Σε κάποια στιγμή της διαδρομής, λέγει η γερόντισσα Μακρίνα:
«Πόσο θαυμαστό θα ήταν για όλες μας να βρίσκαμε έξω από το εκκλησάκι τέσσερεις μεγάλες φέτες από χωριάτικο φρέσκο ψωμί και λίγα ώριμα σύκα».
Οι άλλες την κοίταξαν παράξενα, χαμογέλασαν λίγο, αλλά προχώρησαν στο ανηφορικό μονοπάτι.
Κάποτε, κατάκοπες έφθασαν στο ερημοκκλήσι της Παναγιάς.
Μπήκαν μέσα και βλέπουν κατάπληκτες πάνω στην γυμνή Αγία Τράπεζα, – διότι τα εξωκκλήσια δεν τα αφήνουν ενδεδυμένα, είναι ξεκάλυπτα δηλαδή, υπάρχει μόνο το μάρμαρο, ή το πολύ πολύ ένα μικρό ύφασμα – πάνω λοιπόν σ’ αυτήν την μικρή Αγία Τράπεζα τη γυμνή, είδαν κατάπληκτες τέσσερεις μεγάλες φέτες από φρέσκο ζεστό χωριάτικο ψωμί, και πάνω σε κάθε φέτα δύο μεγάλα ωριμότατα σύκα.
Σταυροκοπήθηκαν πολλές φορές, έκαμαν και πολλές στρωτές μετάνοιες, άναψαν τα καντήλια, έψαλαν με κλάματα και χαρά την Παράκληση της Παναγίας, και στο τέλος έφαγαν το ψωμί και τα σύκα.
Τα μάτια τους ήσαν πλημμυρισμένα από δάκρυα χαράς, θαυμασμού, καταπλήξεως και ευγνωμοσύνης. Το θαύμα ήταν ολοφάνερο.
Χριστιανοί μου, τέτοιου είδους θαύματα σας έχω διηγηθεί, και σε παλαιότερες ομιλίες μου, τα οποία συνέβησαν σε θεοσεβείς χριστιανούς, ειδικότερα στα σκληρά χρόνια της Κατοχής, όπου τα δοχεία τους από λάδι παρέμειναν για πολλούς μήνες γεμάτα, οι αποθήκες με τα λιγοστά ξύλα για τις θερμάστρες του χειμώνα να μην τελειώνουν ποτέ, παρόλο που τα χρησιμοποιούσαν κάθε μέρα, με τα λίγα δράμια από αλευράκι, ρύζι ή κανένα μακαρονάκι, συνεχώς και θαυματουργικά παρέμεναν άθικτα παρά την καθημερινή τους χρήση.
Ναι αδελφοί μου, οι εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελλατωθήσσονται παντός αγαθού, το βεβαιώνουμε κάθε φορά που ψάλλουμε την αρτοκλασία.
Ακόμα και με ένα κομμάτι αντίδωρο θα μπορούσε να ζήσει κανείς για πολλές μέρες, χωρίς ψωμί, φαγητό και νερό, αρκεί να έχει καθαρή ζωή, ταπεινό φρόνημα, μετάνοια και προπαντός ζωντανή ολόθερμη πίστη. Βέβαια, όταν ο Θεός δώσει αυτή την ευκαιρία και κάτω από άλλες κατάλληλες συνθήκες.
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου