Όταν σε Κατηγορούν πίσω από την πλάτη σου άδικα

Ο μακάριος Ζωσιμάς, αφού σφράγισε πρώτα το στόμα του με το σημείο του σταυρού, άρχισε να διδάσκει:

Ο Λόγος του Θεού τόση χάρη πρόσφερε με την ενανθρώπησή Του σ’ εκείνους που πίστεψαν και πιστεύουν σ’ Αυτόν -γιατί είναι δυνατόν και τώρα να πιστέψουμε, και από σήμερα να βάλουμε αρχή, αν θέλουμε-, ώστε όποιος θέλει μπορεί να θεωρεί ολόκληρο τον κόσμο σαν κάτι τιποτένιο. Φτάνει να το ποθεί η προαίρεση μας και να συνεργήσει η θεία χάρη.

Κι έπαιρνε ό,τι έβρισκε, άχυρο ή κουρέλι ή κάποιο άλλο ασήμαντο πράγμα, κι έλεγε:

Ποιός είν’ αυτός που αγωνίζεται ή τσακώνεται ή μνησικακεί ή θλίβεται για τούτο ’δω, αν δεν έχει στ’ αλήθεια χάσει το μυαλό του; Λοιπόν, ο άνθρωπος του Θεού, προχωρώντας και προκόβοντας πνευματικά, όλα τα θεωρεί σαν σκουπίδι, έστω κι αν είναι ο κόσμος ολόκληρος δικός του. Γιατί, όπως λέω, δεν βλάπτει το να έχεις, αλλά το να είσαι προσκολλημένος σ’ αυτά που έχεις.

Ποιός δεν γνωρίζει ότι το σώμα είναι το πολυτιμότερο απ’ όλα όσα έχουμε; Πώς λοιπόν, όταν οι περιστάσεις το καλούν, έχουμε εντολή να το καταφρονούμε; Και εφόσον έχουμε εντολή να καταφρονούμε ακόμα και το σώμα, πολύ περισσότερο όσα είναι έξω απ’ αυτό.

Θυμήθηκε τότε την περίπτωση του αδελφού με τα λαχανικά και αναρωτήθηκε:

Μήπως δεν έσπειρε, δεν κοπίασε, δεν τα καλλιέργησε; Μήπως τα ξερίζωσε και τα πέταξε; Όχι. Και όμως, τα είχε σαν να μην τα είχε. Απόδειξη, πως, όταν πήγε ο γέροντας εκείνος, θέλοντας να τον δοκιμάσει, και άρχισε να τα καταστρέφει, δεν τα λογάριασε καθόλου ο αδελφός. Αλλά σαν απόμεινε μία ρίζα μόνο, του είπε:

– Αν θέλεις, πάτερ, άφησέ την αυτή τη ρίζα, για να σου κάνω το τραπέζι.

Τότε κατάλαβε ο γέροντας πως ο αδελφός ήταν γνήσιος δούλος του Θεού και όχι των λαχανικών, και του λέει:

– Το Πνεύμα του Θεού, αδελφέ, έχει αναπαυθεί επάνω σου!

Αν είχε προσπάθεια[1] στα λαχανικά, θα φανερωνόταν αμέσως με τη θλίψη και την ταραχή του. Εκείνος όμως έδειξε ότι τα είχε σαν να μην τα είχε.

Κάτι τέτοια, έλεγε ο αββάς Ζωσιμάς, τα επισημαίνουν οι δαίμονες. Και αν δουν κάποιον ν’ αντιμετωπίζει τα πράγματα χωρίς προσπάθεια, αφού ούτε ταράζεται ούτε θλίβεται, γνωρίζουν ότι αυτός, μολονότι βρίσκεται στη γη, δεν έχει μέσα του γήινο φρόνημα.

*

Έλεγε πάλι, πως υπάρχουν διάφορες βαθμίδες προαιρέσεων. Και μπορεί προαίρεση θερμή να προσφέρει στο Θεό μέσα σε μια ώρα τόσα, όσα άλλη προαίρεση νωθρή δεν προσφέρει ούτε σε πενήντα χρόνια. Και αν δουν οι δαίμονες ότι κάποιος βρίστηκε ή ατιμάστηκε ή ζημιώθηκε ή έπαθε οτιδήποτε παρόμοιο, και θλίβεται όχι επειδή έπαθε άδικα, μα επειδή δεν υπέμεινε με γενναιότητα, φοβούνται. Γιατί ξέρουν ότι μπήκε στο δρόμο της αλήθειας, και θέλει να βαδίζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού.

Θυμήθηκε τότε τον άγιο Παχώμιο, που ήθελε να μεγαλώσει το μοναστήρι, και γι’ αυτό τον μάλωσε ο μεγαλύτερος αδελφός του, λέγοντας:

– Πάψε να είσαι φαντασμένος!

Και ο άγιος Παχώμιος, αν και είχε δεχθεί θεία αποκάλυψη γι’ αυτό το έργο, είπε μόνο:

– Παρακινήθηκα από την ιδέα ότι θα ήταν καλό.

Κυριάρχησε στην καρδιά του και δεν αντιμίλησε καθόλου. Τη νύχτα κατέβηκε σ’ ένα μικρό υπόγειο και άρχισε να κλαίει και να προσεύχεται λέγοντας:

– Ω Θεέ μου, το σαρκικό φρόνημα ζει ακόμα μέσα μου… Αλίμονό μου! Μετά από τόση άσκηση και προετοιμασία της καρδιάς, πάλι αρπάζομαι από το θυμό, έστω και για καλό. Ελέησέ με, να μη χαθώ, Κύριε!

Μ’ αυτά τα λόγια προσευχόταν. Έμεινε όλη τη νύχτα επαναλαμβάνοντάς τα με κλάματα, ώσπου ξημέρωσε. Και ήταν τόσος ο ιδρώτας που έχυσε -γιατί ήταν καλοκαίρι και καιγόταν ο τόπος- ώστε το χώμα κάτω απ’ τα πόδια του έγινε λάσπη.

*

Μιαν άλλη φορά είπε:

Αν κανείς φέρει στο νου κάποιον που τον λύπησε ή τον ζημίωσε ή τον ντρόπιασε ή τον κατηγόρησε χωρίς λόγο ή του έκανε οποιοδήποτε άλλο κακό, και αρχίσει να πλέκει λογισμούς εναντίον του, αυτός επιβουλεύεται την ίδια του την ψυχή, όπως οι δαίμονες, και είναι αρκετός μόνος του για την καταστροφή του. Αλλά τι λέω «να πλέκει λογισμούς»; Αν δεν τον θυμάται σαν ευεργέτητου, αδικεί τρομερά τον εαυτό του! Γιατί λες ότι πάσχεις; Αυτός σε καθαρίζει και οφείλεις να τον θεωρείς σαν γιατρό σταλμένο από τον Χριστό. Αυτό καθεαυτό άλλωστε, το ότι πάσχεις είναι δείγμα αρρωστημένης ψυχής. Αν δεν ήσουν άρρωστος δεν θα έπασχες. Και πρέπει να ευγνωμονείς τον αδελφό, γιατί χάρη σ’ αυτόν έμαθες την πορεία της αρρώστιας σου. Οφείλεις επομένως να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα σταλμένα από τον Ιησού.

Αν όμως όχι μόνο δεν τον ευχαριστείς, αλλά και λυπάσαι και τον κατηγορείς και πλέκεις λογισμούς εναντίον του, είναι σαν να λες στον Ιησού:

-Δεν θέλω να γιατρευτώ από Σένα! Δεν θέλω τα φάρμακά Σου! Θέλω να σαπίσω στα τραύματά μου! Θέλω να γίνω δούλος των δαιμόνων!

Αυτή όμως η αντίδραση είναι όλεθρος και κόλαση αιώνια για την ψυχή. Ενώ, αντίθετα, σωτηρία της είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού, γιατί αυτές, σαν όργανα καυτηριασμού και καθαρτικά, την καθαρίζουν από τις κακίες. Όποιος επομένως θέλει και ποθεί να γιατρευτεί, είναι ανάγκη να υπομείνει όσα επιβάλλει ο γιατρός. Άλλωστε, ούτε ο άρρωστος εγχειρίζεται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο με ευχαρίστηση. Πείθει όμως τον εαυτό του ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατο ν’ απαλλαγεί από την ασθένεια. Παραδίνεται λοιπόν στο γιατρό, ξέροντας ότι με λίγη ταλαιπωρία θα γλυτώσει από πολλή αδιαθεσία και πολυχρόνια αρρώστια.

Καυτήρας του Ιησού είναι όποιος μας βλάπτει.

*

Αφαίρεσε τους πειρασμούς και τον πόλεμο των λογισμών, και κανείς δεν γίνεται άγιος. «Όποιος αποφεύγει ωφέλιμο πειρασμό, αποφεύγει την αιώνια ζωή», είπε κάποιος από τους πατέρες.

Ποιος προξένησε στους αγίους μάρτυρες εκείνα τα στεφάνια, αν όχι όσοι τους αδίκησαν; Ποιος έγινε αίτια να χαριστεί στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, αν όχι όσοι τον λιθοβόλησαν;

*

Πρέπει να καταλάβουμε, ότι κανένας δεν λέει τόσο την αλήθεια, όσο αυτοί που μας κατηγορούν. Ξέρει ο παντογνώστης Κύριος ότι, κι αν ακόμα όλοι οι άνθρωποι επαινούν και μακαρίζουν τις πράξεις μου, στην πραγματικότητα είναι αξιοκατάκριτες και αξιοκαταφρόνητες. Ενώ αν πουν, «Αυτό κι αυτό το κακό έκανες», εγώ θα πω, «Μα μήπως έκανα και κανένα καλό;». Γιατί κανένας δεν λέει τόσο χοντρό ψέμα, όσο αυτοί που μ’ επαινούν και με μακαρίζουν. Και κανένας δεν λέει την αλήθεια τόσο, όσο εκείνοι που με κατηγορούν και μ’ εξευτελίζουν, καθώς είπα. Και πάλι δεν λένε όλη την αλήθεια. Γιατί αν μπορούσαν να δουν, δεν λέω το πέλαγος των κακών μου, αλλά έστω κι ένα μικρό μέρος απ’ αυτά, θ’ αποστρέφονταν την ακαθαρσία, το βόρβορο και τη δυσωδία της ψυχής μου.

Αν γίνουν τα σώματα των ανθρώπων γλώσσες για να μας κατηγορούν, είμαι βέβαιος ότι και πάλι κανένας δεν θα μπορέσει να περιγράψει άξια την αναξιότητά μας. Γιατί καθένας που μας κατηγορεί, λέει μόνο ένα μέρος. Όλα είναι αδύνατο να τα ξέρει.

Αν ο δίκαιος Ιώβ είπε, «είμαι γεμάτος ατιμία» (Ιώβ 10:15) -και το «γεμάτος» δεν παίρνει καμιά προσθήκη-, τι να πούμε εμείς, που είμαστε πέλαγος όλων των κακιών; Ο διάβολος μας ταπείνωσε με κάθε αμάρτημα. Οφείλουμε ωστόσο να ευγνωμονούμε το Θεό, που έτσι ταπεινωθήκαμε. Όσοι ευγνωμονούν γιατί ταπεινώθηκαν, συντρίβουν το διάβολο, αφού, καθώς είπαν οι πατέρες, αν κατέβει η ταπείνωση στον άδη, υψώνεται ως τον ουρανό˙ και αν η υπερηφάνεια υψωθεί ως τον ουρανό, καταποντίζεται στον άδη.

Ποιος μπορεί τάχα να πείσει τον ταπεινό να πλέξει λογισμούς εναντίον κάποιου ή να τον κατηγορήσει ή έστω ν’ ανεχθεί μομφή για τον πλησίον; Ό,τι πάθει ή ακούσει ο ταπεινός, παίρνει αφορμή για να κατηγορεί και να βρίζει τον εαυτό του.

Και έφερε σαν παράδειγμα τον αββά Μωυσή, που τον έδιωξαν οι κληρικοί από το ιερό, λέγοντάς του:

– Πήγαινε έξω, αράπη!

Κι εκείνος άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του:

– Ακάθαρτε! Μαύρε! Καλά σου κάνανε! Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τι θες και πας με τους ανθρώπους;

Πράγματι, πρόσθεσε ο αββάς Ζωσιμάς, οποίος ποθεί τον αληθινό ίσιο δρόμο, μαλώνει αυστηρά τον εαυτό του, όταν ταράζεται, και τον ελέγχει αδιάκοπα: «Τι μανιάζεις, ψυχή μου; Τι ταράζεσαι κι αφρίζεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνεις πως είσαι άρρωστη. Αν δεν ήσουν, δεν θα πονούσες! Γιατί, αντί να μέμφεσαι τον εαυτό σου, τα βάζεις με τον αδελφό, που σου φανέρωσε την αρρώστια σου; Μάθε αληθινά και στην πράξη τις εντολές του Χριστού. Εκείνος «τις λοιδορίες δεν τις ανταπέδιδε, κι όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α΄ Πέτρ. 2:23). Άκουσέ Τον να λέει και έμπρακτα να το δείχνει: «Έδωσα τη ράχη μου σε μαστίγωμα και τα σαγόνια σε ραπίσματα˙ δεν γύρισα αλλού το πρόσωπό μου, για ν’ αποφύγω την ντροπή από τα φτυσίματα » (Ησ. 50:6). Κι εσύ, άθλια ψυχή, για μία βρισιά ή προσβολή, παραδίνεσαι στο πλέξιμο χιλίων δύο λογισμών, κι έτσι επιβουλεύεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, όπως οι δαίμονες».

Το σταυρό του Χριστού τον βλέπουμε. Τα πάθη Του, που πέρασε για μας, τα διαβάζουμε κάθε μέρα. Και όμως, δεν ανεχόμαστε καμιά προσβολή… Πάει, ξεφύγαμε από τον ίσιο δρόμο.

*

Κάποτε τον ρώτησαν:

– Πώς μπορεί κανείς, όταν τον κακολογούν και τον εξευτελίζουν, να μη θυμώνει;

Και αποκρίθηκε:

– Όποιος θεωρεί τον εαυτό του τιποτένιο, δεν ταράζεται, καθώς είπε και ο αββάς Ποιμήν: «Αν εξευτελίσεις τον εαυτό σου, θα βρεις ανάπαυση».

*

Ένας από τους αδελφούς που έμειναν μαζί μου και πήραν από μένα το μοναχικό σχήμα, μου λέει μία μέρα:

– Αββά μου, σ’ αγαπώ πολύ.

– Δεν βρήκα ακόμα κάποιον που να μ’ αγαπάει όπως τον αγαπώ εγώ, του απάντησα. Να, τώρα λες εσύ «σ’ αγαπώ». Το πιστεύω. Αν όμως γίνει κάτι που δεν σ’ αρέσει, δεν θα μείνεις ο ίδιος. Ενώ εγώ, ό,τι κακό κι αν πάθω από σένα, δεν θα σταθεί ικανό να με χωρίσει από την αγάπη σου.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και -δεν ξέρω τι τον έπιασε- άρχισε να λέει πολλά εναντίον μου, ακόμα κι αισχρολόγα. Τα μάθαινα όλα, αλλά έλεγα στον εαυτό μου: «Είναι ο καυτήρας του Ιησού, που στάλθηκε για να γιατρέψει την κενόδοξη ψυχή μου. Από κάτι τέτοιους μπορεί να βγει κανείς κερδισμένος, αν βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, ενώ από κείνους που τον επαινούν ζημιώνεται. Αυτός είναι αληθινός ευεργέτης μου».

Έλεγα μάλιστα σ’ εκείνους που μου ’φερναν τα μαντάτα:

– Μόνο τα φανερά μου κακά ξέρει. Κι αυτά όχι όλα, ένα μέρος μόνο. Τα κρυφά μου όμως είναι αναρίθμητα.

Μετά από καιρό με συναντάει στην Καισάρεια. Έρχεται, όπως συνήθιζε, με αγκαλιάζει και με φιλάει με θέρμη. Κάνω κι εγώ το ίδιο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Γιατί όσον καιρό μου έσερνε όλα τούτα, κάθε φορά που με συναντούσε μ’ αγκάλιαζε εγκάρδια. Κι εγώ δεν του έδειχνα καμιάν επιφυλακτικότητα ούτε το παραμικρό σημάδι πικρίας, αν και τα μάθαινα όλα.

Αυτή τη φορά όμως πέφτει στα πόδια μου και μου λέει:

– Συγχώρεσέ με, αββά μου, για τ’ όνομα του Κυρίου, γιατί πολλά και φοβερά ξεστόμισα εναντίον σου.

Κι εγώ, αφού τον φίλησα με θέρμη, του αποκρίθηκα χαριτολογώντας:

– Θυμάται η θεοφιλία σου το λόγο που μου είπες κάποτε; Ας πληροφορηθεί λοιπόν η καρδία σου, ότι τίποτα δεν μου ξέφυγε απ’ όσα είπες. Όλα τα έμαθα, και πού και σε ποιους τα είπες. Δεν είπα όμως ποτέ ότι δεν είναι έτσι, ούτε μ’ έπεισε κανείς να πω κακό λόγο για σένα. Ούτε παρέλειψα ποτέ να σε μνημονεύω στις προσευχές μου. Και θα σου φέρω ένα τεκμήριο της αγάπης μου: Κάποτε πόνεσε πολύ το μάτι μου. Τότε σ’ έφερα στο νου μου και, σταυρώνοντάς το, είπα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, με τις ευχές του αδελφού, θεράπευσέ με». Και αμέσως γιατρεύτηκα!

*

Θυμήθηκε τότε ο μακάριος κάποιον αββά πραότατο, που, για τη μεγάλη του αρετή και τα θαυμαστά σημεία που επιτελούσε, όλη η χώρα τον τιμούσε σαν άγγελο Θεού.

Μία μέρα πήγε κάποιος, παρακινημένος από τον πονηρό, και τον έβρισε βαριά μπροστά σε όλους. Ο γέροντας στεκόταν προσέχοντάς τον μέσα στο στόμα και λέγοντας:

– Η χάρη του Θεού στο στόμα σου, αδελφέ.

– Ναι, ελεεινέ, γεροφαγά!… συνέχιζε μανιασμένος εκείνος. Αυτά τα λες για να φανείς στους άλλους πράος.

– Πράγματι, αδελφέ μου, παραδέχτηκε ο γέροντας, αυτό που λες είναι αληθινό.

Μετά το επεισόδιο, τον ρώτησε κάποιος:

– Δεν ταράχτηκες καθόλου, καλόγερε;

– Όχι! αποκρίθηκε. Ένιωθα σαν να σκέπαζε την ψυχή μου ο Θεός.

*

Όταν ήμουν σ’ ένα μοναστήρι της Τύρου, πριν βγω στην έρημο, μας επισκέφθηκε ένας ενάρετος ασκητής την ώρα που διαβάζαμε τα «Αποφθέγματα των αγίων Γερόντων».

Διαβάζοντας, φτάσαμε στο γέροντα εκείνο, που πήγαν ληστές και του είπαν:

– Θέλουμε όλα όσα έχεις στο κελλί σου.

Κι εκείνος απάντησε:

– Όσα σας φαίνονται καλά, παιδιά μου, πάρτε τα.

Τα πήραν λοιπόν όλα κι έφυγαν. Άφησαν μόνο ένα σκαλιστήρι. Το παίρνει αμέσως ο γέροντας και τρέχει ξοπίσω τους φωνάζοντας:

– Παιδιά, πάρτε κι αυτό που ξεχάσατε!

Οι ληστές τότε, θαυμάζοντας την ανεξικακία του, τα επέστρεψαν όλα στο κελλί του και μετανοημένοι, είπαν μεταξύ τους:

– Πραγματικά, άνθρωπος του Θεού είναι τούτος εδώ…

Μόλις λοιπόν διαβάσαμε αυτό το επεισόδιο, μου λέει ο επισκέπτης μας ασκητής:

– Ξέρεις, αββά μου, αυτό το περιστατικό πολύ με ωφέλησε.

– Πώς, πάτερ; τον ρώτησα.

Και μου διηγήθηκε:

– Κάποτε, που έμενα στα μέρη του Ιορδάνη, το διάβασα, θαύμασα το γέροντα κι έκανα προσευχή: «Κύριε, Εσύ που με αξίωσες να πάρω το σχήμα των αγίων αυτών γερόντων, αξίωσέ με ν’ ακολουθήσω και τα ίχνη τους».

Καθώς λοιπόν είχα τούτον τον πόθο, μετά από δύο μέρες κάποιοι μου χτύπησαν την πόρτα. Κατάλαβα πως ήταν ληστές και είπα μέσα μου: «Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι καιρός να δείξω τον καρπό του πόθου μου». Άνοιξα και τους δέχτηκα με ιλαρότητα. Άναψα ένα λυχνάρι και άρχισα να τους δείχνω τα πράγματα, λέγοντας:

– Μην ανησυχείτε. Πιστεύω ότι, με τη χάρη του Κυρίου, δεν θα σας κρύψω τίποτα.

– Έχεις χρυσάφι; με ρώτησαν.

– Ναι, έχω τρία νομίσματα.

Και άνοιξα μπροστά τους ένα κουτί. Τα πήραν κι έφυγαν ειρηνικά.

Τότε εγώ -συνέχισε ο αββάς Ζωσιμάς- αστειευόμενος του είπα:

– Γύρισαν πίσω κι αυτοί, όπως οι άλλοι στο γέροντα;

– Θεός φυλάξοι! μου απάντησε αμέσως. Μα δεν ήθελα να επιστρέψουν!

*

Ο μακάριος Σέργιος μου διηγήθηκε τα εξής:

Βαδίζαμε κάποτε μ’ έναν άγιο γέροντα και χάσαμε το δρόμο. Χωρίς να ξέρουμε που πάμε, βρεθήκαμε σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και πατήσαμε κατά λάθος λίγα σπαρτά. Μόλις μας πήρε είδηση ο γεωργός, έγινε έξω φρενών κι άρχισε να μας βρίζει:

– Μοναχοί είστε σεις; Αν είχατε φόβο Θεού, τέτοιο πράγμα δεν θα κάνατε!

Τότε μας λέει ο άγιος γέροντας:

– Για τ’ όνομα του Θεού, μη μιλήσει κανείς!

Και είπε στο γεωργό με πραότητα:

– Καλά λες, παιδί μου! Αν είχαμε φόβο Θεού, δεν θα το κάναμε.

Εκείνος όμως συνέχισε να μας βρίζει αγριεμένος.

Ο γέροντας πάλι παραδέχτηκε:

– Έχεις δίκιο. Αν ήμασταν πραγματικοί μοναχοί, δεν θα σου κάναμε τέτοια ζημία! Αλλά, για τον Κύριο, συγχώρεσέ μας, σε παρακαλούμε, που αμαρτήσαμε.

Κατάπληκτος τότε εκείνος, ρίχνεται στα πόδια του γέροντα, λέγοντας:

– Εσύ συγχώρεσέ με, αββά, για τον Κύριο, και πάρε με μαζί σου.

Και ο μακάριος Σέργιος με βεβαίωσε:

– Πραγματικά, μας ακολούθησε και έλαβε το μοναχικό σχήμα.

Και τόνιζε ο αββάς Ζωσιμάς:

Να τι κατόρθωσε, μετά το Θεό, η πραότητα και η ειλικρινής ομολογία του αγίου: Να σώσει ψυχή πλασμένη «κατ’ εικόνα Θεού», που την προτιμάει ο Κύριος περισσότερο από μύριους κόσμους με όλα τα αγαθά τους!…

*

Μου διηγήθηκε ένας αδελφός τα ακόλουθα:

Είχαμε πολλή αγάπη με κάποιο διάκο της λαύρας του αββά Γερασίμου στον Ιορδάνη. Κάποτε όμως, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο, άρχισε να μου φέρεται ψυχρά. Τον ρώτησα να μάθω την αιτία, και μου είπε:

– Αυτό κι αυτό έκανες.

Εγώ τον βεβαίωσα ότι δεν είχα κάνει τίποτα τέτοιο, μα εκείνος μου απάντησε:

– Συγχώρεσέ με, αλλά δεν πείθομαι ότι είναι έτσι που τα λες.

Γυρίζοντας στο κελλί μου, άρχισα να ερευνώ τη συνείδησή μου, αν είχα κάνει τέτοιο πράγμα, αλλά δεν έβρισκα.

Η ψυχρότητα όμως με το διάκο συνεχιζόταν. Τότε θυμήθηκα τα λόγια των αγίων Πατέρων και, στρέφοντας λίγο το λογισμό μου, λέω στον εαυτό μου: «Ο διάκος μ’ αγαπάει γνήσια, και γι’ αυτό πήρε το θάρρος να μου φανερώσει ό,τι είχε η καρδιά του για μένα, ώστε να μην το ξανακάνω. Αλλά εσύ, άθλια ψυχή, λες ότι δεν το έκανες αυτό. Μύρια όμως κακά έχεις κάνει και τα έχεις λησμονήσει. Πού είναι όσα έκανες χθες η πριν δέκα μέρες; Τα θυμάσαι; Κι αυτό λοιπόν το έκανες, όπως κι εκείνα, και το ξέχασες, όπως κι εκείνα».

Με τέτοιο λογισμό σηκώθηκα και πήγα να του βάλω μετάνοια. Χτύπησα την πόρτα. Αλλά μόλις άνοιξε, μου έβαλε πρώτος μετάνοια, λέγοντας:

– Συγχώρεσέ με, αδελφέ, γιατί με εξαπάτησαν οι δαίμονες και σε υποψιάστηκα άδικα για κείνη την περίπτωση. Με πληροφόρησε όμως ο Θεός, ότι πραγματικά εσύ είσαι αθώος.

Και δεν με άφησε να του πω τίποτα, επιμένοντας ότι δεν υπάρχει πιά λόγος.

*

Θαύμαζε ο αββάς Ζωσιμάς την ευσπλαχνία των αγίων ακόμα και σ’ όσους τους αδικούσαν, και διηγήθηκε την ακόλουθη διδακτική ιστορία, όπως του την περιέγραψε κάποιος ηγούμενος:

Κοντά στο κοινόβιό μας ασκήτευε ένας γέροντας με αγαθότατη ψυχή.

Μια φορά που απουσίασε, κάποιος γείτονάς του μοναχός πήγε στο κελλί του και του πήρε όλα τα σκεύη και τα βιβλία.

Όταν γύρισε ο γέροντας και δεν βρήκε τα πράγματά του, πήγε ανυποψίαστος να το πει στον αδελφό. Βρίσκει λοιπόν εκεί όλα τα σκεύη του μες στη μέση, γιατί ο άλλος δεν είχε προλάβει να τα κρύψει.

Ο γέροντας, μη θέλοντας να τον ντροπιάσει ούτε να τον μαλώσει, προσποιήθηκε ότι τον έπιασε τάχα «κόψιμο». Βγήκε αμέσως, πήγε στο αποχωρητήριο κι έμεινε εκεί αρκετή ώρα, ώσπου να κρύψει ο αδελφός τα πράγματα. Όταν επέστρεψε ο γέροντας, άρχισε να συζητάει γι’ άλλα θέματα. Για την κλοπή δεν του είπε τίποτα.

Μετά από λίγες μέρες όμως κάποιοι άλλοι αναγνώρισαν τα κλεμμένα σκεύη κι έβαλαν τον κλέφτη στη φυλακή, χωρίς να το μάθει ο ίδιος ο γέροντας. Όταν αργότερα πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός είναι στη φυλακή, λυπήθηκε πολύ. Δεν ήξερε όμως για ποιαν αίτια φυλακίστηκε. Ήρθε λοιπόν σε μένα -συνεχίζει ο ηγούμενος- και μου λέει:

– Κάνε αγάπη, αββά, δώσε μου μερικά αυγά και λίγο άσπρο ψωμί.

– Έχεις κάποιον φιλοξενούμενο; τον ρώτησα.

– Ναι, μου απάντησε.

Στην πραγματικότητα τα ήθελε για να τα πάει στη φυλακή και να παρηγορήσει λίγο τον αδελφό.

Μόλις τον είδε εκείνος, πέφτει στα πόδια του, λέγοντας:

– Για σένα είμαι έδω, αββά, γιατί εγώ έκλεψα τα πράγματά σου. Αλλά να, το βιβλίο σου είναι στον τάδε, το ιμάτιό σου στον δείνα…

– Ας πληροφορηθεί η καρδία σου, παιδί μου, του είπε ο γέροντας, ότι δεν ήρθα εδώ γι’αυτό ούτε έμαθα ολότελα ότι είσαι στη φυλακή εξαιτίας μου. Αλλά όταν άκουσα πως βρίσκεσαι εδώ, λυπήθηκα και ήρθα να σε παρηγορήσω -να, δες και τ’ αυγά και το ψωμί. Τώρα όμως που το μαθαίνω, θα κάνω το παν, ώσπου να σε βγάλω απ’ τη φυλακή.

Πράγματι, πήγε και παρακάλεσε μερικούς μεγάλους, που τους ήταν γνωστός για την αρετή του, κι αυτοί έστειλαν και τον ελευθέρωσαν.

*

Είχαν να λένε πάλι για τον ίδιο γέροντα, ότι πήγε κάποτε στην αγορά και αγόρασε ένα ιμάτιο. Έδωσε ένα χρυσό νόμισμα κι έπρεπε να συμπληρώσει ακόμα μερικά κέρματα. Κάθισε πάνω στο ιμάτιο και άρχισε να μετράει στον πάγκο.

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ότι κάποιος προσπαθούσε να του κλέψει το ιμάτιο. Μόλις το κατάλαβε ο γέροντας, όντας στο έπακρο σπλαχνικός, λίγο λίγο ανασηκωνόταν, τάχα για να φτάνει τα κέρματα στον πάγκο, ώσπου ο άλλος πήρε το ιμάτιο κι έφυγε.

Και έλεγε ο μακάριος Ζωσιμάς:

Πόση αξία είχαν τα σκεύη ή το ιμάτιο που έχασε; Αλλά η προαίρεσή του ήταν μεγάλη. Απόδειξη, ότι, κι όταν του τα πήραν, έμεινε ο ίδιος: ούτε λυπημένος, ούτε ταραγμένος.

Ας αγωνιστούμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, να μιμηθούμε τους αγίους Πατέρες, ώστε να φέρουμε καρπούς πνευματικούς κι έτσι να κερδίσουμε τα αιώνια αγαθά.

Αββά Ζωσιμά, Η Όταν σε αδικούν, Η φωνή των Πατέρων, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 2018

Δείτε και ένα σχετικό Βίντεο για αυτό το Θέμα:


 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology