Αγιορείτικα διηγήματα του π. Σαββάτιου
…Ποιος επωφελείται από την επίσκεψη στο Άγιον Όρος περισσότερο; Οι ιερείς και οι μοναχοί, πρώτα απ ‘όλα…
Αποκτάνε εκεί την πνευματική φόρτιση για το ποιμενικό έργο τους. Είναι βεβαίως καλό και για τους λαϊκούς… Αυτός που θα του ανοίξει τον δρόμο της η Μητέρα του Θεού, θα έχει και την πνευματική ωφέλεια… Εάν δεν υπάρχει θέλημα της Υπεραγίας Θεοτόκου, τότε κανείς δεν θα μπορεί να φτάσει εκεί.
Μερικές φορές βλέπεις κάποιον απλό ιερέα του χωριού, ο οποίος έχει άχυρο στη γενειάδα, αφού εργάζεται όλη την ημέρα στο χωράφι με το παλιό ράσο του, αλλά του αρκεί να κάνει μία προσευχή στην Βασίλισσα των Ουρανών: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με να φτάσω στο Άγιον Όρος!» – και να το! σε ένα μήνα βρίσκεται ήδη εκεί.
Επομένως, όταν με ρωτούν τι πρέπει να κάνεις για να φτάσεις στο Άγιον Όρος, απαντώ: «Κάνε προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο».
Η πρώτη μου νύχτα στο Άγιον Όρος
Την πρώτη φορά ήρθα στο Άγιον Όρος το 2000. Εκείνη την εποχή με πείραζε ο λογισμός αν είναι καλά που είμαι πνευματικός και κτίτορας μιας γυναικείας μονής.
Παρόλο που το μοναστήρι χτίστηκε με την ευλογία του πνευματικού μου πατέρα, του Αρχιμανδρίτη Ιωάννη (Krestyankin), παρόλο που την ίδρυσή του προέβλεψε ο Γέρων Νικόλαος (Ragozin) Ραγκόζιν, με βασάνιζαν κάποιοι λογισμοί: «Τι κάνω εδώ στη Miteinaya Gora; Μήπως αυτό το μέρος είναι κατάλληλο για μένα; Ίσως, θα έπρεπε να αφήσω τα πάντα: αυτό το γυναικείο μοναστήρι, τις αδελφές, όλες αυτές τις γιαγιάδες, και να πάω στο Άγιον Όρος; Να κάνω άσκηση εκεί… Ή απλώς να πάω σε κάποιο ανδρικό μοναστήρι;»
Και να το: η πρώτη νύχτα στο Άγιον Όρος… Στέκομαι στην εκκλησία. Είναι τρεις το πρωί. Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, πέρασα περισσότερο από μια μέρα χωρίς ύπνο… Δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα στην εκκλησία, κεριά καίγονται, η προσευχή ρέει. Δεν έχει αέρα, ζαλίζομαι. Βγήκα στον νάρθηκα, κάθισα στον πάγκο. Εκεί είχε περισσότερη δροσιά, η ροή φρέσκου αέρα και άκουγα καλά την ακολουθία στο ναό. Έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να προσεύχομαι.
Ξαφνικά άκουσα τα βήματα κάποιου γέροντα. Ήταν ένας καλόγερος, καμπούρης, περπατούσε με δυσκολία. Ήρθε πιο κοντά, κάθισε στη γωνία του νάρθηκα σε ένα πέτρινο κάθισμα. Δεν τον έβλεπα καλά, μόνο μπορούσα να παρατηρήσω που είχε μια άσπρη γενειάδα και πολύ λαμπρό πρόσωπο. Έκανε τον σταυρό του και με ρώτησε ήσυχα:
– Ποιος είσαι?
– Ιερομόναχος, – του απαντώ.
– Πού λειτουργείς και πόσο;
– Σε ένα μοναστήρι, εδώ και δεκατρία χρόνια.
Αυτός μιλούσε με πολύ ένταση σαν αυτός που έχει δύναμη. Και έχασα την ανάσα μου, όταν συνειδητοποίησα ότι αυτή την πρώτη νύχτα στο Άγιον Όρος, θα ελάμβανα την απάντηση στην ερώτησή μου για την οποία προσευχόμουν για πολύ καιρό πριν από το ταξίδι: να μου φανερώσει ο Κύριος και η Υπεραγία Θεοτόκος το θέλημα του Θεού για την περαιτέρω ζωή μου.
Και ο μεγαλόσχημος μοναχός μου είπε, σαν να ήξερε τους λογισμούς μου και τον πειρασμό μου να φύγω από το γυναικείο μοναστήρι. Είπε σύντομα και πολύ απλά:
– Να μείνεις εκεί, όπου ζεις τώρα. Μην πας πουθενά. Εκεί πρέπει και να πεθάνεις. Θα κουβαλάς τον σταυρό σου μέχρι το τέλος και θα σωθείς.
Σιωπηλά σηκώθηκε και έφυγε αργά, σέρνοντας τα πόδια του με γερικά βήματα. Και εγώ καθόμουν και σκεφτόμουν ότι δεν τον είχα ρωτήσει τίποτα, ούτε είχα προσπαθήσει να ξεκινήσω μαζί του μια συνομιλία. Έτσι, την πρώτη ημέρα της παραμονής μου στο Άγιον Όρος, ο Κύριος μου έδειξε το θέλημά Του…
Όλγα Ροζνιόβα, Μετάφραση Ελένη Ογκορόντνικ
3/18/2021