Ο θερισμός ή θέρος στον Θεσσαλικό κάμπο


Θερισμός με τα χέρια 1955
Όταν ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, μια τρομερή ζέστη ξεχύνονταν στην ατμόσφαιρα και ο κάμπος όλος έμοιαζε με ένα τεράστιο καμίνι, που έκοβε την ανάσα των ανθρώπων.
Είναι αλήθεια ότι οι καραγκούνες με τη βαριά στολή τους υπόφεραν περισσότερο από κάθε άλλον κατά τον θερισμό. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι καραγκούνες γυναίκες έβρισκαν τη δύναμη να πάρουν ένα τραγούδι, που ενισχυόταν από τους άνδρες, και έσμιγε με τα τραγούδια των άλλων θεριστών των γειτονικών χωραφιών και τα κελαηδήματα των πουλιών, δημιουργώντας μια θαυμάσια συναυλία. Τα παιδιά που βρίσκονταν στη σκιά του κάρου ή κάποιου δέντρου, έλεγαν τα δικά τους τραγούδια και έκαναν παρέα στα μωρά που ήταν στην κούνια.

Σαν ερχόταν το γιόμα(2) και πλησίαζε η ώρα της ξεκούρασης, αφού έβγαζαν τον όργο(1), όλοι αποκαμωμένοι, άφηναν τα δρεπάνια τους και κατευθύνονταν στη σκιά. Οι άντρες στερέωναν τους χάλπους στις παραπέτρες του κάρου και στην κορυφή τους έπιαναν με ειδικές θηλιές το στρωσίδι (το σάϊασμα όπως το έλεγαν) και το άπλωναν όσο έφτανε για να μεγαλώσει η σκιά και να χωρέσουν όλοι οι θεριστές από κάτω.
Από την άλλη πλευρά το σάϊασμα στηριζόταν στον απαδότη[3] και στο μεγάλο δικούλι που χρησιμοποιούσαν για το φόρτωμα των δεματιών. Πρώτα φρόντιζαν τα μωρά, ενώ παράλληλα οι άλλες γυναίκες ετοίμαζαν το φαγητό. Πάντα, πέρα από τα άλλα φαγητά, ήταν απαραίτητη η «σκορδάρη», πού δρόσιζε τους θεριστές και κατέβαζε την πίεσή τους. Μετά το φαγητό ένα σύντομος ύπνος ήταν πάντα ευπρόσδεκτος και ερχόταν αμέσως, αφού η κούραση της ημέρας ήταν μεγάλη και εξαντλητική.

Συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό τον θερισμό ως αργά το βράδυ και μέχρι που το επέτρεπε το φως της ημέρας. Μερικές φορές οι θεριστές παρέμεναν και κοιμόταν στα χωράφια, ιδίως όταν αυτά ήταν σε μακρινή απόσταση από το χωριό τους. Τέτοια μάλιστα υπήρχαν αρκετά. Τότε ξυπνούσαν νωρίς και άρχιζαν αμέσως το θερισμό, με την πρωινή δροσιά. Έτσι, απέφευγαν το σχετικό δρομολόγιο και κέρδιζαν αρκετό χρόνο. Όταν όμως οι ανάγκες το επέβαλαν, επέστρεφαν στο σπίτι. Αποκαμωμένοι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού.


Οι άντρες έπρεπε να φροντίσουν τα ζώα και οι γυναίκες να βοηθήσουν στις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού, ώστε την άλλη ημέρα να είναι όλα έτοιμα. Ο θερισμός συνεχιζόταν για πολλές ημέρες, ανάλογα με τα στέμματα που είχε η κάθε οικογένεια και τα άτομα που ήταν ικανά για τον θερισμό. Όταν ο θερισμός ενός χωραφιού έφτανε στο τέλος, οι θεριστές άφηναν αθέριστα λίγα στάχια σε σχήμα σταυρού και έριχναν τα δρεπάνια μπροστά. Αν τύχαινε και το δρεπάνι καρφωνόταν στη γη με τη μύτη, σήμαινε πλούσια σοδειά για τον νοικοκύρη. Λίγες μέρες μετά τον θερισμό οι τριαριές των δεματιών συγκεντρώνονταν σε ορισμένα σημεία. Εκεί τα δεμάτια τοποθετούνταν το ένα πάνω στο άλλο, σε κυκλικό σχήμα, και σχημάτιζαν πρόχειρες θημωνιές, τις κουλούρες. Έτσι, γινόταν αργότερα εύκολο το φόρτωμά τους. Συνήθως η κάθε κουλούρα είχε 40 τριαριές, δηλαδή 120 δεμάτια, όσα μπορούσαν να φορτωθούν σε ένα κάρο.

Ο θερισμός κρατούσε πολλές ημέρες και χρειαζόταν πολλά εργατικά χέρια. «Θέρος, τρύγος, πόλεμος», λέει ο λαός για να δείξει τη δυσκολία του θερισμού. Ένας καλός θεριστής μπορούσε να θερίσει μέχρι 600-700 τετραγωνικά μέτρα την ημέρα, δηλαδή έκταση μικρότερη από ένα στρέμμα.
Όσοι είχαν λίγα χωράφια για θερισμό, τελειώνανε γρήγορα. Οι θεριστές ήταν πλέον ελεύθεροι να συνεχίσουν το έργο τους σε χωράφια μεγαλοκτηματιών, που στερούνταν εργατών. Η πληρωμή τους γινόταν σε είδος ή χρήματα, ανάλογα με τη συμφωνία. Υπήρχαν και λίγοι φτωχοί που δεν είχαν εργατικά χέρια ούτε ήταν σε θέση να πληρώσουν για να τα θερίσουν. Στις περιπτώσεις αυτές όλοι έβαζαν ένα «χεράκι» και το πρόβλημα λυνότανε αμέσως, ώστε κανένα χωράφι να μην μείνει αθέριστο.
Η εργασία του θερισμού ήταν δύσκολη και κοπιαστική. Μάλιστα οι αρχάριοι δεινοπαθούσαν και εύρισκαν όλο δικαιολογίες. Πήγαιναν συχνά για νερό και καθυστερούσαν. Τους έφταιγε το δρεπάνι και ζητούσαν την αλλαγή του για να επαληθεύσουν έτσι και την παροιμία που λέει: «Εργάτης αργοκίνητος όλο δρεπάνι αλλάζει».

Ένα ποίημα του Γιώργου Δροσίνη, περιγράφει χαρακτηριστικά το θερισμό. Το παραθέτω διατηρώντας τη γλώσσα και την ορθογραφία του ποιητή.
Το θέρος
Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει.
Στις καλαμιές, απόγυρτες απ’ τά βαριά τά στάχυα,
νεράϊδες ασπρομάντηλες διαβαίνουν οι θερίστριες.

Τ’ ανάλαφρα ασπρομάντηλα, σφιγμένα με τά δόντια,
φυλαχτικά απ’ το λιόκαμα τις όψες αποκρύβουν
και δείχνουν τά μεσόφρυδα, κοράκια μές το χιόνι.
Πίσω απ’ το διάβα τους στρωτά χειρόβουλα τά στάχυα.

Χαράζουν στράτα απάτητη στον ήλιο και στ’ αγέρι.
Για τις βαρύτερες δουλειές άξια τ’ αντρίκια χέρια
στρίβουν κλωνάρια κοτσικιάς και ζώνουν τά δεμάτια.

Τ’ άλογο χαμοδένοντας στο χέρσωμα να βόσκει,
πάει το κοπέλι για νερό με δυό φλασκιά στα χέρια.
Κι’ η μάνα αποκοιμίζοντας στ’ απόσκιο το παιδί της
στρώνει στεγνό, αμαγείρευτο τ?ς εργατιάς το δείπνο,
με πρώϊμο κριθαρίτικο ψωμί, πού δε χορταίνει.
fatsimare
[1] (Όργος (ο). Η γραμμή σιταριού ή χορταριού κομμένη με το δρεπάνι ή την κοσσιά. Η έκταση χωραφιού, έτοιμη για θερισμό, που παίρνουν μπροστά οι θεριστές και είναι ανάλογη με την έκταση που μπορεί να θερίσει ένα άτομο γυρίζοντας αριστερά και δεξιά, δηλαδή όση έκταση φτάνουν τα χέρια του. Όσοι περισσότεροι ήταν οι θεριστές τόσο μεγαλύτερος ήταν ο όργος και αντίστροφα, όσοι λιγότεροι ήταν, τόσο ο όργος ήταν μικρότερος).
[2] (Το γιόμα (το)= το μεσημέρι. Οι καραγκούνηδες το 24ωρο το χώριζαν ως εξής: Τα χαράματα ή χαραή= η ώρα που χαράζει η μέρα, αρχίζει να έρχεται, το ξημέρωμα, η αυγή. Την τοποθετούσαν γύρω στις 5.30-6.30 η ώρα. Το γκαφαλ’τί = το κολατσιό , το πρωινό, 9.00-10.00 η ώρα. Το γιόμα= το μεσημέρι, 1.00-2.00 μ. μ. Το δειλινό ή δειλ’νό, 5.00-6.00 μ. μ. Το σουρούπωμα, 8.00-9.00 μ. μ. και το βράδυ μετά το σουρούπωμα)
[3] Ξύλινο δικούλι μήκους 3,50-4,00 μέτρων για το φόρτωμα των δεματιών ή του χόρτου.
Αναρτήθηκε από π.Γεώργιος-Προσκυνητής

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

Recent in Technology