α’
Παλαιά στά Κοινόβια ὑπῆρχε πολύ ἀγωνιστικό πνεῦμα, εὐλάβεια, ἀδελφωσύνη. Ὅταν ἐρχόταν κάποιος γιά δόκιμος, οἱ πατέρες ἀμέσως ἀπό τήν καρδιά τους προσπαθοῦσαν νά τόν ἀναπαύσουν καί γέμιζαν τό κελλί του ἄλλος μέ ἀναπτῆρα, ἄλλος μέ ὡρολόγι, μέ σκαμνάκι, μέ λάμπα κ.λπ., τά ὁποῖα φύλαγαν ἀπό τά γεροντάκια πού πέθαιναν. Κυριαρχοῦσε τότε ἡ ἀντίληψη νά ἀναπαύσουν τόν ἀδελφό. Εἶχαν σέ εὐλάβεια καί ὑπόληψη τούς ἀγωνιστές πού ἀγαποῦσαν τήν Ἐκκλησία καί ὄχι τούς ἀργόσχολους ἤ αὐτούς πού ἀγαποῦσαν τόν περισπασμό. Μία φορά τό εἰκοσιτετράωρο ἔτρωγαν μία σούπα νεροζούμι. Φωτιά στό κελλί δέν ἄναβαν. Ὑπῆρχε μία ἐλευθερία πού πήγαζε ἀπό τήν ἐσωτερική ὑπακοή, καί σ᾿ ἕνα τέτοιο περιβάλλον καί σέ μία τέτοια ἀτμόσφαιρα ἀφομοιωνόταν ὁ νέος μοναχός. Ὁ νέος μοναχός, πού ἦταν ἕνα μπουμπούκι, εὕρισκε τό κατάλληλο κλίμα γιά νά ἀνθίση καί νά καρποφορήση· δέν γινόταν ὅπως σήμερα, πού σέ πολλά Μοναστήρια ὑπάρχει ἕνα στρατιωτικό πνεῦμα καί μία ἀρρωστημένη ὑπακοή, ὁπότε τό μπουμπούκι (νέος μοναχός) συνέχεια χτυπιέται ἀπό βροχές καί παγωνιές, καί δέν μπορεῖ ν᾿ ἀνθίση. Ὑπῆρχαν τότε εὐλαβεῖς Γέροντες πού ἔδιναν καλό παράδειγμα».
β’
«Σήμερα (1976) δυστυχῶς γιά πολλούς (Ἁγιορεῖτες) ὅλη ἡ πνευματικότητα εἶναι πόσους πατέρες ἔχει τό Μοναστήρι καί κάθε πόσο κοινωνοῦν».
γ’
«Οἱ γυναῖκες εἶναι ἀδύναμες. Τά γυναικεῖα Μοναστήρια ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μία ἀνδρική σκιά. Ἕναν Πνευματικό».
δ’
«Ὅποιος μιλᾶ ἤ γράφει γιά τούς Ἁγίους Πατέρες καί δέν ἔχει καθαρισθῆ ἀπό τά πάθη, μοιάζει μέ τενεκέ πού εἶχε πετρέλαιο καί τώρα ἔχει μέλι, ἀλλά μυρίζει πετρέλαιο».
enromiosini.gr