Ο Αγ.Νικόλαος Πλανάς ήταν άκακος σαν μικρό παιδί και δε περνούσε ποτέ το κακό από το μυαλό του. Γι’ αυτό έπεφτε συχνά θύμα επιτηδείων απατεώνων, οι οποίοι παρίσταναν τους φτωχούς και του αποσπούσαν χρήματα.
Ουδέποτε κρατούσε χρήματα για τον εαυτό του σε μια εποχή που οι κληρικοί δεν είχαν μισθό και συντηρούνταν είτε από τους ενορίτες ή την προσωπική τους εργασία. Με το ένα χέρι τα έπαιρνε και με το άλλο τα μοίραζε σε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Κάθε βράδυ ήταν απένταρος και συνήθως κοιμούνταν νηστικός!
Ο πολύς κόσμος τον αγαπούσε και τον σέβονταν, θεωρώντας τον άγιο άνθρωπο και αληθινό κληρικό. Όμως υπήρχαν και κάποιοι οι οποίοι τον μισούσαν, τον έβριζαν και τον έκλεβαν φανερά. Αυτός ανταπέδιδε καλοσύνη, χαμόγελα και ευλογίες! Ουδέποτε ξεστόμισε ύβρεις και ουδέποτε θύμωσε. Είχε έναν καλό λόγο για όλους! Είχε απέραντη ταπείνωση, ώστε τον άκουγαν συχνά να κατηγορεί τον εαυτό του, ως αμαρτωλό, υπερήφανο και αχάριστο!
Νήστευε όλες τις νηστείες του έτους και απείχε ακόμη και από το λάδι. Ήταν απλός και καταδεκτικός. Δεν απόπαιρνε κανέναν, ούτε τον μεγαλύτερο αμαρτωλό, αλλά με πνεύμα αγάπης και με παιδική αφέλεια νουθετούσε τους πάντες.
Αν και σχεδόν αγράμματος, τον διέκρινε μια ακατανόητη σοφία, η οποία εξέπληττε τους μορφωμένους συνομιλητές του. Όταν εξομολογούσε έκλαιε σα μικρό παιδί με τους εξομολογουμένους του!
Η μεγάλη του χαρά και αγαλλίαση ήταν οι ακολουθίες της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα ευχαριστιόταν με τις ολονύκτιες ακολουθίες, τις οποίες τελούσε συχνά. Συνέχιζε να τις τελεί ακόμη και όταν γέρασε.
Στεκόταν όρθιος μπροστά την Αγία Τράπεζα δέκα με δεκαπέντε ώρες άυπνος, παρά τους αφόρητους πόνους που είχε στα πόδια του! Όταν λειτουργούσε ζούσε σε άλλη διάσταση, έσβηνε η αίσθηση του χρόνου γι’ αυτόν. Απόλυτα αφοσιωμένος στην προσευχή και την ακριβή τέλεση των ιερών ακολουθιών και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, αποξενώνονταν εντελώς από τα γήινα και φθαρτά. Ούτε ζέστη, ούτε κρύο καταλάβαινε, ούτε τους πόνους του κορμιού του αισθάνονταν! Υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες, πως την ώρα που λειτουργούσε φώναζαν μικρά παιδιά από το εκκλησίασμα ότι βλέπουν τον παππά να μην πατά στη γη και να αιωρείται στον αέρα!
Άλλα παιδιά έβλεπαν αγγέλους να συλλειτουργούν να τον παπα-Νικόλα! Ο ίδιος μάλιστα είχε αξιωθεί να ακούσει σε κάποια ολονυχτία ψαλμωδίες των αγγέλων! Η αγιότητά του ήταν ολοφάνερη!
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε πώς ἀπό τά πενῆντα καί πλέον χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας τό μισό τοὐλάχιστον χρόνο τόν πέρασε μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα λειτουργῶντας! Ἄν προσθέσουμε καί τίς κατ' ἰδίαν προσευχές του, τότε ὁλόκληρος ὁ βίος του ἦταν λειτουργικός! Ό, τί δηλαδή ὑπαγόρευε καί πρέσβευε ἡ κολλυβαδική παράδοση, ἡ ὁποία ἔθεσε στό περιθώριο τό ἐπηρεασμένο ἀπό τή Δύση λειτουργικό τυπικό, τό φορμαρισμένο μέ συγκεκριμένους τύπους, ἀπογυμνωμένο ἀπό τή δροσιά τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Ἡ μεγάλη χαρά του ἦταν, ὅπως εἴπαμε, οἱ ὀλονυχτίες, οἱ ὁποῖες ἐκτείνονταν ὡς τίς πρῶτες πρωινές ὧρες. Ἐκεῖνος πάντα ὄρθιος καί δεόμενος μπροστά ἀπό τό Ἱερό Θυσιαστήριο, γιά 8, 9 ἤ καί 10 ὧρες! Ἡ καρέκλα ἦταν ἔπιπλο ἄχρηστο γι' αὐτόν. Ἀποροῦσε τό ἐκκλησίασμα γιά τήν ἀντοχή του, ἡ ὁποία δέν εἶναι εὔκολο νά ἐξηγηθεῖ μέ ὀρθολογικά κριτήρια.
Ὁ μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος εἶχε πεῖ «Τόν Παπα-Νικόλα ἄλλη τίς ξένη δύναμις τόν ἐβάσταζε: ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀλλά καί μετά τό πέρας τῆς ὀλονυχτίας πήγαινε γιά ὀλιγόωρο ὕπνο καί τό πρωί τῆς ἑπομένης λειτουργοῦσε ξανά, ὡς τό μεσημέρι ἤ καί τό ἀπόγευμα! Καμιά κόπωση δέ διακρίνονταν στό πρόσωπό του, ἀλλά μιά εὐδιάκριτη ἱλαρότητα καί γλυκύτητα. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε καί τό γεγονός ὅτι μνημόνευε ὅλους τούς πιστούς, ζωντανούς καί κεκοιμημένους σέ κάθε Θεία Λατρεία.
Κάθε ἕναν πού γνώριζε, τόν συμπλήρωνε στά δίπτυχά του, γιά νά τόν μνημονεύει ἐσαεί. Τά πολυάριθμα χαρτάκια του τά ἀποκαλοῦσε «συμβόλαια γραμμάτια» καί τά ἔφερε πάντα μαζί του στίς τσέπες τοῦ τριμμένου ράσου του. «Εἰς κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ἤ τρεῖς χιλιάδες ὀνόματα. Δέν βαρύνεται ποτέ. Ἤ προσκομιδή παρ' αὔτω διαρκεῖ δύο ὥρας» ἀναφέρει ὁ Παπαδιαμάντης!
Η ακατάπαυτη ποιμαντική του διακονία και οι προσωπικές του εθελούσιες στερήσεις τον κατέβαλλαν. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1832 λειτούργησε για τελευταία φορά και μετά κατέρρευσε. Έμεινε κλινήρης ως τις 2 Μαρτίου, όπου παρέδωσε την αγία του ψυχή στο Θεό, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε την Εκκλησία Του. Το 1992 ανακηρύχτηκε άγιος. Τα ιερά του λείψανα βρίσκονται στο ναό του Αγίου Ιωάννου στην οδό Βουλιαγμένης, όπου αγιάζουν τους πιστούς και επιτελούν πολλά θαύματα.
Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ενσαρκώνει τον αληθινό τύπο του ορθοδόξου κληρικού, ο οποίος είναι διαποτισμένος από την ησυχαστική και κολλυβαδική παράδοση της Εκκλησίας μας. Είναι το πρότυπο της άδολης ευσέβειας και της απόλυτης αφοσίωσης στο Θεό, ξεκομμένο από τον νοσηρό ορθολογισμό, ο οποίος συσσωρεύει στον άνθρωπο σπέρματα ψυχοφθόρου αμφιβολίας και απιστίας. Είθε να πρεσβεύει για όλους μας κάτω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού! ΕΔΩ και ΕΔΩ
Ο πολύς κόσμος τον αγαπούσε και τον σέβονταν, θεωρώντας τον άγιο άνθρωπο και αληθινό κληρικό. Όμως υπήρχαν και κάποιοι οι οποίοι τον μισούσαν, τον έβριζαν και τον έκλεβαν φανερά. Αυτός ανταπέδιδε καλοσύνη, χαμόγελα και ευλογίες! Ουδέποτε ξεστόμισε ύβρεις και ουδέποτε θύμωσε. Είχε έναν καλό λόγο για όλους! Είχε απέραντη ταπείνωση, ώστε τον άκουγαν συχνά να κατηγορεί τον εαυτό του, ως αμαρτωλό, υπερήφανο και αχάριστο!
Νήστευε όλες τις νηστείες του έτους και απείχε ακόμη και από το λάδι. Ήταν απλός και καταδεκτικός. Δεν απόπαιρνε κανέναν, ούτε τον μεγαλύτερο αμαρτωλό, αλλά με πνεύμα αγάπης και με παιδική αφέλεια νουθετούσε τους πάντες.
Αν και σχεδόν αγράμματος, τον διέκρινε μια ακατανόητη σοφία, η οποία εξέπληττε τους μορφωμένους συνομιλητές του. Όταν εξομολογούσε έκλαιε σα μικρό παιδί με τους εξομολογουμένους του!
Η μεγάλη του χαρά και αγαλλίαση ήταν οι ακολουθίες της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα ευχαριστιόταν με τις ολονύκτιες ακολουθίες, τις οποίες τελούσε συχνά. Συνέχιζε να τις τελεί ακόμη και όταν γέρασε.
Στεκόταν όρθιος μπροστά την Αγία Τράπεζα δέκα με δεκαπέντε ώρες άυπνος, παρά τους αφόρητους πόνους που είχε στα πόδια του! Όταν λειτουργούσε ζούσε σε άλλη διάσταση, έσβηνε η αίσθηση του χρόνου γι’ αυτόν. Απόλυτα αφοσιωμένος στην προσευχή και την ακριβή τέλεση των ιερών ακολουθιών και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, αποξενώνονταν εντελώς από τα γήινα και φθαρτά. Ούτε ζέστη, ούτε κρύο καταλάβαινε, ούτε τους πόνους του κορμιού του αισθάνονταν! Υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες, πως την ώρα που λειτουργούσε φώναζαν μικρά παιδιά από το εκκλησίασμα ότι βλέπουν τον παππά να μην πατά στη γη και να αιωρείται στον αέρα!
Άλλα παιδιά έβλεπαν αγγέλους να συλλειτουργούν να τον παπα-Νικόλα! Ο ίδιος μάλιστα είχε αξιωθεί να ακούσει σε κάποια ολονυχτία ψαλμωδίες των αγγέλων! Η αγιότητά του ήταν ολοφάνερη!
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε πώς ἀπό τά πενῆντα καί πλέον χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας τό μισό τοὐλάχιστον χρόνο τόν πέρασε μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα λειτουργῶντας! Ἄν προσθέσουμε καί τίς κατ' ἰδίαν προσευχές του, τότε ὁλόκληρος ὁ βίος του ἦταν λειτουργικός! Ό, τί δηλαδή ὑπαγόρευε καί πρέσβευε ἡ κολλυβαδική παράδοση, ἡ ὁποία ἔθεσε στό περιθώριο τό ἐπηρεασμένο ἀπό τή Δύση λειτουργικό τυπικό, τό φορμαρισμένο μέ συγκεκριμένους τύπους, ἀπογυμνωμένο ἀπό τή δροσιά τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Ἡ μεγάλη χαρά του ἦταν, ὅπως εἴπαμε, οἱ ὀλονυχτίες, οἱ ὁποῖες ἐκτείνονταν ὡς τίς πρῶτες πρωινές ὧρες. Ἐκεῖνος πάντα ὄρθιος καί δεόμενος μπροστά ἀπό τό Ἱερό Θυσιαστήριο, γιά 8, 9 ἤ καί 10 ὧρες! Ἡ καρέκλα ἦταν ἔπιπλο ἄχρηστο γι' αὐτόν. Ἀποροῦσε τό ἐκκλησίασμα γιά τήν ἀντοχή του, ἡ ὁποία δέν εἶναι εὔκολο νά ἐξηγηθεῖ μέ ὀρθολογικά κριτήρια.
Ὁ μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος εἶχε πεῖ «Τόν Παπα-Νικόλα ἄλλη τίς ξένη δύναμις τόν ἐβάσταζε: ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀλλά καί μετά τό πέρας τῆς ὀλονυχτίας πήγαινε γιά ὀλιγόωρο ὕπνο καί τό πρωί τῆς ἑπομένης λειτουργοῦσε ξανά, ὡς τό μεσημέρι ἤ καί τό ἀπόγευμα! Καμιά κόπωση δέ διακρίνονταν στό πρόσωπό του, ἀλλά μιά εὐδιάκριτη ἱλαρότητα καί γλυκύτητα. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε καί τό γεγονός ὅτι μνημόνευε ὅλους τούς πιστούς, ζωντανούς καί κεκοιμημένους σέ κάθε Θεία Λατρεία.
Κάθε ἕναν πού γνώριζε, τόν συμπλήρωνε στά δίπτυχά του, γιά νά τόν μνημονεύει ἐσαεί. Τά πολυάριθμα χαρτάκια του τά ἀποκαλοῦσε «συμβόλαια γραμμάτια» καί τά ἔφερε πάντα μαζί του στίς τσέπες τοῦ τριμμένου ράσου του. «Εἰς κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ἤ τρεῖς χιλιάδες ὀνόματα. Δέν βαρύνεται ποτέ. Ἤ προσκομιδή παρ' αὔτω διαρκεῖ δύο ὥρας» ἀναφέρει ὁ Παπαδιαμάντης!
Η ακατάπαυτη ποιμαντική του διακονία και οι προσωπικές του εθελούσιες στερήσεις τον κατέβαλλαν. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1832 λειτούργησε για τελευταία φορά και μετά κατέρρευσε. Έμεινε κλινήρης ως τις 2 Μαρτίου, όπου παρέδωσε την αγία του ψυχή στο Θεό, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε την Εκκλησία Του. Το 1992 ανακηρύχτηκε άγιος. Τα ιερά του λείψανα βρίσκονται στο ναό του Αγίου Ιωάννου στην οδό Βουλιαγμένης, όπου αγιάζουν τους πιστούς και επιτελούν πολλά θαύματα.
Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ενσαρκώνει τον αληθινό τύπο του ορθοδόξου κληρικού, ο οποίος είναι διαποτισμένος από την ησυχαστική και κολλυβαδική παράδοση της Εκκλησίας μας. Είναι το πρότυπο της άδολης ευσέβειας και της απόλυτης αφοσίωσης στο Θεό, ξεκομμένο από τον νοσηρό ορθολογισμό, ο οποίος συσσωρεύει στον άνθρωπο σπέρματα ψυχοφθόρου αμφιβολίας και απιστίας. Είθε να πρεσβεύει για όλους μας κάτω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού! ΕΔΩ και ΕΔΩ