Οι ξυλοκόποι του χωριού αποφάσισαν να εντάξουν στην ομάδα τους και τον νεαρό Μιχάλη, ένα γεροδεμένο παλικάρι, ίσαμε δυο μέτρα ψηλό!
Την πρώτη μέρα μάλιστα του χάρισαν ένα ολοκαίνουργιο τσεκούρι, του υπέδειξαν την περιοχή του δάσους που θα πάει να κόψει σημειωμένα από το Δασαρχείο δέντρα και του ευχήθηκαν να προκόψει στο νέο του επάγγελμα.
Ο νεαρός ξυλοκόπος, πολύ ενθουσιασμένος, έφυγε για να κόψει δέντρα.
Σε μία μόνο μέρα έκοψε δεκαοχτώ δέντρα!
“Τα συγχαρητήριά μου” του είπε ο γηραιότερος των ξυλοκόπων, ο παππούς ο Νίκος.
“Συνέχισε έτσι.”
Ενθαρρυμένος από τα λόγια του έμπειρου άνδρα, ο Μιχάλης αποφάσισε να βελτιωθεί την επόμενη μέρα. Έτσι, το βράδυ εκείνο πλάγιασε νωρίς.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε πρώτος απ’ όλους και πήγε στο δάσος.
Παρ’ όλη την προσπάθειά του δεν κατάφερε να κόψει πάνω από δεκαπέντε δέντρα.
«Μάλλον είμαι κουρασμένος», σκέφτηκε.
Και αποφάσισε να πέσει για ύπνο με τη δύση του ήλιου.
Το ξημέρωμα σηκώθηκε αποφασισμένος να κόψει περισσότερα από δέκα οχτώ δέντρα. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα δεν έφτασε ούτε τα μισά.
Την επόμενη μέρα έκοψε εφτά, ύστερα πέντε και την άλλη μέρα πάσχιζε όλο το απόγευμα να κόψει και ένα δεύτερο δέντρο.
Ανησυχούσε, ο Μιχάλης, τι θα πουν οι άλλοι ξυλοκόποι και πήγε και τους διηγήθηκε τι ακριβώς συνέβαινε. Τους ορκίστηκε, μάλιστα, ότι είχε δώσει όλες τις δυνάμεις του, μέχρι εξάντλησης.
Τότε, ο παππούς ο Νίκος τον ρώτησε:
«Πότε, Μιχάλη, ακόνισες το τσεκούρι σου για τελευταία φορά;»
«Να το ακονίσω; Δεν πρόλαβα να το ακονίσω καθόλου. Ήμουν πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να κόψω δέντρα.»
Την πρώτη μέρα μάλιστα του χάρισαν ένα ολοκαίνουργιο τσεκούρι, του υπέδειξαν την περιοχή του δάσους που θα πάει να κόψει σημειωμένα από το Δασαρχείο δέντρα και του ευχήθηκαν να προκόψει στο νέο του επάγγελμα.
Ο νεαρός ξυλοκόπος, πολύ ενθουσιασμένος, έφυγε για να κόψει δέντρα.
Σε μία μόνο μέρα έκοψε δεκαοχτώ δέντρα!
“Τα συγχαρητήριά μου” του είπε ο γηραιότερος των ξυλοκόπων, ο παππούς ο Νίκος.
“Συνέχισε έτσι.”
Ενθαρρυμένος από τα λόγια του έμπειρου άνδρα, ο Μιχάλης αποφάσισε να βελτιωθεί την επόμενη μέρα. Έτσι, το βράδυ εκείνο πλάγιασε νωρίς.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε πρώτος απ’ όλους και πήγε στο δάσος.
Παρ’ όλη την προσπάθειά του δεν κατάφερε να κόψει πάνω από δεκαπέντε δέντρα.
«Μάλλον είμαι κουρασμένος», σκέφτηκε.
Και αποφάσισε να πέσει για ύπνο με τη δύση του ήλιου.
Το ξημέρωμα σηκώθηκε αποφασισμένος να κόψει περισσότερα από δέκα οχτώ δέντρα. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα δεν έφτασε ούτε τα μισά.
Την επόμενη μέρα έκοψε εφτά, ύστερα πέντε και την άλλη μέρα πάσχιζε όλο το απόγευμα να κόψει και ένα δεύτερο δέντρο.
Ανησυχούσε, ο Μιχάλης, τι θα πουν οι άλλοι ξυλοκόποι και πήγε και τους διηγήθηκε τι ακριβώς συνέβαινε. Τους ορκίστηκε, μάλιστα, ότι είχε δώσει όλες τις δυνάμεις του, μέχρι εξάντλησης.
Τότε, ο παππούς ο Νίκος τον ρώτησε:
«Πότε, Μιχάλη, ακόνισες το τσεκούρι σου για τελευταία φορά;»
«Να το ακονίσω; Δεν πρόλαβα να το ακονίσω καθόλου. Ήμουν πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να κόψω δέντρα.»
Tags:
Διδακτικά