Εἶναι πρωΐ. Ὁ Θανασάκης κοιμᾶται ακόμα. ῾Η μητερούλα τὸν σκουντᾷ ἁπαλά. – Ξύπνα, τοῦ λέγει, παιδάκι μου.Σήμερα τὸ σχολεῖο ἀνοίγει. Πρέπει νὰ ἑτοιμασθῇς, γιὰ νὰ πᾶμε.
Ὁ Θανασάκης ἐξυπνᾷ. Βλέπει τὴν μητερούλα του καὶ χαμογελᾷ. Ἔπειτα σηκώνεται καὶ ἑτοιμάζεται.
Σὲ λίγο εὑρίσκετᾳι ἐμπρὸς στὸ εἰκόνισμα. Κάνει τὴν προσευχή του: – Παναγία μου. Βοήθησέ με νὰ πηγαίνω στὸ σχολεῖο. Φώτισε τὸν νοῦ μου νὰ μάθω γράμματα. Χάρισέ μου ὑγεία. Φύλαξε γεροὺς τοὺς γονεῖς μου καὶ ὅλον τὸν κόσμο.
Προτοῦ ξεκινήσουν, ἡ μητέρα τὸν προσέχει καλά. Τὸν παρατηρεῖ ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω.
Βλέπει τὰ μαλλάκια του τὰ κτενισμένα. Τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπῃ κατακάθαρο. Τί ὄμορφος ποὺ εἶναι τώρα ὁ Θανασάκης της! ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Β΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΒΑΣΙΛ. Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ 1963
Tags:
Σχολείο