ὅτι ἀπὸ τὸν βυθό της θὰ πιαστεῖ ἕνα ψάρι, ποὺ θὰ πληρώσει τὸν φόρο. Καὶ πραγματικά, μὲ τὴ βουλὴ καὶ τὸ πρόσταγμά Του, πιάστηκε τὸ ψάρι, ποὺ εἶχε στὸ στόμα του ἕνα τετράδραχμο. Αὐτὸ τὸ νόμισμα προσφέροντάς Του ὡς δῶρο ἡ θάλασσα, ἔδειξε τὴν ὑποταγή της στὸν Δημιουργό της. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος ἔδειξε τὴν ταπείνωσή Του, πληρώνοντας φόρο στοὺς εἰσπράκτορες-ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους, ὁ Πλάστης στὰ πλάσματα, ὁ εὐεργέτης στοὺς ὀφειλέτες.
Ἂς μὴν ὑπερηφανευόμαστε, λοιπόν, γιὰ τίποτα. Ἂς θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας τιποτένιο. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί; Ἂν τὸ παραδεχόμαστε καὶ τὸ ὁμολογοῦμε μὲ συντριβή, ὅπως ὁ τελώνης τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, γινόμαστε δίκαιοι. Εἴμαστε δίκαιοι; Ἂν πιστεύουμε ταπεινὰ πὼς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, γινόμαστε δύο φορὲς δίκαιοι. Γιατί «ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει τὴ χάρη Του» (Ἰακ. 4, 6).
πηγή: