Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος. (Κατά Ματθαίον κεφ. 27 στ. 54)
Όλοι μας έχουμε ακουστά στο Ευαγγέλιο για τον εκατόνταρχο της Σταύρωσης. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης που τελείται η Ακολουθία των Αγίων Παθών ακούμε ότι ο εκατόνταρχος αυτός ήταν ο επικεφαλής αξιωματικός της φρουράς που είχε αναλάβει τη Σταύρωση του Ιησού και των δύο ληστών, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε και τη φύλαξη του τάφου. Στους περισσότερους δεν είναι γνωστό ότι λεγόταν Λογγίνος. Ούτε επίσης γνωρίζουν την μετέπειτα ιστορία του και το μαρτύριό του. Όλα εξιστορούνται παρακάτω στο παρόν πασχαλινό μας άρθρο.
Η ομολογία του στη Σταύρωση
Ο Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος έζησε στα χρόνια της επίγειας ζωής του Ιησού Χριστού και καταγόταν από την πόλη Σανδιάλη της Καππαδοκίας. Τελούσε υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου από τον οποίο πήρε την εντολή να τελέσει την ποινή της Σταύρωσης του Θεανθρώπου με τους στρατιώτες του, όπως επίσης λίγο μετά και την φύλαξη του τάφου του Ιησού. Όπως είναι γνωστό οι 12 Απόστολοι είχαν κρυφτεί σ’ ένα σπίτι στην Ιερουσαλήμ εξαιτίας του φόβου τους για τη σύλληψή τους από τους Ιουδαίους. Ο Λογγίνος όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η ψυχή του είχε συγκινηθεί πολύ από την άδικη Σταύρωση του αθώου Χριστού. Τότε είδε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του τα θαυμάσια και συνάμα τρομακτικά σημεία και θαύματα που έγιναν εκείνες τις στιγμές λίγο πριν και μετά το θάνατο του Κυρίου. Είδε το σκοτάδι που σκέπασε όλη τη γη, κατόπιν το σεισμό και τους τάφους που άνοιξαν και τους νεκρούς που αναστήθηκαν. Ο Λογγίνος κυριεύθηκε από ιερό φόβο, συναισθάνθηκε την παντοδυναμία του Θεού και έπεσε στα πόδια του Εσταυρωμένου Κυρίου και με φωνή μεγάλη είπε Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος. (Κατά Ματθαίον κεφ. 27 στ. 54)
Φύλακας του τάφου και αυτόπτης μάρτυρας της Ανάστασης
Όταν ενταφιάστηκε το σώμα του Ιησού διέταξε ο Πιλάτος τον Λογγίνο να φυλάξει τον τάφο με την κουστωδία του. Μολονότι ο εκατόνταρχος είχε αγαθή γνώμη για το Χριστό και πίστεψε στη θεότητά του, όπως και το ομολόγησε στο Γολγοθά, εντούτοις υπάκουσε στην εντολή του Πιλάτου. Κατά την Ανάσταση του Ιησού όταν ο Λογγίνος με τους στρατιώτες του ένοιωσαν το σεισμό και τον άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, με όλη τη λάμψη του και να αποτραβάει τον λίθο που σφράγιζε την είσοδο του τάφου έπεσαν όλοι κατά γης τρομαγμένοι, από το αναπάντεχο αυτό θαύμα και βλέποντας τον Ιησού να βγαίνει ολοζώντανος μέσα στη θεϊκή του δόξα, η συγκίνησή του έγινε πλέον θρησκεία. Πίστεψε ο Λογγίνος και οι στρατιώτες του ότι είναι Θεός αληθινός και όταν πλησίασαν τον τάφο και είδαν μόνο το σάβανο μέσα φώναξαν Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος, όπως και ο Λογγίνος το είπε στο Γολγοθά.
Η συκοφάντηση της Ανάστασης και η δωροδοκία των φρουρών και η στάση του Λογγίνου
Μετά το θαυμαστό άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου, έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν τα γενόμενα στους Αρχιερείς.
Εκείνοι δε, επειδή θεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν την δωροδοκία.
Έδωκαν στου φρουρούς αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που αυτοί κοιμούνταν και έκλεψαν το σώμα του Χριστού. Αυτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας. Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το σπουδαιότερο. Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται από ανθρώπους, που υποτίθεται κοιμούνταν;
Ο πιστός Λογγίνος όμως δεν έλαβε κανένα αργύριο, αλλ' ούτε και θέλησε να ενδώσει στις πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων. Απεναντίας, με παρρησία έλεγξε την συκοφαντία των Εβραίων και κήρυξε ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ανέστη εκ νεκρών. Ο Κύριος όμως, τον Οποίον ομολόγησε ως Θεό, επεφύλαξε στον αγαθό Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του μαρτυρίου υπέρ αυτού.
Η παραίτηση του από το Ρωμαϊκό στρατό και η καταδίκη του σε θάνατο
Αυτά, όταν τα έμαθαν ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν. Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν νωρίτερα απ' αυτούς, τους φθονερούς και δολοφόνους, απορρίπτει τη ζώνη και τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του, απαρνείται τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα του, την Καππαδοκία σε ένα κτήμα πατρογονικό του, μαζί με δύο στρατιώτες της συνοδείας του που πίστευσαν στον Χριστό και έκτοτε ζούσαν μια ζωή ασκητική και ατάραχη.
Εκεί, λοιπόν, γίνεται - μετά των συντρόφων του - κήρυκας των παραδόξων και θαυμασίων του Χριστού και άλλος απόστολος. Κηρύττει όσα έζησε κατά την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του διαδόθηκε σχεδόν σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός αληθινός.
Αυτό, όταν το έμαθαν οι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν, αλλά και ξέσπασαν το μίσος τους για το Χριστό εναντίον του. Μαζεύτηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβέριο.
Ο Πιλάτος ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το αξίωμά του και την πίστη του και κήρυττε έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα αιώνιο, παρέσυρε στη γνώμη αυτή τους περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον Τιβέριο, έστειλαν και χρυσάφι για να τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο σε θάνατο. Δεν πέρασε πολύς καιρός και φτάνει από τη Ρώμη η απάντηση με το πρόσταγμα του Τιβέριου. Να τιμωρηθεί με θάνατο ο Λογγίνος, ως εχθρός της Αυτοκρατορίας. Μια και δυο σηκώνεται ο Πιλάτος και ορίζει τους στρατιώτες που θα πάνε στη Καππαδοκία να εκπληρώσουν τη διαταγή και να φέρουν στην Ιερουσαλήμ το κεφάλι του Εκατόνταρχου. Και μαζί με τον Εκατόνταρχο, πρόσταξε ο Πιλάτος να αφανιστούν κι οι δύο σύντροφοι, που είχαν παρατήσει μαζί με το Λογγίνο το στρατιωτικό αξίωμα και κήρυτταν εκεί, όπως κι αυτός, το Χριστό.
Η φιλοξενία των δημίων του
Κινήσανε οι αποσταλμένοι της εξουσίας και εξετάζανε τα μέρη, γυρεύοντας να βρουν το Λογγίνο και ρωτώντας πού ζει. Και μαθαίνοντας πως τραβήχτηκε στο πατρικό χωριό του, πήρανε βιαστικά το δρόμο του χωριού εκείνου. Και πορεύονταν μυστικά, αναζητώντας το Λογγίνο και ρωτώντας γι’ αυτόν σα να του φέρνανε μήνυμα χαρμόσυνο και τιμές. Έτσι, το θέλημα του Θεού ήταν, ν’ ανταμώσουν οι στρατιώτες του Πιλάτου το Λογγίνο στην άκρη του χωριού. Και κείνος, καθώς ήτανε γεμάτος από Άγιο Πνεύμα, τους γνώρισε και κατάλαβε τί θέλανε. Σηκώθηκε να τους καλωσορίσει, τους μίλησε με αγάπη λόγια εγκάρδια και προσφέρθηκε να τους υπηρετήσει, χωρίς να γνωρίζουν ποιος τους φιλοξενούσε. Ο Λογγίνος έπειτα ενημέρωσε τους δύο πρώην στρατιώτες του να έρθουν στο σπίτι του καθώς και να τους προετοιμάσει για το μαρτύριό τους.
Η αποκάλυψη του στους δημίους και η αποκεφάλισή του
Αφού τους φιλοξένησε ένα βράδυ, το επόμενο πρωί κι αφού ο Λογγίνος με τους δύο φίλους του προσευχήθηκαν για την επερχόμενη ώρα της θυσίας τους και στη συνέχεια τους αποκάλυψαν ποιοι ήταν και για ποιο λόγο εκείνοι είχαν έρθει. Αρχικά οι απεσταλμένοι των Ιουδαίων δίστασαν, πώς θα μπορούσαν να κάνουν ένα τόσο μεγάλο κακό σε αυτόν που τους φιλοξένησε. Εκείνος όμως και οι δύο φίλοι ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν για το Χριστό και αφού τους έπεισαν να κάνουν αυτό για το οποίο είχαν έρθει τους αποκεφάλισαν και τους τρεις. Την τίμια κεφαλή του Εκατόνταρχου οι στρατιώτες την πήγανε στον Πιλάτο, μαρτυρία του θανάτου. Κι οι Ιουδαίοι βγάλανε απόφαση και την πετάξανε έξω από την πόλη στα σκουπίδια. Κι έμεινε η κεφαλή πεταμένη πέρα από τα τείχη, ώσπου τη σκεπάσανε ολότελα τα χώματα και τα σκουπίδια της πόλεως. Ο Κύριος όμως δεν άφησε την τιμία κεφαλή να μείνει εκεί περιφρονημένη στην κοπριά που την έριξαν. Την φύλαξε αόρατη και την προστάτευε από το βρωμερό μέρος που την έριξαν. Μετά από λίγους αιώνες τη βρήκε μια τυφλή γυναίκα μετά από θαύμα ζητώντας να ξαναβρεί την όρασή της, κατόπιν μετά από υπόδειξη του Αγίου Λογγίνου, η Τιμία Κάρα του μεταφέρθηκε στην πατρίδα του τη Σανδιάλη της Καππαδοκίας όπου και χτίστηκε Ιερός Ναός προς τιμήν του. Η μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο στις 16 Οκτωβρίου.
Γιώργος Λινοξυλάκης
Tags:
Συναξάρι